Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Τα γεννητούρια της Δέσποινας

                                                           (φωτογραφία αρχείου)


Του κ. Γιώργου Χρήστου
 

ΣΥΝΤΑΞΙΔΕΥΑΜΕ με το Βασίλη τον Κλαπανίκο, με καταγωγή από το Κοντοπούλι, για την αγαπημένη μας ΛΗΜΝΟ και τον άκουγα με μεγάλο ενδιαφέρον να μου λέει παλιές ιστορίες από την Καλλιόπη και το Κοντοπούλι. Πρόσωπα, Κατοχή, σκληρή δουλειά, γεννήσεις, υλικό πολύτιμο για μένα. 
ΗΤΑΝ, μου διηγήθηκε, Ο ΜΗΝΑΣ του θερισμού, πάνω στη μεγάλη φούρια της γεωργικής εργασίας, πρίν από 65 τόσα χρόνια. Η Δέσποινα γυναίκα του Σάββα ήταν έγκυος κι ετοιμόγεννη. Κατέβηκε καθώς μου είπε η αδερφή μου στο γιατρό στο Κάστρο και ο γιατρός τη συμβούλεψε να κάτσει δυο τρεις μέρες στο Κάστρο γιατί δεν ήταν η ώρα της ακόμη για να γεννήσει. -Θα πάγου γιατρέ να ζμώσου κι θα ξαναέρτου. 
Ο Βασίλης μπαίνει στην ιστορία γιατί πήγε να φέρει στη μάντρα τη μαμμή από το χωριό, για να ξεγεννήσει τη Δέσποινα, γιατί την έπιασαν οι πόνοι. Όταν λοιπόν έφερε τη μαμή, βλέπει την Δέσποινα με μια τεράστια κοιλιά να σηκώνει την πινακωτή(ΠΝΑΚΟΥΤΗ) με καμιά δεκαριά ψωμιά και να τα πηγαίνει στο φούρνο. Αφου τέλειωσε η αποστολή του έφυγε για δικιά του δουλειά και γύρισε ύστερα από πέντε ώρες περίπου. Ο ΣΑΒΒΑΣ ,ο άντρας της ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ, είχε πάρει να θερίσει 20 στρέμματα κριθαριού ,στην περιοχή του Αγίου Νικολάου Κοντοπουλίου όπου και έμενε προσωρινά με την οικογένειά του, τα οποία θέριζε μόνος του για να γλυτώσει τα εργατικά. 
Ύστερα από πέντε ώρες γυρνώντας ο Βασίλης παρατηρεί από μακριά να είναι στο θερισμό μαζί με το Σάββα και μια γυναίκα. Σκέφτηκε πως θα ήταν η κόρη του η μεγάλη αλλά και πάλι αυτή ήταν μικρό κορίτσι και δεν θα μπορούσε να θερίσει. Από περιέργεια πηγαίνει κοντά για να δει ποια ήταν η γυναίκα που συντρόφευει το Σάββα στο θέρος. ΑΝΟΙΞΕ ΔΙΑΠΛΑΤΑ τα μάτια του από έκπληξη σαν είδε τη… Δέσποινα να θερίζει πέντε ώρες μετά τη γέννα της, γέννας ΤΡΙΩΝ παρακαλώ παιδιών.
Δυστυχώς το ένα, αγοράκι, πέθανε και έμεινα τα δυο κοριτσάκια. ΓΙΑΤΙ η δικιά μου έκπληξη θαρρείτε πως ήταν μικρότερη, τη στιγμή που δεν ήξερα πως γέννησε τρία παιδιά αφού εγώ γνώριζα μόνο τη Φωτεινή και τη Δήμητρα σαν δίδυμες. ΑΥΤΕΣ ΗΤΑΝ οι παλιές Λημνιές γυναίκες, οι οποίες είχαν ισότιμο με τον άνδρα λόγο μέσα στο σπίτι, αλλά στις γεωργικές εργασίες δεν έκαναν πίσω, έστω κι αν περνούσαν τη επώδυνη διαδικασία της γέννας.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

«Δεν έχω παράπονο απ’ τον κόσμο. Έχω όμως παράπονα απ’ τη ζωή που δεν έζησα»

«Ο ΔΗΜΗΤΡΟΣ» 

