Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Έτσι άλλαζε χέρια η γη στη Λήμνο πριν από έναν αιώνα

Το έγγραφο που σας παρουσιάζουμε χρονολογείται από το τις αρχές του περασμένου αιώνα . Είναι ένα πωλητήριο, σημερινό συμβόλαιο, που το επικύρωναν οι δημογέροντες ή μουχταροδημογέροντες και αντί για υπογραφή φέρει σταυρό, διότι οι υπογράφοντες δεν ήξεραν γράμματα.
Τα χρόνια εκείνα οι διαδικασίες μεταβίβασης των ακινήτων ήταν πολύ απλές και τις περισσότερες φορές γίνονταν δίνοντας το χέρι ο ένας στον άλλο. 
Πολλές φορές η έκταση δεν μετριόταν σε στρέμματα αλλά σε πινάκια, μονάδες μέτρησης επιφάνειας καλλιεργήσιμων χωραφιών.



Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

«Πρωτόμπαρκος»- Του Γ. Φίκαρη

Πρώτο καράβι. Έτος 1967. M/V FREDRIK RAGNE. Σουηδέζικης κατασκευής 1947, κόροι 3.500. Μετασκευασμένο και ενισχυμένο για ταξίδια στους παγωμένους ωκεανούς. Open 3.500 κόροι close 4.500. Γερό σκαρί, με χοντρή λαμαρίνα διπλοκαρφωμένη. Σαν τα Limpertys, τα βαπόρια του πολέμου.

Το πήρα απ’ το λιμάνι της Βενετίας. Επιτέλους βρέθηκα στο περιβάλλον που ονειρευόμουν. Ο πατέρας μας, τσακισμένος απ’ τα στραπάτσα της στεριάς, βρέθηκε σ’ ένα καράβι 40 χρονών τζόβενο. Μισθός 10 λίρες Αγγλίας. Από τότε έλεγε και ξαναέλεγε ότι θα μεγαλώναμε και θα γινόμαστε καπεταναίοι, όνειρο κάθε Χιώτη για τα παιδιά του. Διαισθανόταν, φαίνεται, την κατοπινή άνοδο της ελληνικής ναυτιλίας. Και πράγματι και οι δυο μας ακολουθήσαμε την προτροπή του και γίναμε ναυτικοί. Το καράβι, τότε, σου έδινε ελπίδες και όνειρα. Ελπίδες γιατί έφτιαχνες τα οικονομικά σου και όνειρα για εκείνα που επρόκειτο να δεις και να συναντήσεις στα ταξίδια σου. Αισθάνθηκα λοιπόν πολύ βολικά μπαίνοντας στο καράβι και ειδικά στην καμπίνα, που ήταν δίπλα στη γέφυρα και μπορούσες να βλέπεις τα πάντα γύρω από το καράβι. Φρόντισα να ενημερωθώ όσο γίνεται καλύτερα και περιεργάστηκα όλα τα σημεία του καραβιού γι’ αυτό. Σε δυο μέρες το καράβι έλυσε κάβους. Προορισμός τα λιμάνια της Γλασκώβης και του Λίβεροπουλ.

Κατά την έξοδο απ’ το λιμάνι είχαμε και την πρώτη αβαρία. Στις μανούβρες του λιμανιού, ένας ρώσος κολοσσός μας έσχισε με την άγκυρά του την πλώρη σαν τσιγαρόχαρτο. Ευτυχώς όχι επικίνδυνα. Γι’ αυτό και δεν έγινε άμεση επισκευή και συνεχίσαμε το ταξίδι. Την άφησαν άφτιαχτη για γούρι ή για να μας θυμίζει ότι πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί. Να μη διπλώσει το κακό.

Στη Βενετία, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου με κέρασαν πίτσα που μου φάνηκε απαίσια με τα παστά και τα θαλασσινά που ήταν φτιαγμένη. Ήταν κι αυτή σαν τον καφέ, που δυσκολευόμασταν να ξεχωρίσουμε. Ψάχνοντας τον ελληνικό, θεωρούσαμε το περιεχόμενο των φιαλών που υπήρχαν για αυτοεξυπηρέτηση, τσάι ή άλλα σχετικά αφεψήματα. Στα λιμάνια έπρεπε να είσαι προσεκτικός ή να έχεις παρέα για να σε προφυλάγει από τέτοιες γκάφες. Γελούσαν οι κοπελιές του καταστήματος, αλλά μας συμπαθούσαν. Πιθανόν τους άρεσε η αγνότητά μας.

Πρώτο ταξίδι, λοιπόν, το Λίβερπουλ και μετά η Γλασκώβη της Σκωτίας, απ’ όπου θα φορτώναμε για πολλά λιμάνια των Μεγάλων Λιμνών του Καναδά και των ΗΠΑ. Τα καράβια αυτά οι ναυτικοί τα λένε «γαλατάδες», λόγω των πολλών στάσεων σε μικρά και μεγάλα λιμάνια για φορτοεκφορτώσεις.

