Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΑΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ





Του Γ. Φίκαρη



    Ο κόσμος της Λήμνου, παρά την φτώχεια του, ήξερε να ξεχωρίζει τις καλές μέρες του χρόνου. Μέρες σαν  τις Απόκρεω , την Καθαρή Δευτέρα και την Πρωτομαγιά τις τιμούσε ιδιαιτέρως με εξόδους διασκέδασης και ξεφαντώματος. Με λίγα λόγια, γλεντούσε. Οι νοικοκυρές ξημερωνόταν να ετοιμάσουν φαγητά και μεζέδες για τα “τραπέζια” και το “ξεφάντωμα”. Ό,τι είχε το σπιτικό, χωρίς αγορές και ψώνια. Κοντά στα μαγειρέματα και τις ετοιμασίες της νοικοκυράς,η φροντίδα των ψαράδων και των σφουγγαράδων για ψάρια και θαλασσινά που ανελάμβαναν να συνεισφέρουν. Την Καθαρά Δευτέρα, σχεδόν πάντα, τόπος ξεφαντώματος ήταν το νησάκι με το ομόνυμο εκκλησάκι   του   Άη Νικόλα και  το ακρωτήρι της Πούντας. Στην Αγ. Βαρβάρα και το κουκουμά.(πυραμίδα που κατασκευάστηκε απ τα στρατεύματα της μάχης της Καλλίπολης, για τη λατρεία των Μουσουλμάνων εργατών της Αιγύπτου και τους Τούρκους αιχμαλώτους.)
 Ο μπαρμπα Παναγιώτης ο Μανιάτης ήταν ψαράς της εποχής. Ειχε ένα βαρκαλά 5 μέτρα άγνωστης ηλικίας, ασενιάριστο, άβαφο και κακοσυντηρημένο. Εγερνε  πότε απ τη μιά μεριά και πότε απο την άλλη απ τα νερά που καλάριζε κακοαραγμένο και αμιζάριστο. Τά μαδέρια του είχαν πάρει αποστάσεις το ένα απ το άλλο και οι αρμοί του  έχασκαν και έμπαζαν νερό με το πρώτο θαλασσάκι. Αυτός  όμως δεν νοιαζόταν. Πρόσεχε και μετακινούσε τη βάρκα  με ένα κοντάρι, καμιά φορά και με κουπιά, αλλά πάντα γιαλό-γιαλό και ελάχιστη ταχύτητα. Δίπλα του είχε ένα μικρό δοχείο  για να αδειάζει κάθε λίγο τα νερά του. Η ηλικία κι  ένα πρόβλημα στο πόδι τόν έκανα να είναι πάντα αργός και προσεκτικός στις κινήσεις του. Τότε τα ψάρια και τα υπόλοιπα αλιεύματα ήταν πλούσια και εύκολα στην αλίευσή τους. Δέν χρειαζόταν και τόσος κόπος για λίγα χταπόδια, σουπιές, αχινους και άλλα θαλασσινά.
   Το πρωί της Καθαράς Δευτέρας του 50, κάτοικοι των Αγκαρυώνων ξεκίνησαν με τα πόδια και περνώντας τη λίμνη του Πεσπέραγου βγήκαν στή Λένα απένατι. Πιάνοντας τα βορεινά έφτασαν στον Αη Νικόλα μέσα απ’ τη διάβαση που τότε υπήρχε με βράχους κοντά ο ένας στον άλλο και δημιουργούσαν ένα ψευτομόλο-πέρασμα.
  Ο μπάρμπα-Παναγιώτης με το βαρκαλά του, τον ανηψιό του τον Αριστείδη και την κόρη του, πήρε τη βάρκα του απ το μαντράκι και στο δρόμο προς τον Αη Νικόλα μάζεψε όσα θαλασσινά μπόρεσε και τα μετέφερε στον Αη Νικόλα όπου είχε μαζευτεί πολύς κόσμος για το ξεφάντωμα. Ανάμεσά τους και Κουταλιανοί με δυό σφουγγαράδικα που είχαν κουβαλήσει του κόσμου τα θαλασσινα, αστακούς και ψάρια. Εκεί γινόταν και η περίφημη πηχτή με αστακούς. Ήταν τόσο πολλοί τότε. Τους σπούσαν σε μεγάλα καζάνια κι έτρωγαν μόνο το περιεχόμενο τους.
   Πέρασε η μέρα όμορφα και καλά και ήλθε η ώρα του γυρισμού. Οι χωριανοί του μπάρμπα-Παναγιώτη του ζήτησαν να τους πάρη με τη βάρκα του. Αυτός δέ ήθελε, γνωρίζοντας ότι η βάρκα του δεν είχε την ανάλογη μεταφορική ικανότητα. Αυτοί όμως μπήκαν, αγνοώντας τον καλοκάγαθο γέρο κι αυτός σιγά-σιγά με το κουπί πήρε το δρόμο του γυρισμού για την Κούταλη. 
