Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

ΟΙ ΔΥΟ ΧΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ


Του Γ. Φίκαρη

μπαρμπα-Μιχάλης κοντά στα 90, Χιώτης, ζωέμπορος σε όλη του τη ζωή, περνά τα στερνά χρόνια φορώντας τις παντούφλες του και την τραγιάσκα του στραβά, όπως πάντα, με τα χέρια πίσω και το κεφάλι του κάτω, χωρίς τα αγαπημένα «εργαλεία» μιας ολόκληρης ζωής. Το τσιγάρο και το πιοτό. Τα είχε συντροφιά σε όλη του τη ζωή, προπαντός την ώρα της δουλειάς, του ήταν εντελώς απαραίτητα. Τώρα, του τα έχουν απαγορεύσει ο γιατρός και η γυναίκα του η κυρά-Φωτεινή. Πάει κι έρχεται απ το σπίτι στην άλλη γωνιά της αυλής, που ήταν η ταβέρνα του γαμπρού του. Κάθεται και σηκώνεται ανήσυχος, ψάχνοντας τον κατάλληλο άνθρωπο να μιλήσει. Να πει τον πόνο του, να του εκμυστηρευθεί αυτά που πέρασε στην πολυτάραχη ζωή του, και δεν τον βρίσκει.

Φαίνεται, με θεωρούσε κατάλληλο πρόσωπο για τις εκμυστηρεύσεις του. Πέρα απ’ αυτό ήξερε ότι κοντά μου θα απολάμβανε ένα τσιγαράκι κι ένα ουζάκι, που τα είχε ανάγκη. Ήξερε ότι κοντά σε μένα δεν θα του χαλούσε το χατίρι η κα. Φωτεινή. Για λόγους συγγένειας και συναισθημάτων που με έδεναν μαζί του.

Μετά τις καθιερωμένες ερωτήσεις για τις δουλειές και την υγεία της οικογένειας, ρουφώντας το τσιγάρο και το ουζάκι που του είχα παραγγείλει, άρχιζε να μου λέει παλιές ιστορίες και περιπέτειες της πολυτάραχης ζωής του, που ξεκινούσαν απ’ τις προπολεμικές πτωχεύσεις και έφταναν μέσα απ’ τον πόλεμο σε άλλες και μετά στη μεταπολεμική Ελλάδα, στο ένα και μοναδικό μπάρκο του που κράτησε τέσσερα χρόνια, στην προσπάθειά του να ξαναρχίσει τη δουλειά του και κατέληγαν στην απόσυρσή του και τα γεράματα.

Το ούζο, το κρασί και το τσιγάρο ήταν τα απαραίτητα εργαλεία για το παζάρι και την ευνοϊκή συμφωνία της αγοράς των ζώων απ’ τον κεχαγιά. Έπρεπε να ποτίσουν τον αμάθητο αλλά παμπόνηρο κεχαγιά λίγο παραπάνω ποτό, για να μπορέσουν να τον τουμπάρουν και να αγοράσουν τα ζώα του, στην τιμή που αυτοί ήθελαν και είχαν προϋπολογίσει. Γιατί τότε δεν υπήρχαν ζυγαριές και πλάστιγγες για το ζύγισμα των ζώων. Ήταν, επομένως, το ούζο, το κρασί και το τσιγάρο καθημερινή συνήθεια ολόκληρης της ζωής του, που ήλθαν και την έκοψαν με το μαχαίρι. Σαν έξυπνος τζαμπάσης, έπρεπε να βρέι τρόπους να τα απολαμβάνει καμιά φορά. 

Ένας τρόπος, λοιπόν, ήταν και ο ερχομός μου. Οι ζωέμποροι εκείνης της εποχής ήταν ζορμπάδες, μπερμπάντες και παιδιά της πιάτσας. Πανέξυπνοι και πονηροί το πάλευαν που λένε, όπως τα εύρισκαν. Και με τους καλούς καλοί και με τους σκάρτους, χειρότεροι. Η ζωή τους ήταν ένα μίγμα συνεχούς δουλειάς και διασκέδασης. Κυνηγοί του κέρδους και ο,τιδήποτε ήθελε προκύψει, ήταν πασίγνωστοι και γλυκοαίματοι σε όλους τους ντόπιους στα καφενεία της εποχής. Είχαν και μεγάλο κεμέρι με λίρες και κερνούσαν όποιον εύρισκαν στα τότε καφενεία. Τότε που τα χρήματα ήταν δύσκολα και σπάνια. Γλέντια, καμιά φορά πολυήμερα, με τραγούδια και χορούς, ξημερώνονταν όπου βρίσκονταν. Κοιμούνταν στα σπίτια των ανθρώπων της παρέας ή όπου εύρισκαν κατάλληλο μέρος. Καμιά φορά και στην ύπαιθρο, κάτω από τον ήλιο ή το φεγγάρι. Αγώνας, περιπέτειες και ταλαιπωρία να μαζέψουν, να τακτοποιήσουν, να φορτώσουν και να ταξιδέψουν με καΐκια της εποχής. Αργοναύτες, πάλευαν με τα στοιχεία της φύσης. Απώτερος σκοπός η επιστροφή στο νησί οτυς, τη Χίο, για την πώληση των αγορών τους και το κέρδος.

Ήταν δύο οι συνέταιροι χιώτες ζωέμποροι που έφτασαν μαζί στη Λήμνο το 1939. Ο Μιχάλης, ο μεγαλύτερος και ο Κωνσταντής, ο μικρότερος. Ξαδέλφια, δυο αδελφών παιδιά, αλλά πραγματικά αδέλφια στη ζωή και στον θάνατο. Ήλθαν άγνωστοι, αλλά ευπρόσιτοι στις γνωριμίες με τους ανθρώπους, έφτιαξαν σχέσεις με πολλούς Λημνιούς, έκαναν στέκια και μύησαν Λημνιούς σε κάποια μυστικά της δουλειάς τους και τους έκαναν συνεργάτες και δούλεψαν πολλά χρόνια μαζί τους. 

Το επάγγελμα των ζωεμπόρων και των χασάπηδων ήταν σχεδόν καινούριο επάγγελμα για τη Λήμνο. Βρήκαν, λοιπόν, «παρθένα αγορά» και αυγάτισαν. Έκαναν πολλά ταξίδια, έγιναν πασίγνωστοι σαν οι δυο «Χιώτες» και αφού περιπλανήθηκαν σε όλα τα χωριά της Λήμνου, διάλεξαν το χωριό Αγκαρυώνες, όπου και εγκαταστάθηκαν. Εκεί βρήκαν και τις γυναίκες που παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένειες.

Ο μπαρμπα-Μιχάλης, άρχιζε τις περιπλανήσεις-αφηγήσεις του απ’ το μακρύ παρελθόν και ήταν καλός αφηγητής. Ταξίδια, δυσκολίες και προβλήματα στη θάλασσα και τη στεριά, κατορθώματα, καμώματα και σοφίσματα για να ξεγελάσουν τον πωλητή, καλοπιάσματα και μικροπαρεξηγήσεις. Το πιοτό και το τσιγάρο ήταν τα όπλα τους. Πολλές φορές πολύωρες συζητήσεις, μέχρι να καταλήξουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Στην αγορά, που το ύψος της έπρεπε να έχουν προϋπολογίσει. Υπολόγιζαν το καθαρό βάρος του ζώου με τα σημάδια του ζώου που ήξεραν και το ψαχούλεμα κάποιων σημείων του σώματός του και τον έλεγχο των δοντιών του. Και δεν έπεφταν έξω στους υπολογισμούς τους, παρά ελάχιστες οκάδες. Αυτή, εξάλλου, ήταν η τέχνη που κατείχαν. Να μπορούν να υπολογίζουν το βάρος του ζώου για να υπολογίζουν την τιμή του. Είχαν όμως συνέπεια και μπέσα ο λόγος και η υπόσχεσή τους. Αυτό ήταν ακόμη ένα όπλο που διέθεταν. Ήταν που λέγανε «λίρα χρυσή» στις συναλλαγές τους.