Με το «γαλατά», λοιπόν, το FREDRIK RAGNE, φορτώσαμε στα δύο λιμάνια της Σκωτίας διάφορα εμπορεύματα- γενικά φορτία τα λένε στη ναυτική ορολογία- και ξεκινήσαμε δύσκολο ταξίδι κροσάρισμα του Βόρειου Ατλαντικού. Καιροί δύσκολοι, μόνιμοι βορειοδυτικοί στη μάσκα του βαποριού και συνεχόμενοι. Ο ένας κακός καιρός ακολουθεί τον προηγούμενο. Μικρό καράβι, πορεία τόξου για συντόμευση της απόστασης. Το ταξίδι κανονικά 7-8 μέρες, που καμιά φορά θα μπορούσαν να γίνουν 8-10. Αναμονή και σκοπός το αγνάντεμα της στεριάς του HALIFAX του Καναδά, με παγόβουνα που αποκόβονται και αρχίζουν να κατηφορίζουν Νότια. Έπρεπε ο ασυρματιστής να παίρνει τα στίγματα των επισημασμένων παγόβουνων σε τακτά χρονικά διαστήματα και να τα παραδίδει στον καπετάνιο. Η γέφυρα παράλληλα παρακολουθεί την κίνησή τους, ελέγχει οπτικά και με το ραντάρ και παρακολουθεί συνεχώς τη θερμοκρασία της θάλασσας. Αυτή ήταν τότε η διαδικασία που ετηρείτο, όταν το καράβι ταξίδευε σε τέτοιου είδους περιοχές. Πλησιάζοντας τη στεριά, πρώτη φορά είδα πολλά κομμάτια πάγου να επιπλέουν και να ταξιδεύουν και μετά παγωμένη θάλασσα μέχρι που φτάνει ανθρώπου μάτι. Αμέσως μειώθηκε η ταχύτητα του καραβιού που έσκιζε σιγά σιγά τον πάγο, μέχρι σε μια στιγμή σταμάτησε, πράγμα που σήμαινε ότι το πάχος του πάγου ήταν μεγάλο και έπρεπε να κληθεί παγοθραυστικό για να συνεχίσει. Ήρθε το παγοθραυστικό και ξεκίνησε σπάζοντας τον πάγο. Το καράβι ακολουθούσε και έπλεε σε ένα αυλάκι λίγο μεγαλύτερο απ’ το πλάτος του, ώσπου τα πάχος του πάγου μίκρυνε, το παγοθραυστικό έφυγε κι εμείς συνεχίσαμε μόνοι μας για τον προορισμό μας. Αυτό συνέβη δυο-τρεις φορές μέχρι που φτάσαμε στον κόλπο. Μετά οι όχθες του San Lorens, το THREE RIVERS και τελικά στο MONTREAL. Εκεί δέσαμε. Λύθηκε η καραντίνα, έγινε ενδελεχής έλεγχος που πουθενά αλλού δεν γίνεται σε καράβι και πλήρωμα, σφραγίστηκαν οι τουαλέτες και οι χώροι σκουπιδιών και αντικαταστάθηκαν με χημικές κατάλληλες και λήφθηκαν όλα τα μέτρα αντιρύπανσης.

Ξεκινήσαμε για τον ανεβασμό, που επρόκειτο να γίνει απ’ το ποτάμι στις λίμνες. Έπρεπε, δηλαδή, να ανεβαίνουμε κάθε φορά τη διαφορά του υψόμετρου μέσω δεξαμενών, που με απίστευτα γρήγορη ταχύτητα, κάλυπταν ένα ύψος 20-40 μέτρων σε είκοσι λεπτά. Και μετά ξανά και ξανά αμέτρητες φορές, όσες φορές ήταν αναγκαίο.

Στις Λίμνες αυτές, τις Μεγάλες Λίμνες, είναι χτισμένες μερικές απ’ τις μεγαλύτερες βιομηχανικές πόλεις του Καναδά και των ΗΠΑ. Όπως το Σικάγο, το Μιλγουώκυ, το Νιτρόιτ, το Κλήβελαντ, το Μίτσιγκαν, το Χάμιλτον, το Τορόντο κ.α.

Το έργο είναι τεράστιο, η τελειότητά του απίστευτη και η ωφέλεια των δύο χωρών ανυπολόγιστη. Από εκεί μεταφέρονται κάθε είδους φορτία, κυρίως σιτηρών, που είναι τόσο μεγάλα, ώστε να επηρεάζουν άμεσα και κατακόρυφα τα ναύλα και τις τιμές τους. Περνώντας και τη μεγαλύτερη λίμνη, τη SUPERIOR- ίση και μεγαλύτερη από το Αιγαίο Πέλαγος, φτάσαμε στο τέρμα της. Στο DULUTH των ΗΠΑ και τη MANITOMBA του Καναδά, που συνορεύουν μεταξύ τους.

Χιόνια, παγωνιά, αέρηδες και καταιγίδες. Χάση κόσμου. Η κυκλοφορία όμως των αυτοκινήτων και των πεζών κανονική. Η ζωή σ’ όλη της την έκταση. Η Αμερική κι εδώ έχει κάνει το θαύμα της.

Κάποια στιγμή τελείωσε το νερό του καραβιού και ζητείται από τη διεύθυνση του λιμανιού το γέμισμα των δεξαμενών του πλοίου. Αυτό έγινε και στο Duluth. Η απάντηση; «Δεν υπάρχει τέτοιος, ανοιχτείτε απ’ τη στεριά ένα μίλι στη λήμνι και πάρετε όσο θέλετε για λάτρα και πόσιμο. Είναι απολύτως εγγυημένο.».

Τόσο απλά και με τη σιγουριά την αμερικάνικη, μας είπαν να πάρουμε πόσιμο νερό από μια λίμνη. Τρομάξαμε να το πιστέψουμε και να το κάνουμε. Αυτό και άλλα πολλά που θα εξιστορήσω παρακάτω με έκαναν να πιστέψω ότι οι ΗΠΑ είναι το πιο ανεπτυγμένο, προοδευτικό και σύγχρονο κράτος του κόσμου. Γιατί το κράτος νομοθετεί και ελέγχει, αλλά μαζί με τους πολίτες, που τηρούν και ελέγχουν περισσότερο απ’ το κράτος τους νόμους του.

Στις δεξαμενές, περιμένοντας το γέμισμά τους, ο κόσμος έξω απ’ το καράβι το έβλεπε να ξεφυτρώνει απ’ το βάθος της δεξαμενής και ενθουσιαζόταν. Προφανώς ήταν αμερικανοί τουρίστες, έκαναν τη βόλτα τους ή το πικ-νικ και δεν ήξεραν πολλά για τα καράβια και τους ναυτικούς. Μας μιλούσαν και μας ρωτούσαν διάφορα. Σε κάποια μεγαλύτερα διαστήματα αναμονής, έμπαιναν στο καράβι για ένα κέρασμα. Ήταν τόσο ενθουσιώδεις στη γνωριμία τους με Έλληνες. Άλλοι γιατί είχαν διαβάσει ή απλά ακούσει για τους αρχαίους Έλληνες και τον Μ. Αλέξανδρο κι άλλοι γιατί είχαν υπ’ όψιν τους το φιλότιμο, την εργατικότητα και τον καλό χαρακτήρα των νεοελλήνων. Δεν είχε αρχίσει ακόμη η περίοδος της αντίστασης στη Χούντα, ούτε η τεράστια διαφήμιση της Ελλάδας με το Ζορμπά και τα νησιά της. Αυτή ήταν τότε η γνώμη του έξω κόσμου για τους Έλληνες.

