Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Το “βάπτισμα” στη θάλασσα

Του Γ. Φίκαρη

Πρωτομπαρκάρησα στα 16 μου με ένα σκυλοπνίχτη 35 τόνων. Τότε για να μπαρκάρεις σε καράβι ήθελε προϋπηρεσία. Βάλθηκα να την κάνω πριν την ώρα της. Ένα μήνα το καλοκαίρι, Λήμνο-Θεσσαλονίκη. Δυο άτομα πλήρωμα κι ο καπετάνιος, o ιδιοκτήτης. Οι δυο μας το φορτώναμε και το ξεφορτώναμε. M’ έβαλε στο τιμόνι μόλις βγήκαμε απ το λιμάνι κι εκείνος πήγε και κοιμήθηκε. Ήτανε, λέει, ξενύχτης. Σε λίγο άρχισα να ξερνώ. Έβγαινα απ το σπηράγιο για να μην το λερώσω και ξαναγύριζα στο τιμόνι. Έφυγα στο δεύτερo ταξίδι, φτάνοντας στη Μύρινα. Άφησα και το φυλλάδιο. Χάρισμά σου του είπα, εγώ εγκαταλείπω... 

Τον άλλο χρόνο ,τελειώνοντας το τότε γυμνάσιο, άρχισαν πάλι σκέψεις για το σήμερα και το αύριο. Καμιά άλλη προοπτική κι ελπίδα. Ετοιμάστηκα να φύγω αλλά με πρόλαβε το ξεμπαρκάρισμα δυο μεγαλύτερων της οικογένειας. Πιάσανε να με συμβουλέψουν.

-«Τέσσερα χρόνια τζόβενο και ναύτης είναι πολλά. Να γίνεις μαρκόνης, μου είπαν. Έτσι μπορεί να μείνεις εσύ πίσω άμα μετανιώσεις. Να σ’ έχουνε και οι γέροι μας συντροφιά.»

Τελειώνοντας τη σχολή μπαρκάρισα σχεδόν αμέσως. Πήρα το καράβι απ’ τη Μασσαλία. Μου φόρτωσαν και μια ντουζίνα Πακιστανούς και Ινδούς πλήρωμα. Ταλαιπωρήθηκα να τους κουμαντάρω. 

Φτάνοντας στα σύνορα Ιταλίας- Γαλλίας τους έβγαλαν απ’ το τραίνο οι Γάλλοι. Μύριζαν αυτοί, τα γιατροσόφια και τα κιλίμια τους. Βγήκα κι εγώ μαζί τους και περίμενα το επόμενο τρένο. Ξαναμπήκαμε. Στο δρόμο πάλι τα ίδια με τους ελεγκτές. Αργά το βράδυ φτάσαμε επιτέλους στη Μασσαλία, όπου έλειπαν τρείς. Μας περίμενε ο γραμματικός στο σταθμό. 

-«Καλωσόρισες και εύγε. Καλά τα κατάφερες», μου είπε.

Πρώτη ψυχρολουσία. Είκοσι χρονών, πρωτόβγαλτος. Να μπερδεύεται η γλώσσα και τα πόδια σου. Να πνίγεσαι και να σου ζητούνε να τα βάλεις με τους Γάλλους ρατσιστές. Που καταλάβαιναν εγγλέζικα αλλά σου απαντούσαν γαλλικά που εσύ δεν ήξερες.