Μου έλεγε ο μπαρμπα-Μιχάλης πολλές ιστορίες και γεγονότα, αλλά πάντα κατέληγε σε μια χιλιοειπωμένη ιστορία. Ήταν, προφανώς, η ιστορία που είχε καρφωθεί στο ταλαιπωρημένο του μυαλό, ίσως γιατί είχε σχέση με πρόσωπο αγαπημένο και στους δυο μας. Άρχιζε πάντα χωρίς χρόνο αρχής και τέλους, προφανώς σκόπιμα για να διατηρήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του ακροατή και να μη φανερώσει γνωστά ιστορικά γεγονότα.

«Επήραμε, που λες Γιώργη, με το συγχωρεμένο τον πατέρα σου 20 “βούδια”, 10 μουσχάρια, 10 αλόγατα, 4 μουλάρια και 5 γαδούρους και γαδάρες. Επήγαμέ τα στο Διαπόρι, φορτώσαμέ τα στο καΐκι του Τσούκα και περιμέναμε τον καιρό να ξεκινήσουμε για τη Χίο. Το καΐκι επήγαινε με τα πανιά. Είχε και μια παλιομηχανή, που δούλευε όταν αυτή ήθελε. Μποδίζαμε από καιρούς και άπνοιες κάθε λίγο. Εξαναξεκινούσαμε και καμιά φορά ηφτάναμε στο μόνιμο προορισμό μας. Πολλές φορές σε ένα μήνα. 

Φτάνοντας στη Χιο, ηβάλαμε τα “βούδια” και τα Μουσχάρια στο χάνι, ηπληρώσμαε κάποιον να τα ταγίζει και ηπήραμε όλα τα άλλα μαζί μας και ηφύγαμε. Πιάσαμε τα βουνά και τα λαγκάδια, τα μαντριά και τους μπαξέδες, να βρούμε ανθρώπους που θα τα πουλούσαμε. Αρχίσαμε να ψιλοτραβάμε στις τιμές- έτσι άρχιζε πάντα το παζάρι- και μαζέψαμε πολλά λεφτά. Όποια τιμή τους ζητούσαμε, μας την πλήρωναν αμέσως. Στον επόμενο ακόμα περισσότερα. Η ίδια ανταπόκριση. Διπλάσια τιμή «εντάξει», τριπλάσια επίσης. Πουλώντας όλα τα ζώα δεν είχαμε μέρος να βάλουμε τα χρήματα που είχαμε μαζέψει. “Βρε Κωστή”, λέω του πατέρα σου, “τα χρήματα που έχουμε μαζέψει δεν τα ‘χουν ούτε οι τράπεζες, το ξέρεις;”. Εκείνος δεν απάντησε. Λέω του: “Βρε πάμε να φύγουμε. Να αφήσουμε τα βούδια στο χάνι και να πάμε στη Λήμνο να ξαναγοράσουμε ζώα. Φαίνεται βρήκαμε την τύχη μας”. Ο μακαρίτης ο κύρης σου είχε πιάσει το πιοτό και τα τραγούδια και δεν μου ‘δινε σημασία. 

Αναγκάστηκα να φύγω μόνος μου. Ηπήρα τα μισά λεφτά- 25 εκατομμύρια προπολεμικά, γερά λεφτά- βρήκα μέσον και εγύρισα στη Λήμνο. Την επαύριο το χάραμα πήρα το άλογο και γραμμή για Προπούλι, που είχα επισημάνει κάτι γερά βούδια και δεν μπόρεσα να τα συμφωνήσω στο προηγούμενο ταξίδι. 

Αλλά φτου να πάρει ο διάολος. Ο κεχαγιάς μετάνιωσε, δεν τα πουλούσε. Ούτε ο επόμενος, ούτε κι ο άλλος. Κανείς δεν μου πουλούσε τίποτα. Να μη στα πολυλογώ, αφού το σκέφτηκα πολύ, έδωσα τα 25 εκατομμύρια, γερά χιλιάρικα και πρόλαβα να πάρω μόνο ένα βαρέλι ταχίνι.

Εκεί σταματούσε και η εξιστόρηση του μπαρμπα-Μιχάλη. Έβγαζε την τραγιάσκα του και την ξανάβαζε, έσκυβε και δεν έλεγε λέξη παραπάνω. Κουνούσε το κεφάλι του και σιγομουρμούριζε ακατανόητες ελληνικές λέξεις, ανακατεμένες με τούρκικες. Ήξερα ότι στα πιο μικρά τους χρόνια ταξίδευαν στη Μικρά Ασία. Τους έπαιρνε μαζί του ο πατέρας του Κωσταντή- ο παππούς μου- όπου είχε κοπάδια ζώων και τα φύλαγαν τούρκοι τσοπάνηδες. Από εκεί τα κουβαλούσαν λίγα-λίγα με καΐκια στη Λαγκάδα και τη Συκιάδα, γιατί ψυγεία τότε δεν υπήρχαν και κάθε ζώο έπρεπε να καταναλωθεί αυθημερόν. Εκεί έμαθαν και τα τούρκικα, που τα θυμόταν σε στιγμές εξοργισμού και αδιεξόδου.

Συμπέρασμα: Οι Γερμανοί είχαν εισβάλει και είχαν επιβάλει την πληρωμή των δαπανών κατοχής στο ελληνικό κράτος, δημιουργώντας τεράστιες πληθωριστικές τάσεις, που οδήγησαν σε μία, χωρίς προηγούμενο, υποτίμηση του νομίσματος. Η χρυσή δραχμή που αντιστοιχούσε σε 375 δραχμές, ξεπέρασε στο τέλος του 1940 τα 8 εκατομμύρια. Οι ήρωές μας, ριγμένοι με τα μούτρα στο κυνήγημα του κέρδους και απομακρυσμένοι στα βουνά και στα λαγκάδια των ψηλών βουνών της Χίου, δεν είχαν πάρει είδηση ούτε τον πόλεμο, ούτε τις συνέπειές του. Η ενημέρωση ήλθε πολύ καθυστερημένα, με αποτέλεσμα να χάσουν όλα τα λεφτά τους. Όπως κι ο υπόλοιπος κόσμος, που από πλούσιοι έγιναν φτωχοί και από φτωχοί άφραγκοι. Οι μεγαλύτεροι καταθέτες των τραπεζών ζητιάνευαν ένα τσιγάρο. Μπαούλα και τσουβάλια τα προπολεμικά χιλιάρικα και μετά τα εκατομμύρια του Τσολάκογλου.

Το βάρος των χρημάτων ήταν μεγαλύτερο από το εμπόρευμα που αγόραζες. Και μετά η πείνα. Ούτε ένα κομμάτι ψωμί, ούτε λίγο λάδι. Κι όμως άντεξαν παλεύοντας όλη την κατοχή και έχοντας εναντίον του τους Γερμανούς, τους προδότες και τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Κι όταν έφυγαν οι Γερμανοί και έσπειραν οι αγρότες, γύρισαν όλο το Αιγαίο για να κουβαλήσουν τα απαραίτητα αγαθά στον τόπο τους και τις οικογένειές τους. Ο κόσμος, όμως, είχε αλλάξει. Η μικρή παραγωγή πήγαινε κατ’ ευθείαν στην οικογενειακή κατανάλωση. Ο κόσμος δούλευε για να τρώει. Δεν περίσσευε παραγωγή για πούλημα. Έτσι έφτασαν στο «μη παρέκει», απελπίστηκαν και αναγκάστηκαν στα 45 τους χρόνια να ξενιτευτούν, για να συνεχίσουν αργότερα την τέχνη που έμαθαν από τα γεννοφάσκια τους. 