Τα τοπία που εναλλάσσονται το ένα το άλλο, με νησάκια, ποτάμια, σπιτάκια και βλάστηση, παραδεισένια. Η οργάνωση και η ασφάλεια απίστευτη. Η διαδικασία διέλευσης των καραβιών άριστη. Παρά το σκληρό κλίμα και τις άσχημες καιρικές συνθήκες. Η διαδικασία διέλευσης των καραβιών άριστη. Παρά το σκληρό κλίμα και τις άσχημες καιρικές συνθήκες. Τήρηση των κανόνων διέλευσης των καναλιών από τους πιλότους που αναλαμβάνουν και την πλήρη ευθύνη της πλοήγησης, εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα μέρη του κόσμου. Αμερικανικό δίκαιο. Η διέλευση καραβιών και εν γένει πλωτών μέσων σταματά περίπου στο τέλος Σεπτεμβρίου. Τότε οι λίμνες παγώνουν και δεν κουνιέται πλεούμενο. Ξαναρχίζει στις αρχές Απριλίου. Γιατί οι λίμνες παγώνουν και είναι αδύνατη κάθε είδους πλεύση.

Οι ναυτικοί πολλές φορές εύχονται να τους προλάβει ο χειμώνας και να μείνουν σαν τα φουνταρισμένα καραβοφάναρα στα λιμάνια των Λιμνών. Γιατί, εκτός των άλλων, υπάρχει πλήθος Ελλήνων που ζουν σε όλες αυτές τις πόλεις. Και είναι απίστευτη η συμμετοχή των Ελλήνων στο γίγνεσθαι της Αμερικής. Δεν θα ξεχάσω τον καυγά σε ένα μπαρ του DULUTH. Πρόκειται για πόλη στο βόρειο τμήμα των ΗΠΑ, όπου το ελληνικό στοιχείο δεν ήταν έντονο. Ένα βράδυ ένα οπλισμένο χέρι με σπασμένο μπουκάλι ήταν έτοιμο να χωθεί στο σώμα κάποιου έλληνα ναυτικού. Όμως ελληνικό χέρι, σαν από μηχανής θεός, γλίτωσε τον «πατριώτη». Χέρι Έλληνα που μέχρι εκείνη τη στιγμή αγνοούσαμε την ύπαρξή του. Μετά έγινε φίλος μας και καθημερινός επισκέπτης μας. «Να είσαι καλά Βασίλη, εκεί που βρίσκεσαι. Στη γη ή στον ουρανό».

Μου έμεινε στο μυαλό μου ο τρόπος που αντιμετώπιζαν στα μπαρ οι φουσκωτοί και οι άλλοι τους έλληνες ναυτικούς. Ποτέ δεν χτύπησαν ή δεν κακομεταχειρίστηκαν Έλληνες στους διάφορους καυγάδες που συμβαίνουν. Πάντα με καλό τρόπο, ευγενέστατα. Ήταν ο σεβασμός, ήταν οι πολλοί έλληνες πελάτες, η αλληλεγγύη των Ελλήνων που ομολογουμένως έδειχναν ο ένας στον άλλο; Πάντως οι «φουσκωτοί» απέφευγαν τους καυγάδες με τους Έλληνες.

Στο Σικάγο και το Μιλγουόκι έπρεπε να ξεφορτώσουμε δύο αμπάρια σκοτσέζικο ουίσκι. Σε κιβώτια με φιάλες και βαρέλια, χύμα. Με το ξεκίνημα της εκφόρτωσης, άρχισε και η περιπέτεια του καπετάνιου και των άλλων υπευθύνων για την εκφόρτωση.

Στην Αμερική, τότε, ένα απ’ τα ισχυρότερα unions ήταν οι εργαζόμενοι στα λιμάνια και κύρια οι φορτοεκφορτωτές. Φαίνεται, επίσης, ότι και οι άνθρωποι που τα απαρτίζουν δεν ανήκουν και στους φιλήσυχους ανθρώπους. Άρχισαν, λοιπόν, να σχίζουν τα κιβώτια και να πίνουν σε σημείο που είχαν μεθύσει σχεδόν όλοι. Σε τέτοιο σημείο, που, όταν ανέβαινε η σαμπάνια με τα βαρέλια, τα χτυπούσαν με λοστούς και λούζονταν με το ουίσκι που έτρεχε στο αμπάρι. Σε παρατηρήσεις του λοστρόμου και μετά του γραμματικού, έκαναν ημικύκλιο γύρω τους κρατώντας μαχαίρια και γάντζους και τους ανάγκαζαν να φύγουν τρέχοντας και να ανέβουν τις σκάλες των αμπαριών.

Είδε κι απόειδε ο καπετάνιος και στο τέλος ζήτησε την προστασία των αρχών. Την επόμενη μέρα παρουσιάστηκαν μερικοί πιστολάδες (προφανώς της δίωξης) και άρχισαν να περιπολούν δίπλα στα κουβούσια των αμπαριών, για να μπορούν να βλέπουν τους εργάτες. Απόλυτη τάξη και ησυχία επικράτησε.

Μέχρι το μεσημέρι, όταν εκπρόσωπός τους επισκέφθηκε τον καπετάνιο και του δήλωσε: «Φρόντισε να φύγουν αμέσως οι πιστολάδες των αμπαριών, γιατί απ’ την επόμενη μέρα θα απέχουν απ’ την εκφόρτωση όλων των ελληνικών βαποριών που βρίσκονται στο Σικάγο».

Μετά από συνεννόηση του καπετάνιου με τις αρχές, έτσι έγινε. Μεθούσαν, έσπαγαν και το βράδυ οι πιο πολλοί με κελεμπίες φορτώνονταν ουίσκι και έφευγαν.

