Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

ΚΛΕΦΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ

Του κ. Γιώργου Χρήστου

Η ΔΙΨΑ ΜΟΥ για διάβασμα κάθε είδους βιβλίου ,πηγαίνει πολύ πίσω.Ίσως μόλις έμαθα τα πρώτα γράμματα.Μόλις έμαθα να διαβάζω λοιπόν δεν μου ξέφευγε κανένα χαρτί που είχε επάνω του έστω και ένα γράμμα.Έπρεπε να το διαβάσω. Το τι ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ είχα διαβάσει δε λέγεται.Πού τους εύρισκα;.Μα στου Μανωλέρη το μαγαζί ,όπου υπήρχαν μπόλικοι για να τυλίγουν σαρδέλλες παστές και άλλα……διάφορα.
Ο Κουντουράς ήταν ο Αιγυπτιάνος ιδιοκτήτης του «ζευγαριού» που καλλιεργούσαμε,στα «Βνάρια»,στο Κοντοπούλι. Είχε το μεγαλύτερο πέτρινο σπίτι του χωριού, αρχοντικό σαν να λέμε, το οποίο φάνταζε στα παιδικά μου μάτια τεράστιο. Είχε ένα μεγάλο πέριορα που δεν φαινόταν τίποτε για να δεις ,καθώς και πολλά βοηθητικά σπιτάκια καθώς και ένα πηγάδι με νερό. Πήγαινα τακτικά σ’ αυτό το σπίτι άλλοτε για να τους πάω κάτι και άλλοτε για να τους κάνω καμιά δουλειά.
Κάποιο καλοκαίρι που είχαν έλθει στο χωριό, βρέθηκα στο σπίτι των Κουντουράδων δεν θυμάμαι για ποιο λόγο. Καθώς περιεργαζόμουν τις πολυθρόνες και τα τραπέζια,μιας κι εμεις δεν διαθέταμε παρά τουράκια και σοφράδες,το μάτι μου έπεσε πάνω σε ένα βιβλίο που ήταν παρατημένο πάνω σ’ ένα τραπέζι.Το… φερμάριζα όπως το άριστο κυνηγόσκυλο το θήραμα.Μικρό, βολικό, ντυμένο όμορφα μου γιάλισε αμέσως το μάτι. Ήμουν ίσως Δευτέρα Δημοτικού και έκανα κρα για να βρω να διαβάσω βιβλίο και θ’ άφηνα αυτό το κελεπούρι που έπεσε στην πλώρη μου;
Έκοβα βόλτες τριγύρω από το τραπέζι ,τάχα μου αδιάφορος,όταν σε μια στιγμή που δεν με πρόσεχε κανένας ,το αρπάζω το χώνω μέσα στον τσίτσο μου και ΣΜΟΥΓΛΟΥ-ΣΜΟΥΓΛΟΥ βγαίνω από την αυλή. Μόλις βγήκα ΔΙΝΩ ΜΙΑ ΡΕΝΤΑ και πηγαίνω κάπου μόνος μου,μακριά από αδιάκριτα μάτια,και με λαχτάρα το ανοίγω για ν’ αρχίσω το διάβασμα. Μόλις όμως το άνοιξα έπεσε ο ουρανός και με πλάκωσε. Μαχαιριά να μού έδινες στάλα αίματος δεν θα έβγαζα.Το βιβλίο ήταν γραμμένο σε… ξένη γλώσσα ,ίσως Αγγλικά,και ήταν μάλλον Αγία Γραφή γιατί είχε κι ένα σταυρό απ’ έξω. Άνθρακες ο θησαυρός!
Τα βάσανά μου όμως δεν τέλειωσαν εδώ. Εγώ το μοστράριζα στους φίλους μου για να καμαρώνω πως είχα βιβλίο,ώσπου το πήρε χαμπάρι ο Στράτος ο εγγονός του Κουντουρά με μάλωσε και μου το πήρε.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Ιστορίες Λημνιών: Ο «grandpapa» των ελλήνων μεταναστών της Ν. Αυστραλίας Γ. Τραμουντάνης