Στο καράβι η ατμόσφαιρα άλλαξε. Όλα φάνταζαν ωραία, πολυτελή και πεντακάθαρα. Το μεσημέρι καθήσαμε στην τραπεζαρία με τους Γάλλους, που θα μας παρέδιναν το βαπόρι. Τα ορντέβρ με το ricard, o σερβιτόρος να φέρνει ένα- ένα κομμάτια του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου πιάτου, ο μετρ να παρακολουθεί κι εμείς να τα χάφτουμε με μια μπουκιά και να περιμένουμε το επόμενο. Ιεροτελεστία το φαΐ για τους Γάλλους. Δυο-τρεις ώρες υπόθεση. Η άγνοιά μας για το Σαβουάρ βιβρ, σε όλο της το μεγαλείο. Χαμογελούσαν όμως οι Γάλλοι καλοκάγαθα. Τούς άρεσε η άγνοια και η αγνότητά μας. Σε δυο-τρεις μέρες ήρθε και η ώρα της αναχώρησης. Τα προβλήματα της επαγγελματικής ανεπάρκειας, της έλλειψης πείρας και της προσαρμογής στις δύσκολες συνθήκες του ταξιδιού. Κοντά και τα πειράγματα των παλιότερων. Αλίμονο στα «τζόβενα», τα «καμαροτάκια» και τους «καθαριστές», που τους έπιανε η θάλασσα και ζαλίζονταν. Κάποιους τους στέλνανε στη μηχανή να φέρουν το γατζόκλειδο για να κουρντίσουν το χρονόμετρο της γέφυρας κι άλλους να φέρουν νερό να ποτίσουν τα λουλούδια της μηχανής. Και να είσαι στο βόρειο Ατλαντικό- τόξο η πορεία- στό Bay, στα μουσώνια του Ινδικού και τους κυκλώνες του Ειρηνικού. Ευτυχώς η Μεσόγειο μας έκανε τη χάρη. 

Τελικά όλα τα γιατρεύει ο χρόνος. Φτάνεις γρήγορα στη γεροσύνη και τη γνώση κι αλλάζει η εικόνα σου, η δύναμη και η θέλησή σου. Μόνο η θύμηση αυτών που άφησες πίσω σου μένει να σου τριβελίζει το μυαλό. Κυρίως της μάνας που ξέρεις ότι σε έχει πάντα στη σκέψη της και ανάβει για σένα το καντήλι κάθε μέρα. Και να μην ήθελα μου τη θύμιζε το ρόδι που μου έδωσε φεύγοντας η γιαγιά μου και το είχα κρεμασμένο στο μπουλμέ.

Πέρασα καλά χρόνια στη θητεία μου στα καράβια. Καλύτερα απ όλα τα επόμενα . Παρόλο που αυτά ήταν δεμένα με τα προηγούμενα. Είδα πολλά και έμαθα πολλά, που με βοήθησαν να ξεχωρίζω τα πράγματα, να γίνω πιο ανθρώπινος και πιο άξιος. Τελικά , καλύτερα να σπάσεις μια πλώρη ή να κάψεις έναν ασύρματο, απ’ το να συνεργείς να μεγαλώνει το απόστημα που λέγεται ζωή στη στεριά, για το κέρδος, τη δόξα και το τίποτα . Να γίνεσαι τροχός που πατά ό,τι έχεις μπροστά σου, φτάνει να είσαι δυνατός, ασυλλόγιστος η αχαλίνωτος. Να σπέρνεις την καταστροφή και να μη σε νοιάζει, αρκεί να γίνεται το δικό σου η των πατρώνων σου, καλή ώρα......

Γι αυτό ο στοχαστής κωδικοποιεί, συγκρίνει, ανεβάζει και εξυμνεί τους ανθρώπους της θάλασσας:

«Η θάλασσα έχει τη δικαιοσύνη της. Καλύτερη από τη στεριά.Δεν έχει λόγια· έκαμες — έλαβες· σου το εκρέμασε ώστε να ειπής απίδι· σου το ετίναξε απάνω σαν αστραπόβολο!…»

«Οι ναύτες είναι ακροβάτες... Μπορούνε ν' ανεβούνε στην κορφή του καταρτιού από ένα σκοινί, χωρίς ν' ακουμπάνε τα πόδια τους πουθενά. Μπορούν να κρατηθούν για μια στιγμή κρεμασμένοι απ' τα δόντια, να περπατήσουνε πάνω σ' έναν κάβο τεντωμένο κι από κάτω τους να κυλάει το ρέμα. Τα χέρια τους είναι γιομάτα σημάδια από χτυπήματα, μαγκώματα. Σε κάποιους λείπει δάχτυλο. Το 'φαγε μακαράς, συρματόσκοινο, βίντσι. Απόμεινε χάμω ζεστό για λίγο. Η γάτα το μύρισε κι έφυγε. Ο σκύλος του καραβιού το γνώρισε και το 'γλειψε. Το σάρωσε το τζόβενο μαζί με τ' άλλα σκουπίδια.» Ν. Καββαδίας