Τεράστια ζημιά, σχεδόν καταστροφή, που κανείς δεν ήξερε ποιον επιβαρύνει. Τους φορτωτές, τις ασφάλειες ή το αμερικανικό δημόσιο; Λένε πως τα φορτία τα καλύπτουν πλήρως οι ασφάλειες. Τέλειωσε η εκφόρτωση και χωρίς επιπλέον διατυπώσεις και προβλήματα, πήραμε την κατηφόρα, πιάσαμε άλλα τόσα μικρά και μεγάλα λιμάνια και φτάσαμε στο Μόντεραλ. Εκεί έγιναν πάλι όλες οι δουλειές και οι διατυπώσεις και ξανανοιχτήκαμε στον βόρειο παγωμένο Ατλαντικό, με τον ίδιο τρόπο και προσοχή που ήλθαμε. Έλεγχος του πάγου, μετά κομμάτια πάγου, παγόβουνα και ο άγριος Βόρειος Ατλαντικός. Πορεία τόξου. Λιμάνι προορισμού Γλασκώβη. Εκεί θα ξεφορτώναμε τα εμπορεύματα της Αμερικής και θα ξαναφορτώναμε για τον ίδιο προορισμό.

Το Fredrik Ragne, παρόλο το μικρό μέγεθός του, δεν μας ταλαιπώρησε πολύ. Κι ας ήταν ένα απ’ τα πιο δύσκολα ταξίδια. Καλοφτιαγμένο και καλοσυντηρημένο απ’ τους Σουηδούς, κατηγορίας Α, που σημαίνει ειδική χοντρή λαμαρίνα, διπλοκαρφωμένο, με σύστημα ψύξεως μηχανής κλειστού κυκλώματος και ό,τι άλλο προέβλεπαν οι κανονισμοί για τις παγωμένες θάλασσες.

Αργότερα, θυμάμαι το Anthony, που όταν μπήκαμε στους πάγους της βόρειας θάλασσας έκανε κοιλιές και έτριζε και λύγιζε, αναγκάζοντας τους ανθρώπους της μηχανής να ανεβαίνουν τη γραδελάδα για να είναι έτοιμοι στο «ό,τι ήθελε προκύψει».

Προσπαθώ πάντα να επισημάνω ότι ο Έλληνας ναυτικός κινδύνεψε, υπέφερε και πρόσφερε τον καλύτερό του εαυτό, για να φτιαχτεί το θαύμα της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας. Δεν του έπρεπε η τύχη που του επιφύλαξαν οι εφοπλιστές και οι κυβερνώντες. Το πιο πλούσιο ταμείο, το ΝΑΤ, του πήραν τα λεφτά και τα διέθεταν όπου αυτοί ήθελαν, του φόρτωσαν 25.000 πρόσφυγες του Πόντου για συνταξιοδότηση και τελικά το κατάντησαν ένα απ’ τα πιο φτωχά ταμεία. Κι ο ναυτικός πλήρωνε τεράστια ποσά, που τα συμπλήρωνε κι ο πλοιοκτήτης. Κρατήσεις που έφταναν και ξεπερνούσαν ένα μέσο μισθό δημοσίου υπαλλήλου. Τώρα οι άνεργοι και άστεγοι έχουν κατακλύσει την ακτή Μιαούλη και που με τους άλλους ανέργους ξεπερνούν το 1,5 εκατομμύριο, οι έλληνες εφοπλιστές θα μπορούσαν να απορροφήσουν 200.000 που υπολογίζονται οι ναυτικοί που εργάζονται στα ελληνόκτητα πλοία. Αποξενωμένοι απ’ την παράδοση των προγόνων τους, που έζησαν στα βαπόρια κι έχοντας χάσει σχεδόν όλα τα ιδεώδη και χαρακτηριστικά του Έλληνα ζουν σε έναν άλλο κόσμο. Στον κόσμο των μπίζνεσμαν και του αφελληνισμού. Οι κυβερνώντες δεν τους χαλούν χατήρι. Ισχυριζόμενοι ότι απειλούν να αποσύρουν την ελληνική σημαία και θα μας λείψει το συνάλλαγμα που εισάγουν, τους κάνουν όλα τα χατίρια και όλες τις διευκολύνσεις.

Ακόμη και απ’ τον ΕΝΦΙΑ τους έχουν απαλλάξει. Η αλήθεια όμως είναι ότι 4.800 ελληνόκτητα πλοία έχουν ξένη σημαία και επανδρώνονται από περίπου 150.000-200.000 ξένους ναυτικούς. Τα δε υπό ελληνική σημαία ποντοπόρα πλησιάζουν τα 700.

Η συμπαιγνία κυβερνώντων και εφοπλιστών έχει φτάσει στο απροχώρητο. Ένας αφάνταστος πλούτος δημιουργημένος απ’ τους έλληνες ναυτικούς, με την καθοδήγηση των δεύτερων, δεν ανήκει και δεν προσφέρει πια στην πατρίδα το παραμικρό. Γιατί πέρασε η εποχή που εφοπλιστές και ναυτεργάτες εθεωρούντο συνεργάτες.

Τώρα θεωρούν τους εαυτούς τους millioners και τους ναυτικούς παραγιούς και κούληδες.


Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Τα ελληνικά ξενοδοχεία της Μοζαμβίκης

Από τα τέλη κιόλας του 19ου αιώνα, οι Έλληνες της Μοζαμβίκης έχουν στην κατοχή τους ξενοδοχεία. Στο Lourenço Marques και συγκεκριμένα στη διασταύρωση των οδών Rua Araujo και Rua Ferrer, πολύ κοντά στοσιδηροδρομικό σταθμό, συναντούμε το ξενοδοχείο «Central», ένα από τα παλαιότερα καταλύματα στην πόλη, το οποίο καταγράφεται στην απογραφή που διενεργήθηκε το 1894 στην πόλη[1]. Μερικά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1911 θα εξαγοραστεί από τον Εμμανουήλ Μπελιμπασάκη, ο οποίος έφθασε από το Λασίθι της Κρήτης λίγα χρόνια νωρίτερα[2]. Το 1920 το ξενοδοχείο θα αλλάξει ξανά ιδιοκτήτη, καθώς θα περάσει στα χέρια του Χ. Κυριακάκη[3]. Πριν όμως από το «Central», υπάρχει αναφορά σε παλιότερο ελληνικό ξενοδοχείο στην πόλη που ανήκει στον Θεοχάρη Χαριετάκη και λειτουργεί πριν από το 1907, χωρίς δυστυχώς να γνωρίζουμε το όνομά του[4]. Τέλος, άλλο ένα ελληνικό ξενοδοχείο ήταν το «Gloria» των Μυτιληνιών, Στέλιου Μαραγκού και Δημήτρη Μαρτίνη.       
 Το ξενοδοχείο «Central» του Χ. Κυριακάκη, τη δεκαετία του 1930