Σαρανταπεντάρηδες, τζόβενα σε ποντοπόρα πλοία, κι ο Θεός βοηθός. Ταξίδεψαν ο ένας τέσσερα κι ο άλλος πέντε χρόνια συνεχόμενα. Και γύρισαν να συνεχίσουν. Ο ένας, ο μπαρμπα Μιχάλης τα κατάφερε και συνέχισε μέχρι τα γεράματά του. Ο άλλος, ο Κωσταντής, όχι. Έφυγε στα 47 του χρόνια από απερισκεψία του με τη βοήθεια των γιατρών και του νοσοκομείου Λήμνου. Τότε ήταν πολύ σύνηθες να πεθαίνει ο άνθρωπος από διάτρηση στομάχου ή σκωληκοειδίτιδα. 


Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Μια ματωμένη Καθαρή Δευτέρα



Η περιοχή όπου εκτυλίχθηκε το τραγικό περιστατικό

Του κ. Γιώργου Χρήστου

ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ που έρχεται η Καθαρή Δευτέρα,ο νους μου γυρνά πίσω σ’ ένα φοβερό περιστατικό που έγινε στο χωριό μου πριν 60 τόσα χρόνια. Ήταν αρχές της δεκαετίας του 50 και οι πληγές της γερμανικής κατοχής δεν είχαν κλείσει ακόμα.Αλλά πώς να κλείσουν ,αφού αμέσως μετά τον πόλεμο,ενώ τα άλλα κράτη,έπεσαν με τα μούτρα στην ανοικοδόμηση και στην πρόοδο,εμείς μπλέξαμε στη δίνη του εμφυλίου;
Η ΠΛΗΓΗ στο χωριό μου την Καλλιόπη,ήταν ένα απέραντο γερμανικό ναρκοπέδιο,στην τοποθεσία «ΑΜΔΕΣ»σήμερα ο κόσμος το λέει ΚΕΡΟΣ.Χιλιάδες μεγάλες νάρκες εναντίον τανκς,τα λέγαμε «ταβάδες»,και πολλές μικρότερες εναντίον προσωπικού.Οι τελευταίες είχαν μέσα γυαλιστερές μπίλιες, τις οποίες παίζαμε αντί για βώλους.Πού τις βρίσκαμε;Υπήρχαν «ειδικοί» που τις εξουδετέρωναν,έβγαζαν το υλικό-μπαρούτι που είχαν μέσα που το ήθελαν για τροπίλια (δυναμίτες),και τις μπίλιες τις έδιναν σε μας τα παιδιά για να παίζουμε.

ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ λοιπόν και μεις τρια μικρά παιδιά 7 και 8 χρονών ,κυνηγιόμαστε για να βάψει ο ένας τον άλλο.Μιμούμαστε τους μεγάλους που την Καθαρή Δευτέρα τα παληκάρια κυνηγούσαν τα κορίτσια για να τα βάψουν με μαύρη μπογιά.Έτσι ήταν το έθιμο.

Ο ΠΙΟ ΞΥΠΝΙΟΣ της μικρής παρέας,μας πρότεινε να πάμε για μπίλιες.Χωρίς δεύτερη κουβέντα αποφασίσαμε να πάμε χωρίς να έχουμε αντιληφθεί τον κίνδυνο μιας τέτοιας ιδέας.Ας σημειωθεί πως κανένας δεν μας είχε φοβίσει ,ούτε μας είχε συμβουλεύσει να μην μπαίνουμε μέσα στο ναρκοπέδιο. ΠΗΡΑΜΕ ΛΟΙΠΟΝ το δρόμο για το Βουνοχώρι τρία τέταρτα περίπου δρόμο απ’ το χωριό ,από όπου θα μας οδηγούσε ο ειδικός της παρέας στις μπίλιες δηλ. στις νάρκες.Σαν κοντεύαμε να φτάσουμε,είμαστε στη Λένα ,300 μέτρα από το Βουνοχώρι,κάποιος από την παρέα γύρισε πίσω το κεφάλι του και είδε να έρχεται ο ξάδερφός μου Σώζων. «Ν α του Σωζί» φώναξε και τότε σταματήσαμε για να τον περιμένουμε.Ό ταν μας έφτασε μας ρώτησε πού πηγαίναμε,και όταν του είπαμε το σκοπό της βόλτας,πιο μεγάλος αυτός ,κατάλαβε αμέσως τον κίνδυνο που διέτρεχα και αμέσως μου λέει. «Εσύ μαζί μου.»Δεν του έφερα αντίρρηση και τον ακολούθησα.Ο καημένος ο Σώζος δεν σκέφθηκε να παρακάμψει λίγο τη διαδρομή του και να ειδοποιήσει τον πατέρα του ενός από τα άλλα παιδιά στη μάντρα του οποίου πήγαιναν.Αλλά τι να περιμένεις από ένα παιδί δώδεκα χρονών που ήταν ο Σώζος.

ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑ και πήγαμε για την μάντρα τους όπου θα καθαρίζαμε το σταβλο τους και μετά θα με πήγαινε στο μπαχτσέ τους λέει να μου δώσει πράσα.Την ώρα όμως που καθαρίζαμε το σταβλο ακούσαμε τη φοβερή έκρηξη της νάρκας.Τί είχε γίνει;Τα άλλα δυο παιδιά ύστερα από το χωρισμό μας μπήκαν στο ναρκοπέδιο και βρήκαν μια νάρκα την οποία είχε επισημάνει πιο πριν ο ένας απ’ τους δυο,ο οποίος ήταν και ο πιο «ειδικός» σαν να πούμε,την τράβηξε προς το μέρος τους και άρχισε να τη κτυπάει με μια πέτρα για να την ανοίξει.Προφανώς εμιμείτο μεγαλύτερους τους οποίους έβλεπε να τη κτυπούν για να την ανοίξουν,με σφυρί ή με σκεπάρνι.Το παιδάκι δεν ήξερε όμως ότι έπρεπε πρώτα να αφαιρεθεί ο πυροκροτητής,όπως έκαναν αυτοί που ήξεραν και καθώς τη κτυπούσε πυροδοτήθηκε ο μηχανισμός με συνέπεια να γίνει έκρηξη και να διαμελισθούν και τα δυο παιδιά.Η αδελφή μου ήταν στα ΒΝΑΡΙΑ και καθώς άκουσε την έκρηξη έστρεψε το βλέμμα της προς τις ΑΜΔΕΣ, όπου έγινε η έκρηξη και εξακολουθεί και τώρα να λέει πως είδε δυο αντικείμενα στον αέρα,σαν δυο πουλάκια και καπνό.