Το 1842 σε ηλκία 20 χρόνων, νέος άντρας με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, μετά από μεγάλο και εξαντλητικό ταξίδι, έφτανε σε λιμάνι της Αδελαΐδας, στη Νότια Αυστραλία.
Ήταν ο Γιώργος Τραμουντάνης (Tramundanas) από τη Λήμνο. Τον ίδιο χρόνο έφτανε στην Δυτική Αυστραλία και ο αδελφός του Θόδωρος. Στη νέα αυτή γη τα δύο αδέλφια έχασαν τη μεταξύ τους επαφή και δεν ξανασυναντήθηκαν.
Τον Γ. Τραμουντάνη τον συναντάμε αργότερα να φτιάχνει κρασί και κονιάκ και μετά να δουλεύει σε άγνωστο οινοποιείο της Αδελαΐδας. Για ευκολία προφοράς, αγγλοποίηση και  μεγαλύτερη αποδοχή, άλλαξε το όνομά του και το έκανε North (κατά το βόρειος άνεμος που είναι η τραμουντάνα). Η παλιά του αγάπη προς τη θάλασσα τον έφερε πάλι πίσω σ’ αυτήν και το 1858 ήταν καπετάνιος στο SS Admella, ένα πλοίο 400 κόρων, φτιαγμένο στη Γλασκώβη της Σκωτίας, που έκανε ταξίδια μεταξύ Αδελαΐδας και Μελβούρνης. Ημερομηνία απόλυσής του απ’ το πλοίο 19/7/1858.
Τον Αύγουστο του επόμενου χρόνου το πλοίο βυθίστηκε είκοσι χιλιόμετρα από το Portland της  Ν. Αυστραλίας, παίρνοντας μαζί του τουλάχιστον 22 ψυχές από τους 70 που επέβαιναν ως πλήρωμα και επιβάτες.
Φτάνοντας στο Port Adelaide, συνάντησε την Lydia Vosper, γεννημένη το 1935 στο Devon της Αγγλίας, η οποία είχε φθάσει στην Αυστραλία το 1855. To 1858 ασπάστηκαν και οι δύο τον καθολικισμό, παντρεύτηκαν και έκαναν πέντε παιδιά (τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι). Ο George Henry ήταν ο πρώτος γιος στη Ν. Αυστραλία που γεννήθηκε από έλληνα πατέρα.
Το 1881 ο George North και η οικογένειά του μετακόμισαν στο Tungratt Ward, όπου για εννιά χρόνια είχε φάρμα. Το 1890 τον τον βλέπουμε να μετακομίζει πάλι έξω από το Brandfield και ξανά στο North Park. Το 1892 μετακόμισε στο Bald Fields, όχι μακριά από το γιο του George Henry, που είχε επίσης φάρμα.
Τέλος, ο North, αναγνωρισμένος και επιτυχημένος, μετακομίζει για τελευταία φορά με τη Lydia στο Newland Grand, για να ζήσει με το γιο του Hero και την οικογένειά του το τελευταίο μέρος της ζωής του. Εκεί άφησε και την τελευταία του πνοή στις 29/1/1911 σε ηλικία 89 ετών.
Η ιστορία του George Tramountanas δεν χάνεται στο χρόνο. Την κράτησαν ζωντανή οι επόμενες γενιές, οι οποίες τον ονόμασαν «grandpapa».
Το Δεκέμβρη του 1989, σε εκδήλωση σε μουσείο για τους πρώτους Έλληνες που έφτασαν στη Ν. Αυστραλία, παρουσιάστηκαν ντοκουμέντα, φωτογραφίες και άλλα προσωπικά του είδη. Στη μνήμη του έχουν λάβει χώρα δύο εκδηλώσεις από την ελληνική κοινότητα της Ν. Αυστραλίας. Στις 20 Ιουνίου του 1993 και στις 10 Απριλίου του 1994 έγιναν εκδηλώσεις και τοποθετήθηκαν πλακέτα και προτομή, ενώ προβλήθηκαν φωτογραφίες κ.α. γύρω από τη ζωή του George North και της οικογένειάς του.
Μάλιστα, ο George Henry, ως ο πρώτος άνδρας που γεννήθηκε στην Αυστραλία από πατέρα έλληνα μετανάστη, έγινε αποδέκτης μεγάλων τιμών από τους Έλληνες της Ν. Αυστραλίας, γιατί τον θεωρούν πατέρα όλων των Ελλήνων της περιοχής.
Ο τρισέγγονος του Γ. Τραμουντάνη κ. Willis έφτασε αυτές τις μέρες στη Λήμνο, αναζητώντας τα ίχνη των προγόνων του. Δυστυχώς, δεν βρέθηκαν έως τώρα στοιχεία που να θυμίζουν κάτι από την ιστορία του προγόνου του. 