Το  «Central» όπως είναι σήμερα.
Στην Beira τώρα, εκτός από το «Victoria» που άνηκε στον Κασσιώτη Κώστα Πιπέρη και λειτουργούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα, υπήρχε το «Queens» του Κίμωνα Διοματάρη, το «Metropole» του Λημνιού Θεοδ. Θεοδωράκη, το «Acropole» του Γιώργου Στραμότα[5] και το «Beira» του Νικόλαου Ζαχάρη από την Κάσο. 
 To ξενοδοχείο «Queens» στα τέλη του 19ου αι.

 To ξενοδοχείο «Victoria», Beira 1904
 (A.N.T.D.T., PT-TT-CMZ-AF-GT-E-2-1-6-37).
Τέλος υπήρχε και ένα ξενοδοχείο στη Vila Pery, το «Αcropole», ιδιοκτησίας Εμμ. Βανδούζη.
  

[1] Reis, C., A populacao de Lourenço Marques em 1894, Instituto Nacional de Estatistica, Publicacoes do Centro de Estudos Demograficos, Lisboa 1973, σ. 29.
[2] Α.Π.Μ., επιστολή του Κων/νου Μπελιμπασάκη, αδερφού του Εμμανουήλ, προς το ελληνικό προξενείο του Lourenço Marques με ημερομηνία 29/7/1946.
[3] Το 1920 Ο Π. Μακρόπουλος δούλευε ως barman. Σχετικά στο Ημερολόγιο Πάνου Μακρόπουλου.
[4] Α.Π.Μ., επιστολή του γερμανικού προξενείου στο Lourenço Marques προς το ελληνικό προξενείο Αρ. Πρωτ. 381/ 2-4-1908, στην οποία γίνεται αναφορά στον Θεοχάρη Χαριετάκη με αφορμή τον θάνατο του αδερφού του Μανώλη που ζούσε στην περιοχή Kondoa της Τανγκανίκας.
[5]Εφημερίδα Λήμνος,  21/7/1929, α.φ. 682.
Πηγή: http://greeksofafrica.blogspot.gr

ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ




Του κ. Γιώργου Χρήστου

Φοιτούσα στο Γυμνάσιο και θα ήμουν Τρίτη ή Τετάρτη τάξη. Μέναμε με το Βασίλη το Μαστρογιάννη μέχρι που βγάλαμε το Γυμνάσιο, και περνούσαμε όμορφα και αγαπημένα. Εκείνες τις μέρες, έστειλε ο Γρηγόρης ο αδερφός του Βασίλη, ένα ποδήλατο.Ο Βασίλης έπρεπε να το πάει στο χωριό,αλλά πως; Χρήματα δεν υπήρχαν για να το βάλει στο λεωφορείο,οπόταν μου κάνει την πρόταση να το πάω εγώ στο χωριό μια και ήξερα καλό ποδήλατο. Εγώ δέχτηκα γιατί από τη μια θα γλύτωνα το εισιτήριο και από την άλλη θα χόρταινα ποδήλατο.
Έτσι λοιπόν την τελευταία μέρα του Σχολείου πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, μόλις τελειώσανε τα μαθήματα,κι ενώ οι άλλοι μπήκαν στο λεωφορείο για το χωριό,εγώ ξεκινούσα με το ποδήλατο. Χειμώνας,κρύο πολύ κι εγώ σιγά-σιγά είχα φτάσει στην ισιάδα που πηγαίνει για τα Θέρμα.
Εκείνη την ώρα,για καλή μου τύχη,περνούσε ο Βάιος ο Μανωλέρης με το φορτηγό του, φορτωμένος βαμβάκι, και με…αρπάζει.
-Πού πας βρε κουπρόσκ’λου μι του πουδήλατου; Γύρνα πίσου κι ακλούθα μι για να σι πάρου γω.
Θες ότι φοβήθηκα ,θες ότι αναλογίστηκα ότι δεν θα τα κατάφερνα να φτάσω στο χωριό,υπάκουσα,γύρισα πίσω και περίμενα να ξεφορτώσει.Αργά το βράδυ φτάσαμε στο χωριό.Η καυμένη η μάνα μου με περίμενε φυσικά με το λεωφορείο. Έμαθε ότι δε θα ερχόμουν με το λεωφορείο και ήταν ,με το δίκιο της έξω φρενών. Μόλις έφτασα στο σπίτι σαν τη βρεμένη γάτα η μάνα μου μ’ έκανε ρόμπα.
Ιγω σ΄’εστλα λεφτά να ‘ρτς μι του λεουφουρείου κι σι μπάτεχα.Τί να σι πω τώρα κουτζαμαν αντρα.
Εγώ κουκουλώθηκα με το πάπλωμα χωρίς να βγάλω κιχ. Τί να πω άλλωστε;

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Από τις στέπες στο Αιγαίο- Ντοκιμαντέρ


Λήμνος. Ο Ρωσικός Γολγοθάς από Aphroxilanthi


Το ρωσικό ενδιαφέρον για τον εντοπισμό των ιστορικών χώρων και την ανέγερση μνημείων στη Λήμνο όπου έδρασαν Ρώσοι στο παρελθόν προέκυψε πριν από περίπου μία δεκαετία.

Κάθε Οκτώβριο μάλιστα γίνονται στο νησί σχετικές εκδηλώσεις στις “Ημέρες Ρωσο-Ελληνικής φιλίας”.