ΣΑΝ ΑΣΤΡΑΠΗ διαδόθηκε στο χωριό πως την έκρηξη της νάρκας ήταν παιδιά.Όλοι μας εκείνη τη μέρα είμαστε σκορπισμένοι.Έτσι η αγωνία των μανάδων μας ήταν πολύ μεγάλη.Η δικιά μου η μάνα έτρεχε με την ψυχή στο στόμα προς τη θάλασσα,γιατί οι πληροφορίες έλεγαν πως ήμουν κι εγώ μαζί.Ο ξάδερφός μου ο ΦΩΤΗΣ μου έχει πει πως τη θυμάται αλλόφρον να τρέχει προς τη θάλασσα.Απ’ ότι έλεγε ύστερα τα πόδια της ήταν βαριά σαν μολύβια.Το ΣΤΑΥΡΟΥΛΙ τη συνάντησε στα μισά της διαδρομής και της είπε «ΜΑΡΙΝΑΚ’ δεν ήνταν ου Γιώργους μαζί» και ηρέμησε ,αλλά η στενοχώρια της πάλι επανήλθε γιατί ο ένας από τα παιδιά τα άλλα ήταν γυιος της ανηψιάς της της Μαρίκας.

ΘΡΗΝΟΣ ΚΑΙ οδυρμός στο χωριό για τα δυο μικρά αγγελούδια που χάθηκαν τόσο άδικα και απρόσμενα.Η δικιά μου λύπη για τα δυο παιδιά,τους παιδικούς μου φίλους,ήταν και είναι μέχρι σήμερα μεγάλη .Η πληγή όμως που έγινε στην τρυφερή μου ηλικία και ποτέ της δεν θεραπεύτηκε,ήταν ο χαμός του Κώστα γυιου της ξαδέρφης μου της Μαρίκας που τον είχε μονάκριβο και μοσχαναθρεμένο.Ήταν η στενή μου παρέα, πιο μεγάλος ένα χρόνο,έξυπνος ,καλός και τον ακολουθούσα πάντα. ΣΕ ΕΝΑ ΜΕ δυο χρόνια από το χαμό των παιδιών ,ήρθαν ειδικά συνεργεία ναρκαλιευτών του στρατού και καθάρισαν το ναρκοπέδιο.Για τα δυο παιδιά και για τις μανάδες όμως ήταν πια αργά.

Η ΞΑΔΕΡΦΗ μου η Μαρίκα δεν μπορούσε να μείνει άλλο στο σπίτι της ,το πούλησε και αγόρασε άλλο στο Κοντοπούλι.Εξακολουθούσε να έχει σχέση μαζί μας να έρχεται να μας βοηθά όταν σκαλίζαμε τα χωράφια της,τα είχε ο πατέρας μου,και πάντα μας καλομιλούσε και μας έφερνε καραμέλες και γλυκά,χωρίς να μιλάμε ποτέ για το μονάκριβό της τον Κώστα.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΑΣΑΝ και πρόπερσι πήγα να τη δω,γιατί την αγαπούσα .Για πρώτη φορά στη ζωή μου άρχισα την κουβέντα για τον Κώστα και θέλησα να μου πει τι είχε προηγηθεί εκείνη τη μέρα μέχρι να με συναντήσει ο Κώστας.Πήγαν στο Κοντοπούλι στον πατέρα της και ο Κώστας παρά την πίεσή της ,επέμενε να έρθει να με βρει, μου είπε.ΕΚΛΑΙΓΑ όσο μου μιλούσε που ΕΓΩ που έχω αντιμετωπίσει πολύ σκληρές καταστάσεις στη ζωή μου χωρίς να χύσω ένα δάκρυ.Βλέπετε εκείνη την ώρα ένοιωθα πως ήμουν ένα τρομαγμένο παιδάκι που πριν από λίγο είχαν σκοτωθεί οι φίλοι του.Εκείνη τη στιγμή της είπα πως ο Θεός έπρεπε να πάρει μένα που η μάνα μου είχε κι άλλα παιδιά και με μάλωσε για την κουβέντα που είπα.

ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ όμως ήταν ,όπου και πάλι δε συγκράτησα τα δάκρυά μου,όταν μου είπε τα παρακάτω. -Πριν λίγο καιρό ήρθαν δυο κουρτσούδια με έφεραν λουλούδια, για τη γιορτή της μάνας.Εγώ τα ευχαρίστησα πήρα τα λουλούδια λέγοντάς τους όμως, «ΙΓΩ ΗΜΟΥΝ ΜΑΝΟΥΛΑ , ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΕΙΜΙ».

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Η ΝΥΦΗ



(Ένα κείμενο του Κοντοπουλιανού κ. ΚΟΜΝΑ ΝΙΚΟΛΑΚΑΡΟΥ)
 