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Από τη λύρα του κεχαγιά στο σαντούρι των μικρασιατών προσφύγων

Θεόφιλος (1870-1934): «Λήμνιος Κεχαγιάς»
Η κοινωνική και οικονομική υποδομή της Λήμνου από το 19ο μέχρι τα μέσα του 20ου αι., εστιάστηκε στην αυτόνομη οικιακή αγροτική παραγωγή κάθε «νοικοκυριού»: οι κύριοι εκφραστές αυτού του παραγωγικού ιστού στο κοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο, ήταν οι «κεχαγιάδες», δηλαδή οι γεωργοκτηνοτρόφοι που κατείχαν ή (συνήθως) υπενοικίαζαν εκτάσεις για τη βοσκή των ζώων και τη σπορά των απαραίτητων δημητριακών και οσπρίων που εξασφάλιζαν την τροφή τους και τη διατροφή της οικογένειάς τους, από μεγαλοϊδιοκτήτες γης. Μέχρι τις αρχές του 20ου αι. οι τελευταίοι ήταν κυρίως μουσουλμάνοι γαιοκτήμονες ή χριστιανοί διαχειριστές των μοναστηριακών «βακουφιών», δηλαδή των κτημάτων που αποτελούσαν ιδιοκτησία των (Αθωνικών κυρίως) μονών. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών (1922) και την αναδιανομή της καλλιεργήσιμης γης επί Παπαναστασίου (1924), δημιουργήθηκαν πολλές ανεξάρτητες μικρές ιδιοκτησίες που πέρασαν στην κατοχή αντίστοιχων γεωργοκτηνοτρόφων, αρκετοί από τους οποίους τις διατηρούν μέχρι σήμερα (2007). Παρ’ όλα αυτά, από τα τέλη του 19ου αι., σημαντικές εκτάσεις γης αγόρασαν σταδιακά οι Λημνιοί μετανάστες του εξωτερικού, ιδίως οι Λημνιοί της Αιγύπτου, οπότε το καθεστώς υπενοικίασης συνεχίζεται εν μέρει μέχρι σήμερα.
Σ’ αυτό το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, οι μουσικές δραστηριότητες στη Λήμνο πριν τα τέλη του 19ου αι., ήταν στενά συνδεδεμένες με την «κεχαγιάδικη κουλτούρα» που διαμορφώθηκε πριν την έλευση των προσφύγων. Οι μουσικοί και οι τραγουδιστές/τραγουδίστριες ήταν αποκλειστικά ερασιτέχνες, ενώ χρησιμοποιούσαν τη λύρα για να συνοδεύσουν τραγούδια που τραγουδούσαν ομαδικά, στο πλαίσιο οικιακών γλεντιών ή εορτασμών τοπικού χαρακτήρα, ή για να παίξουν σκοπούς που χόρευαν. Ορισμένοι βοσκοί που έμεναν στις στάνες (μάντρες στην τοπική διάλεκτο) έπαιζαν και ορισμένους τύπους αυλού, γνωστούς ως «σιλιάβρια».
Από τις αρχές του 20ου αι., οι επιδράσεις της μουσικής παράδοσης που διαμορφώθηκε στη Μ. Ασία από τα μέσα του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ου αι. (πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή και την αποδόμηση της πολυπολιτισμικής μουσικής κουλτούρας που είχε συγκροτηθεί κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας), έγιναν εμφανείς