Οι Ρώσοι εμφανίζονται σε δύο ιστορικές περιόδους στη Λήμνο. Την πρώτη, κατά τον ρωσοτουρικόπόλεμο του 1770 όταν ο ρωσικός στόλος με τον κόμη Αλέξιο Ορλώφ έφτασε στο νησί και πολιόρκησε το Καστρο. Στις συγκρούσεις με ισχυρές τουρκικές δυνάμεις σκοτώθηκαν 72 Ρώσοι ναύτες που θάφτηκαν στο Μούδρο. Πρόσφατα στήθηκε “μνημείο των πεσόντων το 177ο για την απελευθέρωση της Λήμνου στο προαύλιο της εκκλησίας του Ευαγγελισμού στο Μούδρο. Μνημείο των πεσόντων Ρώσων έχει στηθεί και στο Ρωμαίικο γιαλό στη Μύρινα.

Τη δεύτερη φορά, το 1920-21.

Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 και την επικράτηση των Μπολσεβίκων χιλιάδες στρατιωτικοί του ' ́Λευκού Στρατού'', κυρίως Κοζάκοι, και πολιτικοί εγκατέλειψαν τη Νότια Ρωσία και εγκαταστάθηκαν με τη βοήθεια των Συμμάχων ως πρόσφυγες σε πρώην συμμαχικά στρατόπεδα, στα Βαλκάνια, την Τουρκία και την Τύνιδα.

Το σύνολο αυτών των φυγάδων υπερέβαινε τους 200.000 άνδρες και ήταν ο κύριος όγκος των Λευκορώσων εμιγκρέ που πλημμύρισαν την Ευρώπη. Πολύ σύντομα ο τεράστιος αριθμός ανδρών (και γυναικών) κατανεμήθηκε σε είκοσι οργανωμένα στρατόπεδα.

Ο Ρωσικός Γολγοθάς

Οι πρώτοι 5.000 Ρώσοι έφθασαν στη Λήμνο το Μάρτιο του 1920 και εγκαταστάθηκαν στα συμμαχικά στρατόπεδα στην περιοχή μεταξύ Πορτιανού και Τσιμανδρίων κάτω από άθλιες συνθήκες και κακουχίες που προκάλεσαν πολλούς θανάτους.

Ακολούθησαν και άλλες καραβιές. Οι πρώτοι μήνες της διαμονής στη Λήμνο ήταν εξαιρετικά δύσκολοι.

Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν σκληρές και η χορήγηση τροφίμων από τους Συμμάχους περιορισμένη.

Πολλοί πουλούσαν στους ντόπιους, αλλά και στους Άγγλους και Γάλλους στρατιωτικούς, πολύτιμα αντικείμενα που έφεραν από την πατρίδα τους, για να επιβιώσουν.

Οι θάνατοι αυξάνονταν από τις κακουχίες και επιδημίες. Στα τέλη Μαρτίου οι Άγγλοι παραχώρησαν για τους ρωσικούς τάφους ένα κομμάτι γης στο ακρωτήριο Πούντα. Μέχρι τα τέλη Μαΐου στο λιμάνι Καλογεράκι παρέμεινε το ατμόπλοιο «Βλαδίμιρ» στο οποίο βρισκόταν το νοσοκομείο με πληγέντες αξιωματικούς που μετακινήθηκαν από την Νοβοροσίσκ. Μεγάλο μέρος των νεκρών αποτελούσαν τα παιδιά. Συνολικά υπολογίζεται ότι θάφτηκαν στο ρωσικό νεκροταφείο της Λήμνου 350 Ρώσοι από τους οποίους τα 82 ήταν παιδιά.

Τον Ιούνιο του 1921 άρχισαν να μεταφέρουν τις κοζάκικες στρατιωτικές μονάδες και πρόσφυγες στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, κίνηση που ολοκληρώθηκε στο τέλος της χρονιάς. Από τον Ιανουάριο του 1922 μέχρι τον Μάρτιο του 1924 στο νησί παρέμειναν δύο αξιωματικοί στα καθήκοντα των οποίων ήταν η συντήρηση των ρωσικών νεκροταφείων, τα οποία, στα χρόνια που μεσολάβησαν, εγκαταλείφθηκαν και ερημώθηκαν. Η προσπάθεια εντοπισμού και ανασύστασης του ρωσικού νεκροταφείου καθώς και την τέλεση ετήσιων μνημοσύνων από τη ρωσική πλευρά άρχισε το 2004.

(Πηγή: Μουσειολογική Μελέτη του Κέντρου Ιστορικής Ενημέρωσης Λήμνου στο Πορτιανού)

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ

(Όπως τη θυμάται ένας παλιός απόμαχός της)