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ που θα αναφέρω συνέβη πραγματικά πριν πολλά χρόνια στην ΚΑΛΛΙΟΠΗ και μου το διηγήθηκε ένας φίλος του μπαμπά μου, 80 χρονών περίπου. Τότε το διασταύρωσα από δυο ακόμα γέρους Καλλιοπίτες και έναν Κοντοπουλιανό.Οι απόγονοι δε του ήρωα, και είναι αρκετοί, βρίσκονται στην Καλλιόπη, αλλά δεν θα αναφέρω ονόματα.
ΑΣΦΑΛΩΣ ΟΛΟΙ έχουμε διαβάσει τα δεινά της φυλής μας από τους Τούρκους κατακτητές.Τίποτα δεν ορίζαμε και επιπλέον, κάθε τρία χρόνια ερχόταν από την Πόλη άνθρωπος του σουλτάνου και αν είχες τρία αγόρια σου έπαιρνε για τούρκεμα το ένα. Πολλές φορές όμως , αν του άρεσε κανένα παιδί, πάλι τό παιρνε κι ας ήταν και μοναχογιός. Άλογο καλό δεν μπορούσες να έχεις εκτός κι αν ήταν κοντό και καχεκτικό.Τα καλύτερα κτήματα ήταν των Τούρκων. Μονάχα τον αέρα είχαμε ελεύθερο. Όσον αφορά τα κορίτσια, εκεί ήταν το μεγάλο κακό. Τα έπαιρναν και τα έχωναν στα χαρέμια τους.
Την πρώτη γυναίκα του προπάππου μου Παναγιώτη, την πήραν 10 ημερών νύφη και την πήγαν στην Πόλη. Όταν γινόταν γάμος,ειδοποιούσε υποχρεωτικά το Διοικητή ο Μουχτάρης και την πρώτη νύχτα κοιμόταν με τη νύφη. Αν δε είχε κότσια και του άρεσε η νύφη, την είχε όσες μέρες ήθελε και ύστερα την έπαιρνε ο ραγιάς γαμπρός.Αυτό ας μη μας σοκάρει. Αρκεί να θυμηθούμε πώς γινόταν και στη Θεσσαλία από τους γαιοκτήμονες αφεντικά, που έπαιρναν τα κορίτσια των κολλήγων στο Κονάκι για όλες τις «δουλειές» και μετά τις στεφάνωναν με δούλους εργάτες.
ΓΙΝΟΤΑΝ ΛΟΙΠΟΝ ένας γάμος στην Καλλιόπη και ο ήρωάς μας, ένας λεβέντης Καλλιοπίτης, ήρθε από τη Σμύρνη, όπου δούλευε σαν παραγιός σ’ ένα φούρνο Κοντοπουλιανού, για να παραβρεθεί στο γάμο της αδερφής του, της μικρής μιας στρουμπουλής και όμορφης Καλλιοπίτισσας. Έγιναν τα συνηθισμένα του γάμου και τις βραδινές ώρες ο αδελφός πήγε στο σπίτι για να πάρει κανένα μεζέ. Τους είδε όλους αναστατωμένους και τότε έμαθε τι συμβαίνει. Είχε φύγει μικρός βλέπετε και δεν γνώριζε τη «συνήθεια».
Η ΑΔΕΛΦΟΥΛΑ ΤΟΥ, αθώο κοριτσάκι έτρεμε σε μια γωνιά και ο γαμπρός με νοοτροπία ραγιά, δεχόταν με μοιρολατρεία το γεγονός. Ο νεαρός Καλλιοπίτης, περίπου 23 χρονών,συνειδητοποίησε τον εξευτελισμό και στη στιγμή του «άναψαν τα λαμπάκια» που λένε. Το μυαλό του δούλεψε με ταχύτητα αστραπής και στη στιγμή πήρε μια τρομερή κι επικίνδυνη απόφαση. Τράβηξε στο άλλο δωμάτιο που ήταν η αδελφή του, της έβγαλε το νυφικό της, το φόρεσε όπως όπως, έβαλε και μια μαμούκα για να μη φαίνεται το πρόσωπό του και μαζί μ’ ένα δικό του τράβηξε στο σπίτι που πήγε να μείνει ο επιβήτορας. Εκεί παραδόθηκε η…….νύφη και ο συνοδός έφυγε με σπασμένη τη χολή.
Ο ΤΟΥΡΚΑΡΟΣ κάτι μουρμούρισε ότι άργησαν, πήρε τα φαγητά του γάμου που του έφεραν και ρίχτηκε με τα μούτρα πάνω τους, κατεβάζοντας βιαστικές μπουκιές. Ήθελε να σαβουρώσει μια και σε λίγο θα άρχιζε τη δουλειά. Αδιαφορώντας φαινομενικά για τη νύφη που καθόταν στην άκρη του κρεβατιού με τη «μαμούκα» της, απόφαγε, σηκώθηκε, αποταυρίστηκε, βγάζοντας ένα μικρό ουρλιαχτό και με βιαστικές κινήσεις, ζύγωσε τη νύφη , «νύφαρο», και με μια ξαφνική κίνηση της έβγαλε το πέπλο και προσπαθώντας να γλυκάνει τη φωνή του, της ψιθύρισε «γκελ μπουρντά», έκανε δε την κίνηση να την ξαπλώσει στο κρεβάτι. Τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Δυο ατσάλινα χέρια τινάχτηκαν προς το λαιμό του, τον έφεραν μια σβούρα και τον έριξαν μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι. Ο Τούρκαρος ένοιωσε μια σιδερένια λεπίδα ν’ ακουμπάει την πλάτη του και μια άγρια φωνή να του λέει. «Μια λέξη και πέθανες». Ο λεγάμενος παρέλυσε γιατί είχε μάθει από μικρός (γιος πασά βλέπετε) να διατάζει και να τα θέλει όλα δικά του και τώρα να του κόψει τη ψυχή μια νύφη;
Ο ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΚΑΛΛΙΟΠΙΤΗΣ, όταν αποφάσισε την ενέργεια αυτή δεν είχε συγκεκριμένο σκοπό. Όταν όμως είδε τον Τούρκο γυμνό και μπρούμυτο πάνω στο κρεβάτι, είδε νοερά την αδελφούλα του να σπαρταρά στην κτηνωδία του, τότε …ξανάναψαν τα λαμπάκια και με το λιγοστό φως του λυχναριού έγινε ό,τι έγινε. Ο παραλυμένος Τούρκος από θύτης έγινε θύμα και δεν μπορούσε να προβάλει καμιάν αντίσταση.Ο Έλληνας άριστος κυνηγός οπλισμένος μ’ ένα υπέροχο και γερό ντουφέκι 23 καρατίων,δώρο της μητέρας φύσης και με τη νεανική του φυσιγγιοθήκη γεμάτη χαρτούτσες, άρχισε να ρίχνει απανωτές μπαταριές πάνω στον Τούρκο κάνοντας μέχρι τα ξημερώματα να πει πολλές φορές το «Μπιρ Αλλάχ». Στα πολύ σύντομα διαλείμματα ο Τούρκιος κλαίγοντας ψιθύριζε «έτμα μπούλμα» και διηγήθηκε ότι τον βρήκε η κατάρα μιας φελλάχας στην Αίγυπτο,όταν νεαρός αξιωματικός των σπαχήδων τη βίασε μπροστά στα μάτια της δωδεκάχρονης κόρης της.

Η ΑΥΓΗ ΠΛΗΣΙΑΖΕ σιγά-σιγα και τα κοκόρια άρχισαν να παραβγαίνουν.Ο συνοδός τσαούσης λαγοκοιμόταν και θαύμαζε την ικανότητα του αφέντη του που δούλευε ακατάπαυστα όλη τη νύχτα.Ο Βαγγέλης , αυτό ήταν το όνομά του, σκέφτηκε για μια στιγμή να σκοτώσει και τους δυο Τούρκους και να φύγει. Ο Τούρκος όμως με μαλαγανιές τον κατάφερε να τους αφήσει, αφού πρώτα ορκίστηκε δέκα φορές ότι δεν θα έλεγε, και τι να έλεγε άλλωστε, τίποτα.Τα χαράματα έφυγε μόνη της η νύφη κουκουλωμένη και τράβηξε για το σπίτι όπου τον περίμενε όλη η οικογένεια τρέμοντας από φόβο.
Από την άλλη ο τσαούσης με έκπληξη άκουσε το αφεντικό του να του λέει να σελώσει τα άλογα και να φύγουν αμέσως .Αν όμως έφεγγε καλύτερα και ο τσαούσης είχε λίγη παρατηρητικότητα,θα έβλεπε το αφεντικό του να ανεβαίνει με μεγάλη προσπάθεια στο άλογό του,αφού ήταν καταπληγωμένος από το άγριο πρεσάρισμα του Καλλιοπίτη.
ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ και ένα άλλο στο Κοντοπούλι, που όλο το χωριό έθαψε ένα άλλο Τούρκο που ήταν από τον Αϊ Υπάτη, ρίχνοντας πέτρες που κυριολεκτικά τον σκέπασαν, είχε σαν αποτέλεσμα να σταματήσουν οι Τούρκοι να έρχονται στους γάμους των Ρωμιών για τη γνωστή μας πλέον «απαίτηση».


Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Κυκλώνας στην πλώρη μας- Του Γ. Φίκαρη


Πώς είναι να είσαι στα αλήθεια στο μάτι του κυκλώνα;
Μια καινούρια ιστορία μιας άλλης εποχής, γεμάτη εξωτισμό, ζωηρές περιγραφές, αγωνία και  στιγμές δαρμένες από τη θάλασσα, τους μουσώνες, τους κυκλώνες, το πούσι και όλα αυτά που αποτελούν το σκηνικό μέσα στο οποίο κυλάει η ταραχώδης ζωή του ναυτικού σε μέρη μακρινά.