και στη Λήμνο. Οι συγκεκριμένες επιδράσεις συνδέονται κυρίως με τις μουσικές πρακτικές των προσφύγων πρώτης και δεύτερης γενιάς, που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Λήμνο μετά τις μετακινήσεις χριστιανικών πληθυσμών από περιοχές της (σύγχρονης) Τουρκίας, όπως η Ανατολική Θράκη, η Ίμβρος, η Τένεδος και οι χριστιανικές κοινότητες της Μ. Ασίας και της Προποντίδας, από το 1914 έως το 1922. Συνακόλουθα δημιουργήθηκαν συγκροτήματα (κομπανίες) επαγγελματιών ή ημι-επαγγελματιών μουσικών που έπαιζαν κυρίως βιολί, σαντούρι, κλαρίνο και σποραδικά και πνευστά (κυρίως τρομπέτα ή κορνέτα). Αργότερα, μετά το B΄ παγκόσμιο πόλεμο, οι μουσικοί άρχισαν να χρησιμοποιούν και κρουστά (ντραμς), ενώ στη συνέχεια ακορντεόν, αρμόνιο και μπουζούκι. Το μαντολίνο το χρησιμοποιούσαν αρκετά οι ερασιτέχνες μουσικοί, όπως και την κιθάρα, παρότι η τελευταία εντάχθηκε με σχετική καθυστέρηση και στα επαγγελματικά ή ημι-επαγγελματικά συγκροτήματα, κυρίως ως όργανο συνοδευτικό του μπουζουκιού. Γενικότερα τα συγκροτήματα στη Λήμνο δεν ήταν ποτέ πολυπρόσωπα, αφού δεν υπήρχε η απαραίτητη οικονομική ευχέρεια των γλεντιστών για να συντηρηθούν.
Οι σκοποί που έπαιζαν τα λημνιακά μουσικά συγκροτήματα από τις αρχές του 20ου αι. μέχρι περίπου τις δεκαετίες 1950 και 1960, ήταν κυρίως ζεϊμπέκικα, καρσιλαμάδες, συρτά, μπάλλοι, ενώ σποραδικά έπαιζαν και βαλς, φοξ-τροτ ή ταγκό, ή σκοπούς και τραγούδια εποχής, με σαφείς επιρροές από τη μικρασιάτικη μουσική παράδοση. Οι παλιότεροι «σκοποί της λύρας», όπως ο «Κεχαγιάδικος» ή το «Πάτημα», εντάχθηκαν κι’ αυτοί στο ρεπερτόριο των επαγγελματικών ή ημι-επαγγελματικών συγκροτημάτων, σε ένα συγκερασμό με τις παλιότερες μουσικές πρακτικές. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, η μετανάστευση και η οικονομική δυσπραγία περιόρισε δραματικά τον αριθμό των ενεργών μουσικών και των αντίστοιχων συγκροτημάτων. Την ίδια περίοδο, καταγράφεται (και) μια αναβίωση των πρακτικών της λύρας, κυρίως σε σύνδεση με διάφορες λαογραφικές εκδηλώσεις, τοπικής ή υπερτοπικής εμβέλειας, με βάση ένα διευρυμένο ρεπερτόριο, που ενσωμάτωσε σκοπούς της «παράδοσης των κεχαγιάδων», αλλά και μικρασιάτικες επιρροές, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα (2007). Γενικότερα πάντως, μετά τη δεκαετία του 1970, το λημνιακό ρεπερτόριο προσαρμόστηκε σταδιακά προς την κατεύθυνση των πανελλήνιων προτύπων της «λαϊκής» μουσικής και τις διάφορες παλιότερες και σύγχρονες εκφάνσεις της. 