Του Γ. Φίκαρη



Η ζωή του ναυτικού είναι ένα μείγμα δράσης, περιπέτειας και μονοτονίας. Η μονοτονία του μεγάλου ταξιδιού διασπάται από τα καθιερωμένα (ίδιο ωράριο, ίδια πρόσωπα, ίδιο περιβάλλον και καθιερωμένα φαγητά κάθε μέρα της εβδομάδας, πέντε μέρες κρέας και δύο μέρες ψάρι) και από αναπάντεχα συμβάντα που χρειάζονται άμεση δράση και λύση.
Μια κακοκαιρία, ένα ατύχημα, μια ξαφνική αρρώστια- πολλές φορές άγνωστα συμπτώματα και αρρώστια που χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα και ιατρικές οδηγίες, ένα σπάσιμο, μια δηλητηρίαση και τόσα άλλα- και τόσες άλλες αβαρίες του βαποριού, που λόγω της απόστασης απ’ τη στεριά, χρειάζονται προσωρινή αλλά άμεση αντιμετώπιση- λύση.
Πολλές φορές, μάλιστα, δεν επισκευάζονταν στο πρώτο λιμάνι (τσιμεντάρισμα, ζημιές μηχανής και ηλεκτρομηχανών κ.α.). Τις άφηναν για το μέλλον θέλοντας να προφτάσουν το «κατσέλο». Το ρήγμα όμως δεν εστιάζεται μόνο στο σημείο που έμπαινε το τσιμέντο και προχωρά πιο πέρα. Αυτή ήταν πάντα η δικαιολογία. Δεν την έλεγαν μόνο, όταν θέλοντας να κερδίσουν καύσιμα για λογαριασμό τους, έλεγαν στα τηλεγραφήματα το “owing bad weather” εις βάρος των χρονοναυλωτών. Όμως η λαμαρίνα ξανασχίζεται και πάλι τα ίδια. Κι όταν πια δεν μπορούσε να γίνει τίποτα, ακουγόταν το SOS στη μέση του Ειρηνικού και του Ατλαντικού και του Ινδικού κι άκουγες τα διπλανά και τα πιο μακρινά βαπόρια να απαντούν, το βούισμα των σημάτων, όπως βουίζει ένα μελίσσι όταν θυμώσουν οι μέλισσες.
Πολλές φορές άκουγες το παζάρι με τις εταιρείες των ρυμουλκών. Καμιά φορά πάλι έβλεπες μπροστά σουτο καράβι που ήταν σε κίνδυνο να πετά φωτοβολίδες κινδύνου, να είναι χάση κόσμου απ’ τη φουρτούνα και να μένεις κοιτάζοντας, γιατί δεν μπορούσες να προσφέρεις τίποτα. Ήταν αδύνατο να πλησιάσεις. Και περνούσαν οι ώρες αγωνίας, κυρίως μετά την εγκατάλειψη. Τότε μόνο η προσευχή να κοπάσουν τα κύματα ήταν η λύση. Από εκεί και πέρα μόνο ο Θεός.
Πόσοι δεν έμειναν σε ένα κομμάτι ξύλου ή σε μια σχεδία περιμένοντας τω σωτήρα του και πόσοι δεν άντεξαν το κρύο και τα μανιασμένα κύματα και εκείνος που περίμεναν ως σωτήρα μάζεψε μόνο τα άψυχα σώματά τους.
Εκεί μπαίνει και η ευθύνη των πλοιοκτητών. Που δεν φρόντισαν να έχουν τις σωστές λέμβους και τα κατάλληλα καπώνια για να μπορέσουν να κατέβουν οι λέμβοι. Δεν μίλησε κανείς ποτέ ή σχεδόν ποτέ εκείνα τα χρόνια για τίποτα από αυτά. Τα προξενικά λιμεναρχεία σχεδόν εχθρικά απέναντι στον Έλληνα ναυτικό που πήγαινε να διαμαρτυρηθεί. Του έκλειναν την πόρτα κατάμουτρα. Ούτε που τους έβαζαν μέσα. Και πριν και μετά το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν».
Η μονοτονία αυτή όμως καμιά φορά διακόπτεται από μια μικρή συντροφιά και ένα μπουκάλι ουίσκι, που όμως δεν γίνεται τακτικά γιατί υπάρχει η βάρδια και η κούραση από τη συνεχή φροντίδα για την ασφάλεια του πλοίου και των επιβαινόντων στη διάρκεια του ταξιδιού.
Στο λιμάνι όλα αλλάζουν. Η περιέργεια του καινούριου και η αναμονή για τη βραδινή έξοδο. Έχει πια ξεχαστεί κάθε δυσκολία του ταξιδιού, όπως και κάθε σκέψη για επιστροφή στην πατρίδα και αλλαγή επαγγέλματος. Στα λιμάνια βρίσκει κανείς κάθε είδος ανθρώπινης ύπαρξης. Λευκοί, κίτρινοι, μαύροι και μιγάδες. Όλοι μαζί, όμως, συνθέτουν το παζλ της λειτουργίας κάθε λιμανιού.
Ο πράκτορας, ο σιπσαντής, το λιμεναρχείο, το τελωνείο και το immigration, όλοι παρόντες για τη λήξη του καραντί και της ελευθεροκοινωνίας. Σε κάποια λιμάνια γέμιζε το καράβι μικροπωλητές. Δεν ξεχνιούνται οι μικροπωλητές του Σουέζ που έμεναν σε όλη τη διέλευση του καναλιού και με τα σπασμένα ελληνικά τους διαλαλούσαν: Έχει καλό πράμα ρε, έχει βαλίτσα, έχει παντελόνι κοντομάνικο (παντελόνι σορτς), έχει χασίσι κ.α. ακατανόμαστα.
Θυμάμαι τον φαντάρο με το αυτόματο στον ώμο, στα κράτη του τότε ανατολικού μπλοκ, που σου υπενθύμιζε ότι εκεί δεν είναι σαν τον άλλο κόσμο. Το ξεκρεμούσαν με το παραμικρό. Έπρεπε να προσέχεις κάθε λεπτομέρεια των κινήσεων και των πράξεών σου.