   Μέσα στη βάρκα είχε και  όμορφες κοπέλες, γέρους, παλικάρια και μικρά παιδία. Οι Κουταλιανοι που ξεφάντωναν μαζί τους, θέλοντας να κάνουν το κομάτι τους στις όμορφες κοπέλες, προθυμοποιήθηκαν  να τους πάνε γρηγορότερα στον προορισμό τους. Φτάνοντας κοντά στη βάρκα, χωρίς να προλάβει να αντιδράσει ο μπάρμπα-Παναγιώτης, πέταξαν ένα κάβο κι έδεσαν τον βαρκαλά. Άδικα φώναζε ο γέρος να σταματήσουν. Άνοιξαν και όλο το δρόμο του καΐκιού . Η βάρκα στην αρχή ανασήκωσε την πλώρη της, έσχισε με δύναμη τα νερά αλλά άρχισε να μπάζει πολλά νερά απ τήν πρύμνη που κάθησε. Κανείς δεν άκουγε πια τις φωνές του μπάρμπα- Παναγιώτη. Σε λίγο ακούστηκαν περίεργοι κρότοι κι η βάρκα άρχισε να γίνεται κομμάτια, να σχίζεται στα δύο και να αναποδογυρίζει. Άντρες, γυναίκες και παιδιά βρέθηκαν στη θάλασσα. Έγινε ένας χαμός. Σχεδόν κανείς,  εκτός του μπάρμπα- Παναγιώτη κι ενός μπόμποιρα δέκα χρονών, δεν ήξερε κολύμπι. Μια γυναίκα, η Μπεμπέκα κρατούσε τα δυό παδιά της κάτω απ’ τις μασχάλες της και φώναζε, ένα άλο μικρό παιδάκι ανάσκελα μυστηριωδώς επέπλεε κλαίγοντας. Κάποιοι πρόλαβαν κι έπιασαν το καΐκι και ανέβηκαν επάνω και οι γυναίκες, με τα φαρδιά φορέματα της εποχής κρατιόταν στην επιφάνεια, γιατί οι φούστες γινόταν προσωρινα σωσίβια. Μέχρι να μουλιάσουν και να τις τραβήξουν  στον πάτο της θάλασσας. Κάποιοι πρόλαβαν κι έπιασαν στο καίκι και ανέβηκαν πάνω του. Οι άνδρες με τα ποδήματα και τις πατατούκες τους- Μαρτης μήνας- δεν μπορούσαν να κρατηθουν στην επιφάνεια κι ο ένας έπιανε τόν άλλον και τον τραβούσε στο βυθό. Όλοι έμελλε να πνιγούν δίπλα στη στεριά, κύρια απ το φόβο και τον πανικό του ναυαγού.
   Τότε, όμως, φάνηκε η ναυτοσύνη και η παλικαριά των Κουταλιανών του καΐκιού. Με την κατάλληλη μανούβρα έφτασαν κοντά στούς ναυαγούς και με τα σχοινια στο στόμα βουτούσαν, έδεναν δυό τρεις ανθρώπους και οι οι υπόλοιποι τους ανέβαζαν στο καίκι και τους συνέφερναν μισοπνιγμένους. Σε λίγο τους είχαν ανεβάσει όλους. Τους έβγαλαν το νερό από μέσα τους, τους σκέπασαν με ό,τι ρουχα είχαν στο καίκι κι έφυγαν ολοταχώς για την Κούταλη, όπου τους πήραν στα σπίτια τους, τους έντυσαν και τους ζέσταναν. Έμεινε ο βαρκαλάς του μπάρμπα-Μανιάτη κοματιασμένος, μισοβυθισμένος και αναποδογυρισμένος, να τον λούζει  το κυματάκι του κόλπου. Κανείς δεν γύρισε να τον δει. Μόνο ο μπαρμπα-Παναγιώτης τον κοίταξε, χωρίς να μιλά και να σχολιάζει.΄Ηξερε ότι δεν θα τον ξανάβλεπε και ότι δεν θα ξανάφτιαχνε άλλη βάρκα. Τα χρόνια του πια δεν του το επέτρεπαν.
  Η είδηση διαδόθηκε στην περιοχή και οι συγγενείς των ναυαγών  έτρεχαν στην Κούταλη κλαίγοντας και μοιρολογώντας. Εκεί βρήκαν τους ανθρώπους τους σώους και αβλαβείς, έκαναν  το σταυρό τους  και φιλούσαν την εικόνα του Αη Νικόλα που τους έσωσε, μεγάλη η χάρη του.
   ΄Εγινε κύριο θέμα συζήτησης για πολύ καιρό. Ο καθένας με την δική του εκδοχή και άποψή για το συμβάν. Οι Κουταλιανοί δεν ήθελαν και πολύ. Τους έπιασε το μικρασιάτικο και άρχισαν να μετασυνθέτουν το περιστατικό σε ποίημα, μετά σε τραγούδι, που έμελλε να κυκλοφορεί πολλά χρόνια και να τραγουδιέται απ τους νέους και τις νέες των Αγκαρυώνων και της Κούταλης στίς διασκεδάσεις και τις άλλες συναντήσεις τους.Σημειωτέον ότι τα δύο αυτά χωρία έδεναν πάντα άριστες μεταξύ τους  σχέσεις.
   Θυμάμαι το περιστατικό, όντας μικρό παιδάκι, και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αλλά δεν θυμόμουν τα λόγια του. Μια απ τις τότε κοπέλες, σήμερα με δισσέγγονα, μετά από επίμονες παραινέσεις μου  μου το σιγοτραγούδισε δακρυσμένη. Μετά,μου μίλησε για τα νιάτα της, τις αναμνήσεις και τα  πρόσωπα που έχουν σχεδόν όλα φύγει πια και μετά μού το επανέλαβε για να το γράψω και να σας το μεταφέρω. Όσο έμενε στη μνήμη της ακόμα:
 