Του Γ. Φίκαρη
Τον γνώρισα μικρό παιδί τη δεκαετία του 50 τσοπάνη και παραγυιό. Με γένια και μαλλιά ακούρευτα και αχτένιστα,γεμάτα άχυρα. Απλησίαστο, απόμακρο και καχύποπτο. Σχεδόν άγριο. Τα βράδυα δεν έμπαινε στο καφενείο του χωριού. Έβαζε τα δύο του χέρια στο τζάμι και προσπαθούσε να δει τι γινόταν στο εσωτερικό του καφενείου. Μετά,δειλά- δειλά ημέρεψε κι έμπαινε διστακτικά μέσα. Σε λίγο καιρό άρχισε να μιλά με τους χωριανούς. Άργότερα, έγινε ο μόνιμος και ο τελευταίος πελάτης του καφενείου, γιατί μετα τόν περίμενε το αφιλόξενο περιβάλλον της μάντρας. Κρεβάτι του το παχνί των ζώων, μια μεγάλη αστιβιά και ένα παλιοκούρελο για κατοσέντονο. Τούς χειμώνες, με τις τότε μακροχρόνιες παγωνιές, έμπαινε στην αχυρώνα και σκεπάζονταν με άχυρο μέχρι το λαιμό για να μήν κρυώνει.Εκεί πέρασε πολλά απ τα παιδικά, τα εφηβικά και τα υπόλοιπα μέχρι τα τριάντα του.
Στη Λήμνο, τη μεταπολεμική περίοδο η ανέχεια των οικογενειών που δεν είχαν η είχαν μικρό κλήρο, τις ανάγκαζε να στέλλουν τα παιδιά τους σε άλλλες με πρόβατα και χωράφια. Αυτούς που έλεγαν κεχαγιάδες. Αυτό ήταν το «στηχισμα». Ένα είδος προφορικής συμφωνίας, που γινόταν στο πανιγύρι της Παναγίας του 15Αύγουστου. Δέν υπήρχε χρηματικό ποσό στη συμφωνία. Μιά φορεσιά, ένα ζευγάρι λαστιχένια παπούτσια,τρία «πινάκια» στάρι η κριθάρι, άντε και κανένα αρνί.Δουλειά; όσο άντεχες.Τσοπάνος για τα πρόβατα, βολευτής των άλλων ζώων, και όλες τις άλλες κτηνοτροφικές και αγροτικές δουλειές του δυνάστη κεχαγιά.
Στό καφενείο τον αντάμωνα σχεδόν καθε μέρα.Καμιά φορά πίναμε και από ένα ρακί και λέγαμε ιστορίες του κυνηγιού, που ήταν χόμπυ και των δύο. Εκείνη τη μέρα φάνηκε ότι ήθελε να πει και να ξεσπάσει. Έτσι δεν άργησε να αρχίσει :

«Από οκτώ χρόνων «στηχιμένος», μου είπε. Τσοπανέρι σε ξένα χέρια, μακρυά απ το κόσμο. Έφτασα σχεδόν στα 30 μου για να αρχίσω να σκέπτομαι ότι πρέπει να καλλιτερέψω τη ζωή μου και να πάω κοντά στον υπόλοιπο κόσμο. Μέχρι τότε δεν είχα κοιμηθεί σε κρεβάτι. Ούτε καν σε στρώμα. Το καλοκαίρι λίγες αστιβιές σε ένα παχνί και ένα παλιοκούρελο για κατοσέντονο να μην με αγκυλώνουν. Και το χειμώνα, χωνόμουν στο άχυρο του αχυρώνα μέχρι το λαιμό για να μην κρυώνω.
Νερό δεν είχε στη μάντρα. Από ένα ξεροπήγαδο έβγαζα λίγο νερό και το έριχνα στα μούτρα μου για να ξενυστάξω. Έπλενα το σώμα μου μόνο το καλοκαίρι, που κουρεύαμε τα πρόβατα και τα πηγαίναμε στη θάλασσα και τα κάναμε μπάνιο. Το φαί σκέτο ξερό ψωμί. Σπάνια λίγο τυρί γεμάτο απίδαλους ή καμιά παστή σαρδέλα. Ούτε τσορβά , ούτε ζεστό.Μαγειρεμένο ποτέ. Καμιά φορά στα κρυφά έβγαζα λίγο γάλα από καμιά προβατίνα και βουτούσα το ξερό ψωμί. Κάποτε με προλάβε ο κεχαγιάς και κλώτσησε το τσίγκινο πιάτο με το γάλα και το ψωμί. Σημάδι ότι δεν έπρεπε να το ξανακάνω.
Στα τριάντα μου, καταφρονεμένος και ξεχασμένος ακόμα και από τους γονείς και τ’ αδέλφια μου, αποφάσισα να πλησιάσω τους ανθρώπους και να γίνω σαν κι αυτούς. Άρχισα να πηγαίνω σε κάθε είδους μεροκάματο και δυνατός και φιλότιμος όπως ήμουν, έγινα περιζήτητος και άρχισα να μαζεύω χρήματα. Πρώτο μεροκάματο 12 δρχ. Βρήκα μια κοπελούδα και παντρεύτηκα . Έκαμα κι ένα παιδί. Δεν ήταν τυχερό. Τήν έχασα πολύ γρήγορα κι έφυγα για τη χώρα όπου κατάφερα να μπώ στο σωματείο των λιμενεργατών-εκφορτωτών και το μεροκάματο έγινε τότε καλό.Τις μέρες που δεν είχε καράβι δούλευα στα φορτηγά, στα εμπορικά και όπου αλλού εύρισκα. Κοιμόμουν σ’ ένα καλύβι, μέχρι που βρήκα μια δεύτερη σύντροφό και μετακόμισα στο σπίτι. Δόξα το θεό, και λεφτά έκαμα και το παιδί βοήθησα και το τακτοποίησα και ζώ καλά γεράματα. Έχω όμως παράπονα απ’ τη ζωή για τα νειάτα που δεν έζησα, δεν χάρηκα κι εγώ σαν όλους τους άλλους.
«Ας είναι καλά ο κόσμος. Δεν έχω παράπονο από κανένα», έκλεισε την κουβέντα του εκεί. Σηκώθηκε , με χαιρέτησε και έφυγε αμίλητος.