Ακολουθεί η αφήγηση:

 
MV Αναστασία, πρώην FREDRIK RAGNE
Χειμώνας 1968. Φορτώσαμε ξυλεία απ’ το Λονδίνο για το WALVIS BAY της Νότιας Αφρικής.
Πέρασμα από τα μόνιμα ομιχλώδη στενά της Μάγχης, το Ουσάν και μετά στην ανοικτή θάλασσα. Στον πάντα φουρτουνιασμένο ΜΠΕΙ, το Βισκαϊκό Κόλπο της ακτογραμμής Γαλλίας, Ισπανίας.
Το όνομά του έχει γίνει θρύλος για κάθε ναυτικό. Όλοι έχουν και από μια κακή εμπειρία στα περάσματά του. Τον περάσαμε σχεδόν ήρεμο, περάσαμε και το Φινιστέρο, τις  πορτογαλλικές ακτές, έξω απ’ το Γιβραλτάρ και το Μαρόκο και πιάσαμε τα Κανάρια Νησιά, το Las Palmas, όπου σταματήσαμε να πάρουμε bunkers (καύσιμα, νερό και τρόφιμα). Λιγόωρη διαμονή, αρκετή για μια μικρή ξενάγηση και ένα ποτό.
Αναχωρώντας, πήραμε την κόστα όλης της Δυτικής Αφρικής με το θερμόμετρο να ανεβαίνει κατακόρυφα, με αποκορύφωμα τον Ισημερινό, όπου η θερμοκρασία φτάνει πολλές φορές και τους 50 βαθμούς. Η περιοχή απ’ τα Κανάρια και όλη την Κεντρική Δυτική Αφρική γεμάτη ψαράδικα, ανάμεσά τους και πολλά ελληνικά που εφοδιάζουν την αγορά μας με τα ψάρια, τις γαρίδες και τις καραβίδες του Ατλαντικού.
Μετά τον ισημερινό, η αντίστροφη πορεία του θερμομέτρου. Με το μεγάλωμα του πλάτους του ωκεανού, πτώση και του θερμομέτρου μέχρι να έλθει στα ίσα του, πιάνοντας τη Νότια Αφρική και το Walvis Bay.
Τελειώνοντας την εκφόρτωση στο  Walvis Bay, πήραμε εντολή να πάμε νότια. Εν πλω, ειδοποιηθήκαμε ότι το καράβι χρονοναυλώθηκε στη γραμμή: Κόστα της Νότιας Αφρικής, Μαδαγασκάρη και τα νησάκια βορειοανατολικά στον Ινδικό. Τον Μαυρίκιο και το Ρενιόν ή Ρεγουνιόν (Saint Denis).
Πορεία νότια και μετά ανατολική-νοτιοανατολική. Πρώτος στόχος να πιάσουμε τη Νότιο Αφρική και το Capetown, με το θερμόμετρο να συνεχίζει να ακολουθεί την πορεία του πλοίου, να ανεβαίνει και να κατεβαίνει.
Περάσαμε το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος και το νοτιότερο σημείο της Αφρικής, το Cape Agulhas, εκεί που συναντά κανείς το Agulhas current, το πιο γνωστό ωκεάνιο ρεύμα, μετά το Gulf Stream και το Kuro Shio. Το πιο δυνατό αυτό ρεύμα, νοτιοδυτικής κατεύθυνσης ξεκινά πάνω από το στενό Μοζαμβίκης-Μαδαγασκάρης και ακολουθώντας τα παράλια της Νοτίου Αφρικής ξεθυμαίνει στο Νότιο Ατλαντικό.
Το κακό είναι ότι όταν συναντηθεί με  πολύ δυνατό νοτιοδυτικό άνεμο (δηλαδή κόντρα άνεμο, βορειοανατολικής κατεύθυνσης) δημιουργούνται υπερβολικά μεγάλα κύματα που έχουν το όνομα abnormal waves! Πραγματικά «ΥΔΑΤΙΝΑ ΤΕΙΧΗ». 