                       Ακούσατε ένα τραγικό αξέχατη ημέρα
                       πως ο Μανιάτης βούλιαξε την Καθαρά Δευτέρα;
                       Πήγανε για θαλασσινά, να φάνε και να πιούνε
                       και στα καλά καθούμενα κόντεψαν να πνιγούνε.

                       Φόρτωσε γυναικόπαιδα  και πήγαν για αγώνες
                        και θα μαυροφορούσανε όλες οι Αγκαρυώνες.
                        Ο Κώστας και ο Παντελής και άλλοι κολυμπώντας
                        με τα σχοινά στο στόμα τους έπεσαν βοηθώντας.
                        
                        Κι ενώ σχεδόν όλοι τους ήταν παραδομένοι
                         απ την πολλή τη θάλασσα όλοι μισοπνιγμένοι
                         επάνω τους ανέβαζαν στο άλμπουρο τους κρεμούσαν
                         και ο Σωκράτης με τη βια τους έβαζε και ξερνούσαν.                       
                        
                        Στην Κούταλη τους βγάλανε για να τους περιθάλψουν
                        στα σπίτια τους τους πήγανε τα ρούχα για να αλλάξουν.
                        Ήτανε τόσο τραγικό, αξέχαστη ημέρα
                        που ο Μανιάτης βούλιαξε την Καθαρά Δευτέρα.