Πηγή: Αρχείο Μουσικού Πολιτισμού Βορείου Αιγαίου

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Ο Λημνιός, που έστελνε αστακούς στη βασίλισσα και τον Τσόρτσιλ


Φωτογραφία: neoskosmos.com

Ένας δαιμόνιος Λημνιός επιχειρηματίας, πρώτος πρόεδρος της Αυστραλιανής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας και ιδρυτής της Ελλάς Μελβούρνης είναι ο άνθρωπος που άνοιξε το δρόμο για να πάνε χιλιάδες Ελληνίδες ως νύφες στην Αυστραλία. Πρόκειται για τον Θησέα Μαρμαρά, που δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή και ήταν ο άνθρωπος που έστελνε αστακούς στο παλάτι του Μπάκιγχαμ και στον Ουίνστον Τσόρτσιλ.

Τη ζωή και την προσφορά του Θησέα Μαρμάρα θυμήθηκε ο παλαίμαχος δημοσιογράφος Νίκος Κιτσάκης, που τον έζησε από κοντά για περίπου 20 χρόνια.

Με την ευκαιρία εκθέσεων με θέμα την ελληνική μετανάστευση στην Αυστραλία, ο Νίκος Κιτσάκης λέει για τον Μαρμαρά:

Ο Θησέας Μαρμαράς, ο «βασιλιάς» της ψαρομαρκέτας (ψαραγοράς) και πατέρας του αυστραλιανού ποδοσφαίρου, δεν ήταν από τους πρώτους που ήρθαν στη Μελβούρνη. Υπολογίζεται ότι πριν απ' αυτόν οι Έλληνες της Μελβούρνης έφθαναν τα 1.000 άτομα.

«Ως δημοσιογράφος, αλλά και ως πάροικος, παρακολούθησα τη δραστηριότητά του σε διαφορετικούς τομείς. Γνώρισα και έμαθα πολλά για τον Θησέα Μαρμαρά, ως επιχειρηματία, φιλάνθρωπο, φίλο, προστάτη πολλών μεταναστών και ως ηγέτη του ποδοσφαίρου μας.

Γι' αυτό θα επιχειρήσω μόνος μου να φέρω σε σας όσο πιο ατόφια γίνεται εικόνες και στιγμιότυπα από την ιστορία ενός μεγάλου Έλληνα μετανάστη που τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις από το κράτος, την Εκκλησία, ακόμη και από το παλάτι της Βρετανίας» λέει ο κ. Κιτσάκης.

Ο Θησέας Μαρμαράς γεννήθηκε στο Ρεπανίδι Λήμνου, στις 6 Ιουλίου 1910. Στην Αυστραλία έφθασε στις 12 Ιουλίου 1922 με ναύλα που του έστειλε ο μεγαλύτερος αδελφός του (επίσης αποθανών Θανάσης) που είχε έρθει επτά χρόνια νωρίτερα. Αργότερα, έφεραν τα άλλα τέσσερα αδέρφια τους, τον Θεοφάνη και τον Γιώργο, την Περσεφόνη και την Κατερίνα και τη χήρα μητέρα τους.