Για λίγες μέρες πορεία ανατολική. Θα αφήναμε πίσω μας τη Νότιο Αφρική. Μετά πάλι στροφή και πορεία βορειοανατολική, στο νησί «γίγας» Μαδαγασκάρη.
Όλη αυτή η ανωμαλία των συνθηκών της θάλασσας της περιοχής πιθανόν να δημιουργεί και τους περίφημους μουσώνες, κυκλώνες μικρότερης κλίμακας, που χωρίζονται σε χειμερινούς και θερινούς, ανάλογα με το χρόνο που δημιουργούνται. Οι χειμερινοί μικρότερης έντασης και επηρεάζουν τις ακτές και τις θάλασσες της Κίνας και της Ινδίας και οι θερινοί δημιουργούνται νοτιότερα και έχουν διεύθυνση βορειοδυτική, με πορείες που θα μπορούσαν να συγκλίνουν με την πορεία του βαποριού πριν ή μετά τη Μαδαγασκάρη, προς τα δύο μικρότερα νησιά του προορισμού μας.
Το Capetown στο πασίγνωστο «ακρωτήριο της καλής ελπίδας» είναι μια πολύ όμοφρη πόλη με κλίμα περίπου ίδιο με την περιοχή μας και με πολλούς έλληνες μετανάστες. Η άφιξη στο λιμάνι αυτό δίνει και την αλλαγή του τοπίου και του πολιτισμού, από τη φτώχια και τη δυστυχία της Δυτικής Αφρικής, ο πολιτισμός της Δύσης.
Αυτό, βέβαια σε ό,τι αφορά τους λευκούς κατοίκους, που κατείχαν την εξουσία και διοικούσαν. Οι μαύροι ζούσαν σε ξεχωριστές συνοικίες με επίπεδο ζωής ίδιο με τους μαύρους της Δυτικής Αφρικής. Το Άπαρτχαϊντ στο ζενίθ. Παντελής απαγόρευση κάθε είδους επαφής στα σημεία των λευκών (μαγαζιά, καφετέριες, τουαλέτες κλπ). Εξαίρεση η εργασία για λογαριασμό των λευκών. Υπηρέτες στα σπίτια τους και εργάτες στα μαγαζιά και εργοστάσιά τους.
Αργότερα, στο DURBAN συνέβη ένα περιστατικό που αναδείκνυε και την αξία της ζωής ενός μαύρου στη Νότια Αφρική και μου έδειξε από τα πολύ νεανικά εκείνα χρόνια ότι η αξία της ζωής του ανθρώπου δεν μετριέται παντού τα ίδια.
 Στην εκφόρτωση, σπάζοντας μια σαμπανιά τσουβάλια πάνω απ’ το αμπάρι, καταπλάκωσε έναν άτυχο μαύρο εργάτη. Οι άνθρωποι του καραβιού κι ο καπετάνιος έτρεξαν να βοηθήσουν, αλλά μάταια. Ο άνθρωπος είχε σκοτωθεί. Ο καπετάνιος θορυβημένος απ’ το γεγονός, αναζήτησε τις αρχές και προσπάθησε να δώσει εξηγήσεις. Οι αρχές ψυχρές και ψύχραιμες του είπαν να ηρεμήσει. Το γεγονός αποσοβήθηκε, η υπόθεση έκλεισε. Έτσι, χωρίς ανακρίσεις, έρευνες και απόδοση ευθυνών και δικαιοσύνης.
Φορτοεκφορτώνοντας περάσαμε απ’ το Port Elizabeth και το East London και φτάσαμε στο DURBAN. Επίσης μεγαλούπολη και μεγάλο λιμάνι της Νότιας Αφρικής, με πολύ ελληνισμό. Μετά κροσάραμε το στενό της Μοζαμβίκης (Mozambique channel), που το ονομάζουν «σπίτι των κυκλώνων» και των δυνατών ρευμάτων και σε 4-5 μέρες φθάσαμε στο Tamatave.
Στη Μαδαγασκάρη,  το τέταρτο σε μέγεθος νησί στον κόσμο, με τα διαφορετικά κλίματα ανά περιοχή και κατοίκους που φαίνονται να προέρχονται από πολλλά μέρη του πλανήτη. Εκεί άλλαζε πάλι το τοπίο. Φτώχεια, κακομοιριά και δυστυχία. Γέμιζε το καράβι ντόπιες και ντόπιους. Ο καθένας τους με διαφορετικό τρόπο έψαχνε τον επιούσιο. Μικροπωλητές, λαθρέμποροι, καλλιτέχνες με πίνακες ζωγραφικής και μικρά αγαλματίδια και ένα σωρό άλλα είδη. Γυναίκες φορτωμένες με πανέρια με εξωτικά φρούτα και καραβίδες και γαρίδες σε μέγεθος αστακού. Τις μάζευαν έξω απ’ το λιμάνι , σε μια έκταση γεμάτη δέντρα, μέσα στο νερό.
Όταν τα νερά τραβιούνταν, οι καραβίδες και οι γαρίδες έμπλεκαν στις πολυάριθμες ρίζες τους. Τις μάζευαν και μας τις πουλούσαν. Αποτελούσαν τον καθημερινό μεζέ στα τσιμπούσια που μας διοργάνωνε ο μάγειρας, ένα γεροντάκι από την Κίμωλο.
Μέχρι τότε αγνοούσα την έννοια της λέξης «κρεολή». Ήξερα ότι αναφέρεται σε μορφή γυναίκας, χωρίς να γνωρίζω τα χαρακτηριστικά της. Είδα, λοιπόν, πολλές κοπέλες αναμεμιγμένες με μαύρες και κίτρινες, με κατάλευκο χρώμα, ξανθές και κοκκινομάλλες. Εμφάνιση δηλαδή Ευρωπαίας ή Αμερικάνας. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι πρόκειται για μιγάδες, αλλά με πολύ έντονα χρώματα του δέρματος και των μαλλιών. Φάνταζαν ανάμεσα στις υπόλοιπες και το έδειχναν και οι ίδιες, ότι θεωρούσαν δηλαδή τον εαυτό τους σαν κάτι διαφορετικό απ’ τις άλλες.
Αναχωρώντας βορειονατολικά 3-4 μέρες ταξίδι φτάσαμε στο νησί που σήμερα διαφημίζεται σαν ένας από τους καλύτερους τουριστικούς προορισμούς. Νησί παραδεισένιο σε ομορφιά, που ακόμη όμως δεν είχε αρχίσει να αναπτύσσεται τουριστικά, το Mauritius. Φτώχεια και κακομοιριά και κάπου-κάπου κάποιο ξενοδοχείο ή κατοικίες λευκών, ανάμεσα σε καλύβες και φοίνικες.
Οι κάτοικοί του, όλων των φυλών της γης. Κίτρινοι, μαύροι, λευκοί ευρωπαίοι και Ινδοί. Οι Ευρωπαίοι και οι Ινδοί αποτελούσαν την ελίτ του νησιού, ασχολούμενοι με το εμπόριο και τις εν γένει μπίζνες του νησιού.
Ήταν η εποχή των νοτίων μουσώνων. Χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή στα μετεωρολογικά δελτία για την παρακολούθηση δημιουργίας και εξέλιξης κάθε μουσώνα. Κάθε χρόνο δημιουργούνται αρκετοί. Σε κάθε έναν έβαζαν κάποιο όνομα, αρχίζοντας από το Α.
Μετεωρολογικά δελτία παίρναμε από έναν εγγλέζικο παράκτιο σταθμό, εγκατεστημένο στο νησί Mauritius. Αυτός ήταν ο καθιερωμένος και αξιόπιστος μετεωρολογικός σταθμός για όλα τα καράβια. Νότια και σε μικρή απόσταση ήταν και το νησάκι REUNION, γαλλική αποικία που διέθετε γαλλικό μετεωρολογικό σταθμό, ο οποίος μετέδιδε μετεωρολογικά δελτία στα γαλλικά. Τα δύο αυτά νησιά είχαν κάτι το διαφορετικό, όπως και κάθε πρώην γαλλική αποικία από μία εγγλέζικη. Οι Γάλλοι άφησαν πίσω τους ένα καλύτερο επίπεδο ζωής στους ντόπιους. Εκτός των άλλων, σε κάθε καλύβα ή σπιτάκι υπήρχε κεραία της τηλεόρασης και το ντύσιμο και η συμπεριφορά τους αντανακλούσε γαλλικό πολιτισμό. Σε αντίθεση με τους Εγγλέζους, που άφησαν αγράμματους ιθαγενείς και χειρότερο γενικά περιβάλλον.
Σχεδόν πάντα, ταξιδεύαμε με ένα άλλο καράβι, ναυλωμένο από την ίδια εταιρεία, και πολλές φορές μιλούσαμε με τον ασυρματιστή, που ήταν Ινδός, για θέματα των καραβιών. Για φορτία, λιμάνια και για κάθε άλλο θέμα που απασχολούσε εμάς ή το καράβι.
Εκείνη τη μέρα είχα πάρει το πρωινό μετεωρολογικό δελτίο και το είχα παραδώσει στη γέφυρα. Έδειχνε κυκλώνα (μουσώνα) αρκετά μίλια μακριά μας, που δεν συνέκλινε στην πορεία μας. Απλώς έπρεπε να τον παρακολουθούμε, γιατί πολλές φορές αλλάζουν κατεύθυνση ξανά και ξανά, μέχρι να «σκάσουν» στις απέναντι στεριές της Ινδίας, της Κεϋλάνης και της Κίνας. Το είπα και στον καπετάνιο και το συζητήσαμε στη γέφυρα.