Γιατί μπορούσαν να θεωρήσουν έγκλημα αθώες κινήσεις και πράξεις. Κύριος έλεγχος η διακίνηση προϊόντων της Δύσης (νάιλον, τζιν τσιγάρα και ποτά). Στις προηγμένες χώρες της Αμερικής, της Ευρώπης και της Ασίας, οι Έλληνες και ξένοι έμποροι που πουλούσαν τα είδη τους μόνο στους έλληνες ναυτικούς ήξεραν ότι ο Έλληνας είναι κουβαλητής στον τόπο του και είχαν οργανώσει πωλήσεις εμπορευμάτων στα είδη που τους ενδιέφεραν. Μπαούλα και βαλίτσες κουβαλούσαν τότε οι έλληνες ναυτικοί στον τόπο τους. Θυμάμαι κάποιον που έφερε την καμπάνα της πλώρης του πλοίου, που πήγαινε για παλιοσίδερα, για να τη δωρίσει στην εκκλησία του χωριού του. Αλυσίδες, σχοινιά, σερβίτσια, μαχαιροπίρουνα και ό,τι άλλο μπορούσε να εξοικονομήσει μισοτιμής ή τσάμπα για να γεμίσει το σπιτικό του. Έτσι ήταν η τότε φτωχή Ελλάδα. Είχε ανάγκη απ’ τα τελείως αναγκαία. Πράγματα που σήμερα φαίνονται άχρηστα και «μπανάλ» είχαν τότε την αξία τους.
Έτσι όμως έλληνας ναυτικός έβαλε το πρώτο λιθαράκι στην ανάπτυξη της Ελλάδα με το συνάλλαγμα που κουβάλησε και στη συνέχεια τοποθέτησε όπου μπορούσε στην πατρίδα του. Αυτό εκμεταλλεύονται και σήμερα οι κύριοι εφοπλιστές, για να ζητούν απαλλαγές και διευκολύνσεις απ’ το ελληνικό κράτος, ενώ δεν προσφέρουν τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Ο έλληνας ναυτικός δημιούργησε και τη μεγάλη ελληνική ναυτιλία. Γιατί μπόρεσε και ταξίδεψε τα σαράβαλα του πολέμου με κάθε μέσον και πατέντα που δεν μπόρεσαν ή δεν ήθελαν οι ξένοι εφοπλιστές. Και οι εφοπλιστές αγόρασαν πλοία και τα αυγάτισαν ταξιδεύοντας όπου υπήρχε πολεμική ζώνη και εισέπραξαν τεράστια ποσά. Μερικές φορές σε κάθε ταξίδι κέρδιζαν κι ένα πλοίο. Δεν νοιάστηκαν για τα κουφάρια ανθρώπων και καραβιών που άφησαν στα λιμάνια της εμπόλεμης ζώνης. Εισέπραξαν όμως τεράστιες αποζημιώσεις απ’ τις ασφάλειες.
Κάποτε έλληνας εφοπλιστής μου εκμυστηρεύτηκε ότι τα ασφάλιστρα αυξήθηκαν 32 φορές σε μία ημέρα. Ανάλογα ήταν και τα ασφάλιστρα που εισέπρατταν. Το αποτέλεσμα; Έγιναν οι κολοσσοί της διεθνούς ναυτιλίας, έβγαλαν του Έλληνες απ’ τα πλοία τους, που πάλι κατορθώνουν να τα ταξιδεύουν γιατί πια είναι σύγχρονα και υπεραυτόματα και κυβερνούνται απ’ τη γέφυρα και τη μηχανή με 2-3 άτομα.
Στις δύσκολες εποχές της κρίσης πάντα ο έλληνας ναυτικός είχε το μεγαλύτερο μερίδιο ανεργίας και εκμετάλλευσης. Τη δεκαετία του 50 ταξίδευε άμισθος, πρώτα με τα καΐκια, εμπορικά και σφουγγαράδικα, γιατί έπρεπε να κάνει κάποια υπηρεσία πριν μπει σε καράβι. Άλλη ζωή- κόλαση. Να φορτώνει και να ξεφορτώνει το καΐκι, χωρίς φαΐ μαγειρεμένο, χωρίς κρεβάτι. Δέκα άτομα σ’ ένα καΐκι 10 μέτρων. Τώρα μισθοί πείνας και ανεργία και εκμετάλλευση απ’ τα «λαυράκια» της ακτής Μιαούλη που σου παίρνουν 1-2 μισθούς για να σε μπαρκάρουν.
Και οι έλληνες εφοπλιστές, που έχουν χάσει κάθε επαφή με τον Έλληνα και τα προβλήματά του, να μην κάνουν τίποτα έστω και με μισθούς πείνας να καλύψουν ένα μέρος των ελλήνων ανέργων που αναζητούν την τύχη τους σε όποια χώρα τους δεχτεί και πολλές φορές τους γυρνάνε πίσω σαν λαθρομετανάστες.
Ένα καράβι, ένα αμπέλι και μια ελιά να μείνει στον Έλληνα, λέει ο Ελύτης, μπορεί να ξαναφτιάξει την πατρίδα. Το καράβι ακόμη περισσότερο, γιατί βοηθά στη δημιουργία και των άλλων δύο. Το καράβι όμως το πήραν και το παρέδωσαν σε Έλληνες που δεν μιλούν ούτε τη γλώσσα τους. Το παρέδωσαν στα διεθνή χρηματιστήρια και τους μετόχους ξένων funds και ιδιωτών. Δεν έχει πια τίποτα το ελληνικό πάνω του. Σημαία, σύμβολα, πλήρωμα, όλα ξένα. Αυτό όμως δεν μπορεί να κρατήσει πολύ. Λένε ότι η ναυτιλία ακολουθεί το δρόμο της. Απ’ το Βορρά προς Νότο και Ανατολή. Εκεί που υπάρχει μικρό μεροκάματο.
Εκείνο που τους κάνει να έχουν μια μικρή επαφή με την Ελλάδα είναι η μικρή φορολογία και οι διευκολύνσεις που έχουν απ’ το ελληνικό κράτος, που αντάμα με τους «κυβερνώντες» μπορούν ακόμα να παίρνουν, καταπατώντας κάθε ισοτιμία και ισονομία έναντι των μικρών και των μεσαίων Ελλήνων.
Το ελληνικό δαιμόνιο των εφοπλιστών, δηλαδή, επεκτείνεται μόνο στη μείωση της εργατικής και ασφαλιστικής δαπάνης , που τότε περνούσε απ’ τις απολαβές των ελλήνων ναυτικών και τώρα της κάθε είδους λατσιόνας που περνά απ’ τη νομοθεσία της ελληνικής σημαίας και των άλλων σημαιών ευκαιρίας. Δυστυχώς, μέχρι τώρα τα καταφέρνουμε σε τέτοιο σημείο που πολλοί λένε ότι η φορολογία ενός πλοίου με ελληνική ή άλλη σημαία ευκαιρίας είναι περίπου ίδια με τη φορολογία ενός περιπτέρου.
Δεν μένει λοιπόν τίποτα άλλο απ’ το «θρύλο» του έλληνα εφοπλιστή, παρά η καταγωγή και το respect που πηγάζει απ’ την καταγωγή του- αρχαίους Έλληνες- που ανορθώνει το προφίλ και το image τους. Μόνο οι ξένοι και λόγω της ελληνικής κρίσης όμως κάνουν αυτές τις διαπιστώσεις και ζητούν τη φορολόγησή τους. Οι δικοί μας εφησυχάζουν και γίνονται συνένοχοί τους.