Ο τότε 12χρονος Θησέας εργάσθηκε τα πρώτα χρόνια στο μαγαζί του αδελφού του και μετά ακολούθησε τον δικό του δρόμο. Αν και δεν είχε πάει σχολείο, ήταν πολύ έξυπνος. Έμαθε τα αγγλικά πολύ καλά και ασχολήθηκε με πολλές δουλειές. Έπλενε πιάτα όλη τη νύχτα σε χορούς και το πρωί πήγαινε σε άλλη δουλειά. Δεν άφηνε ούτε ένα λεπτό ανεκμετάλλευτο. Ο πόθος του να προοδεύσει και ν' ανοίξει δικό του μαγαζί, σε συνδυασμό με το ρωμέικο φιλότιμο και το πείσμα νικούσαν την απελπιστική μοναξιά, το αφιλόξενο περιβάλλον και τη σκληρή δουλειά.

Είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του και σιγά σιγά το δαιμόνιο μυαλό του στράφηκε στο εμπόριο. Στόχος του, τα θαλασσινά είδη.

Άρχισε με τους αστακούς και τα στρείδια. Πουλούσε στα ξενοδοχεία, στα καφέ, στους δρόμους και οπουδήποτε αλλού έβλεπε την ευκαιρία. Σε δέκα χρόνια μάζεψε αρκετά χρήματα για ν' ανοίξει δικό του μαγαζί, το Melbourne Oyster Supply, στο Flinders Street, στο κέντρο της Μελβούρνης, που ήταν και το μεγαλύτερο της εποχής εκείνης. Δεν σταμάτησε όμως εκεί. Η ψαρομαρκέτα έγινε σχεδόν δική του. Και για να μπορεί να τροφοδοτεί όλα τα ψαράδικα, τα ξενοδοχεία, τα καφέ και τα «φις εν τσιπς», αποφάσισε να αγοράζει τους αστακούς και τα στρείδια από την Τασμανία, κατευθείαν από τις ψαρόβαρκες. Το 1933, με ένα διθέσιο αεροπλάνο τύπου Gipsy Moth, ο 23χρονος τότε Θησέας, μαζί με τον καλό του φίλο F.L. Roberts, ως πιλότο, μετέφεραν τους αστακούς και τα άλλα θαλασσινά στο μαγαζί και σε δυο-τρεις ώρες τροφοδοτούσαν όλη την αγορά.

   Το όνομά του ξεπέρασε τα σύνορα της Μελβούρνης και οι αστακοί που πουλούσε ήταν οι καλύτεροι σε όλη την Αυστραλία. Στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Θησέας Μαρμαράς έστειλε πολλές φορές αστακούς και στρείδια στον τότε πρωθυπουργό της Αγγλίας, Ουίνστον Τσόρτσιλ, καθώς επίσης και στο παλάτι της Βρετανίας. Έως σήμερα υπάρχουν στο αρχείο του, σε προθήκη, τα ευχαριστήρια γράμματα που έλαβε από τον Τσόρτσιλ.

   Στις αρχές του 1960, κουρασμένος από τη σκληρή δουλειά, εγκατέλειψε τους αστακούς και τα στρείδια, αλλά δεν άντεξε και πολύ χωρίς ν' ασχοληθεί με κάτι. Όπως είχε πει κάποτε «ο άνθρωπος όσο ζει πρέπει να κάνει κάτι». Αυτή τη φορά στράφηκε στον ταξιδιωτικό τομέα και ανέλαβε τη διεύθυνση του πρακτορείου «Ερμής» που για πολλά χρόνια ήταν το πρώτο ελληνικό πρακτορείο.

   Φίλος των μεταναστών

   Γνώριζε πολύ καλά ότι οι αγρότες Έλληνες της μεταπολεμικής Ελλάδας θα αντιμετώπιζαν προβλήματα προσαρμογής στην προοδευμένη Αυστραλία. Γι αυτό παρότρυνε την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης ν' αναλάβει ενεργό ρολό στην υποδοχή και εγκατάσταση των νεοφερμένων Ελλήνων.