Στη συζήτηση, όμως, με τον ινδό συνάδελφο, με ρώτησε από ποιον σταθμό παίρνω μετεωρολογικό δελτίο. Μου είπε, λοιπόν, ότι αυτός συνηθίζει να παίρνει δελτίο απ’ τον γαλλικό του REUNION ως πιο αξιόπιστο. Μου πρότεινε να τον προτιμώ και μου το μετέδωσε για να το συγκρίνω. Είδα, λοιπόν, χοντρικά, ότι τα δύο στίγματα του κυκλώνα διέφεραν. Του γαλλικού σταθμού ήταν πολύ κοντά μας. Αν συνεχίζαμε αυτή την πορεία θα πέφταμε πάνω του.
Έτρεξα λοιπόν στον καπετάνιο, που ήλθε τρέχοντας στο chartroom και διαπίστωσε πράγματι ότι πηγαίναμε κατ’ ευθείαν στο «στόμα του λύκου». Ο καιρός είχε αρχίσει να χαλά πολύ πιο πριν, είχε αρχίσει να αλλάζει η ατμόσφαιρα. Σιγά-σιγά σκοτείνιαζε, αισθανόσουν μια τρομερή υγρασία και το τέλος του ορίζοντα φάνηκε να μαυρίζει. Κάτι άλλαζε ώρα με την ώρα. Ο φόβος είχε αρχίσει να φωλιάζει μέσα μας και δημιουργούσε απερίγραπτα συναισθήματα. Ο καπετάνιος έδωσε αμέσως εντολή στον ανθυπολοχαγό. Αλλαγή πορείας 180 μοιρών. Πορεία προς τα πίσω. Ήταν φανερό ότι πλησιάζαμε τον μουσώνα Enty.
Πέρασαν λίγες ώρες με την ίδια σταθερή εικόνα. Μετά άρχισε να αλλάζει προς το καλύτερο. Άρχισε να αραιώνει η θολούρα, σταμάτησε το βουητό και αραίωσε το πούσι και η υγρασία. Έτσι αρχίσαμε κι εμείς να συνερχόμαστε.
Το επόμενο δελτίο έδειχνε τον κυκλώνα να πηγαίνει πάνω στο Mauritius, αρκετά μίλια μπροστά μας. Με μικρή ταχύτητα αρχίσαμε να τον ακολουθούμε από απόσταση, παρακολουθώντας τα δελτία και των δύο σταθμών της περιοχής και συζητώντας με παραπλέοντα πλοία.
Σ’ αυτές της περιπτώσεις των χαμηλών βαρομετρικών πιέσεων, όπως και του κυκλώνα, μια πρακτική παρακολούθησή τους είναι η παρακολούθηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Με το δάχτυλο χτυπάς την επιφάνεια του τζαμιού του οργάνου και βλέπεις τον δείκτη προς τα πού πάει να κινηθεί. Προς τα κάτω ή προς τα πάνω. Προς τα πάνω σημαίνει άνοδος της ατμοσφαιρικής πίεσης, καλυτέρευση του καιρού και προς τα κάτω επιδείνωση. Ήταν η μόνη ενέργεια που έδειχνε κάτι. Αν πλησιάζεις ή απομακρύνεσαι απ’ το ένα βαρομετρικό χαμηλό.
Όταν από όλες αυτές τις ενέργειες σιγουρευτήκαμε ότι απομακρυνθήκαμε αρκετά, ξαναγυρίσαμε προς το νησί και σιγά-σιγά φτάσαμε. Ο Enty είχε απομακρυνθεί αρκετά μίλια. Με μικρή ταχύτητα και μεγάλη προσοχή πλησιάσαμε το νησί, ειδοποιώντας τον πιλότο που θα μας έβαζε στο λιμάνι.
Ο πιλότος όμως που ήλθε να μας βάλει στο λιμάνι είπε ότι δεν μπορούμε να μπούμε σε αυτό. Γιατί ο κυκλώνας είχε αλλάξει πάλι πορεία και πιθανόν να επηρεάσει και το νησί. Μας σύστησε να πάμε απ’ την αντίθετη μεριά του νησιού και να περιμένουμε. Δεν είχαμε άλλη λύση, αυτό κάναμε. Και ευτυχώς.
 Σε μερικές ώρες ξανανιώσαμε τη θολούρα, το βούισμα και την υγρασία και ξαφνικά μας κάλυψε το πούσι. Δεν έβλεπες ούτε την πλώρη. Μια παράξενη μπουνάτσα, ησυχία και πούσι να μη βλέπεις τη μύτη σου.Και στο βάθος, ένα βουητό σαν βρυχηθμός άγριου ζώου.
Μείναμε όλη τη νύχτα εκεί ξάγρυπνοι στην ησυχία, χωρίς να ξέρει κανείς αν κάναμε το σωστό, αυτό που έπρεπε. Ακόμη και τις συνομιλίες τις περιορίσαμε. Ο καπετάνιος πηγαινοερχόταν, συνομιλούσε με όποιον έβρισκε μπροστά του και περιεργαζόταν το ραντάρ, το υγρόμετρο, το μετεωρολογικό δελτίο και το χάρτη.
Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα. Άρχισε ο ήλιος να ανατέλλει όπως τις άλλες μέρες, ο ορίζοντας καθάρισε, άρχιζε να δημιουργείται ένα μικρό κυματάκι και μπήκαμε στις κανονικές καιρικές συνθήκες του Ινδικού. Είχαν αλλάξει όλα. Ήλιος και ζ΄στη και γύρω μας χαρούμενη η φύση. Οι καρδιές όλων στη θέση τους. Το φόβο και το άγχος όλων μας αντικατέστησε η χαρά και η αισιοδοξία.
Μπαίνοντας στο λιμάνι είδαμε την κατάστασή του. Δεμένα με χοντρές καδένες καράβια, είχαν κολλήσει το ένα πάνω στο άλλο, ενώ άλλα μικρότερα ήταν βουλιαγμένα και αναποδογυρισμένα. Καταστροφή.
Και το κυριότερο. Το αδελφό καράβι που μας ειδοποίησε, τσακισμένο δίπλα στον ντόκο, με μισή γέφυρα και μια βάρκα χαμένη. Ο Έντυ το είχε ανακαλύψει και το «περιποιήθηκε» αναλόγως.
Έμεινε ανεξήγητη η απορία όλων μας γιατί εμάς δεν μας βρήκε. Μόνη εξήγηση η άποψη του καπετάνιου, που σαν πιο έμπειρη τη δεχτήκαμε. Βρεθήκαμε στο μάτι του κυκλώνα. Μόνο εκεί υπάρχει η άπνοια και όλα τα άλλα φαινόμενα που ζήσαμε.
Στο λιμάνι μάθαμε ότι και αν είχαμε προλάβει να μπούμε και να δέσουμε, πάλι έξω θα μας έβγαζαν. Γιατί εκεί θεωρείται πιο ασφαλής θέση και πιθανό ναυάγιο θα έκλεινε το λιμάνι.
Είναι απίστευτα ανυπολόγιστη η δύναμη της θάλασσας. Αν την υποστείς, την νιώθεις, την καταλαβαίνεις. Αν δεις τις συνέπειες μένει ανεξήγητη. Δεν μπορείς να παραδεχτείς το μέγεθος των καταστροφών που μπορεί να προκαλέσει. Να πάρει μαζί της ένα μέρος της γέφυρας, τις βάρκες με τα καπώνια τους, που είναι φτιαγμένα με ατσάλι τουλάχιστον τριάντα πόντων. Τα έκοψε σαν ένα αγγούρι που κόβει κανείς με το μαχαίρι.
Γι’ αυτό λένε ότι τη θάλασσα πρέπει να τη σέβεσαι και να τη φοβάσαι. Οι δυο αυτοί λόγοι είναι και οι  αιτίες των περισσότερων ναυαγίων. Γι’ αυτό και όλα τα πορίσματα που θέλουν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα την κατονομάζουν ως αίτιο. Αυτή και το ανθρώπινο λάθος. Είναι ο σπουδαιότερος λόγος που μπορεί να εξηγήσει κάθε καταστροφή. Και το εκμεταλλεύονται.
Ο ναυτικός στο λιμάνι όλα τα ξεχνά. Η ησυχία και η σιγουριά του λιμανιού ξυπνά όλα τα καλά ένστικτα και συναισθήματα. Οι νέοι ψάχνουν τη διασκέδαση και οι πιο μεγάλοι αρκούνται σε κάποιο τσιμπούσι και μια μικρή διασκέδαση το βράδυ. Στο τέλος ξαναρχίζει και η θύμιση της οικογένειας, της ξενιτιάς και του νόστου. Και μετά, δίπλα στην κουκέτα τους και τις φωτογραφίες, καμιά φορά ανοίγουν διάλογο μαζί της. Μόνη ευχάριστη αναμονή η αλληλογραφία και η επικοινωνία με κάποιο τηλεφώνημα απ’ το καράβι ή τη στεριά. Τα κινητά και τα δορυφορικά δεν υπήρχαν τότε.
Για λίγες μέρες φύγαμε για το REUNION και τελειώνοντας άρχισε η επιστροφή. Εξωτικό φτωχό νησί που η μοναδικότητα του γαλλικού γούστου το είχε μετατρέψει σε υπέροχο τόπο διασκέδασης. Εστιατόρια και μπιστρό που θυμίζουν Γαλλία, με πελάτες αριστοκράτες Γάλλους και αποίκους.
Και μετά η επιστροφή. MAURITIUS, TAMATAVE, DURBAN, EAST LONDON, PORT ELIZABETH και  CAPE TOWN.
Η εικόνα του περασμένου στα καράβια χάνεται. Μοιάζει με μακρινή ανάμνηση μπροστά στην αναμονή του καινούριου. Η ρουτίνα και η διαφορετικότητα των συνθηκών είναι δυο πράγματα που ενώνονται στο μυαλό του ναυτικού και τον κάνουν άβλητο, στυγνό επαγγελματία. Κάπου, κάποτε μένουν μακρινές αναμνήσεις που μια μέρα θα τις θυμάται και θα τις εξιστορεί.