Ταυτόχρονα, κατέβαλλε συνεχείς προσπάθειες να πείσει τη νεολαία ότι ο δημιουργικός αγώνας τους δεν πρέπει να τους αποκόψει από τις ελληνικές ρίζες τους. Τους ενθάρρυνε συνεχώς να οργανώνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις, να εκκλησιάζονται συχνά και να προωθούν τον ελληνικό πολιτισμό στην αυστραλιανή ήπειρο.

Το 1955, με εξουσιοδότηση του τότε υπουργού Μετανάστευσης και Εθνικών Υποθέσεων, Χολτ, επισκέφθηκε την Ελλάδα και έκανε αγώνα να πείσει την ελληνική κυβέρνηση να επιτρέψει τη μετανάστευση ανύπαντρων κοριτσιών.

Ο αγώνας του με τις αρμόδιες ελληνικές αρχές κράτησε τρεις ολόκληρες ημέρες και έληξε με την πρότασή του να φέρει μαζί του στην Αυστραλία έξι νεαρές κοπέλες. Η ελληνική κυβέρνηση υπεχώρησε και ο Μαρμαράς έφερε μαζί του έξι κοπέλες.

Με αμείωτο ενθουσιασμό συνέχισε τις προσπάθειες για την εισαγωγή της ελληνικής γλώσσας στην εκπαίδευση της Αυστραλίας. Πρωτοστάτησε στις κινήσεις για τη δημιουργία της έδρας Νεοελληνικών στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης και υποχρέωσε γνωστούς και άγνωστους παράγοντες της αυστραλιανής κοινωνίας να τον συνδράμουν σ' αυτή του την προσπάθεια.

Εξάλλου, με το παράδειγμά του, δίδαξε τους Έλληνες να είναι γενναιόδωροι προς τους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους τους. Διέθεσε χρήματα και χρόνο σε αγώνες για την ενίσχυση πολλών νοσοκομείων της Βικτώριας. Για τους αγώνες του αυτούς έχει ανακηρυχθεί ισόβιος κυβερνήτης των νοσοκομείων Royal Children, Women's, Prince Henry's, Queen Victoria, Melbourne και της Υπηρεσίας Πρώτων Βοηθειών St. John.

Πατέρας του ποδοσφαίρου

Ξεχωριστό κεφάλαιο για την ιστορία του Αυστραλιανού ποδοσφαίρου αποτελεί ο Θησέας Μαρμαράς. Ως πρόεδρος της ομάδας «Ελλάς» προσέφερε πολύ περισσότερα από κάθε άλλον μέχρι σήμερα. Δημιούργησε την ομάδα το 1959 με τη συγχώνευση των «Χελλένικ» και «Γιάρρα Παρκ», την ανέβασε στο Στέιτ Λίγκ το 1961 και την επόμενη χρονιά κέρδισε το πρωτάθλημα. Στη θητεία του, ως προέδρου, η «Ελλάς» κατέκτησε τους περισσότερους τίτλους.

Ως παράγοντας και πρόεδρος των Ομοσπονδιών Βικτώριας (VSF) και Αυστραλίας (ASF) έπαιξε τον μεγαλύτερο ρόλο στη δημιουργία τους, και αργότερα στην επιβίωσή τους. Υπήρξε ο ιθύνων νους για τη δημιουργία της Αυστραλιανής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, που ιδρύθηκε το 1959. Τα χρόνια εκείνα η Αυστραλία είχε αποκλεισθεί από τη δύναμη της FIFA γιατί πολλές από τις ομάδες, ειδικά του Σίδνεϊ, χρησιμοποιούσαν παίκτες από την Ευρώπη, χωρίς να έχουν μεταγραφές. Μάλιστα, μερικοί παίκτες, ήταν απ' τα μεγαλύτερα ονόματα στη χώρα τους.

Η Αυστρία και η Ολλανδία, μέσω της FIFA, ζητούσαν χρηματική αποζημίωση από την Αυστραλία. Τον Ιούνιο του 1963 ο Θησέας Μαρμαράς, ως πρόεδρος της Αυστραλιανής Ομοσπονδίας, ταξίδεψε στην Ευρώπη και ειδικότερα στη Ζυρίχη, με σκοπό να πετύχει την επανένταξη της Αυστραλίας στη δύναμη της FIFA.

 Βρήκε την πολιτική του διεθνούς ποδοσφαίρου πολύ δύσκολη, αλλά, διπλωμάτης όπως ήταν, κατόρθωσε να πείσει τους παράγοντες της FIFA και την επομένη χρονιά η Εθνική Αυστραλίας έπαιξε στους προκριματικούς αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1966.

Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ (2012)

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

ΦΝΟΥΔ

 Του κ. Γιώργου Χρήστου

ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ είχα μεγάλη μανία και αγάπη για τα μωρά.Όπου το εύρισκα μου άρεσε να το παίζω,να του κάνω χίλια παιχνίδια ,για να διασκεδάζω με τις χαρές του και τα καμώματά του.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ δεκάχρονο αγόρι,γύρω στο μεσημέρι,μ’ έστειλε η μάνα μου να πάω φαγητό στον αδελφό μου τον Κώστα, που ήταν στο χωράφι,πατάτες με αυγά.Το έβαλε σε μια καστανιά και στη συνέχεια στον «τρουβά» με το απαραίτητο ψωμί.Ο Κώστας δούλευε στα μπαμπάκια,στο Πετρανό Λιβάδι,και στη διαδρομή μου θα περνούσα από τη μάντρα του ξαδέλφου μου Βαγγέλη Χρήστου.Ο Βαγγέλης και Ευρίκλεια «εγέννησαν» τη Γεωργία, σήμερα ΛΩΛΗ στο επίθετο του αντρός της, η οποία τότε ήταν γύρω στα δύο.
ΜΟΛΙΣ ΒΛΕΠΩ τη Γεωργία παρατώ τον τρουβά στη άκρη του δρόμουκαι άρχισα να παίζω με τη Γεωργία,η οποία ας σημειωθεί ήταν ένα πολύ δύσκολο παιδί και απρόσιτη. Εγώ όμως είχα καταφέρει να βρω το κουμπί της και παίζαμε του καλού καιρού μέσα στο δρόμο.

Για μια στιγμή όμως με την άκρη του ματιού μου, βλέπω το σκύλο του Βαγγέλη,ένα ΦΝΟΥΔ,δηλ.μικροσκοπικό σκύλο, αλλά πανέξυπνο,να έχει ανοίξει την καστανιά, να τρώει και να………. γλείφει το φαγητό.Τρελάθηκα!!!!Τον έδιωξα και διαπίστωσα ότι είχε φάει το 1/3 του φαγητού περίπου.Ισιώνω το φαγητό το κλείνω, παρατώ σύξυλη τη Γεωργία, μη μου συμβεί και τίποτε άλλο και δεν πάω φαγητό στον Κώστα και ύστερα ποιος άκουγε τη μάνα μου.
ΠΗΓΑΙΝΩ ΛΟΙΠΟΝ τον βρίσκω κι εκείνος πεινασμένος άνοιξε την καστανιά και άρχισε να τρώει. Εγώ καθόμουν και τον κυαλιάριζα,για να δω αν θα πάθει κάτι από τα …σάλια του σκύλου. Δεν … έπαθε τίποτα,σιγά μην πάθαινε αυτό το θεριό,και ανακουφισμένος από την καλή έκβαση του γεγονότος αποχώρησα σμουγλού-σμουγλού που λέγαμε στο χωριό μας.
ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ αν στο γυρισμό συνέχισα το παιχνίδι με τη Γεωργία ή έφυγα για τη μάντρα μας. Αλλά πού να έχω μυαλό για παιχνίδι ύστερα από τα λαχτάρα που έπαθα.