Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Αναζητώντας το χαμένο παρελθόν

Στα μέρη του Ρέις Ντερέ ψάχνει να βρει όσα δεν έμαθε από τον πατέρα του ο κ. Χρήστος

«Δεν ξέρω γιατί τα ψάχνω τώρα. Εκείνο που ξέρω είναι ότι έχω μετανιώσει που δεν τα έψαξα νωρίτερα. Θέλω να βρω το χαμένο παρελθόν του πατέρα μου. Τις ρίζες μου. Ξενιτευτήκαμε εδώ, δουλέψαμε πολύ και δεν είχαμε το μυαλό ή το χρόνο να τα ψάξουμε νωρίτερα» λέει ο επτά δεκαετιών και βάλε, Χρήστος Μίνγκος (πρώην Τσιλιμίνγκος) που από το 1961 ζει στη Μελβούρνη.


Ενώ εσείς διαβάζετε τούτες τις αράδες, εκείνος ταξιδεύει για να επιστρέψει στα χώματα που έθρεψαν τον πατέρα του τον κυρ-Γιάννη. Είναι τα χώματα που μάτωσαν από το αίμα του πατέρα του, εκείνο το μοιραίο φθινόπωρο του 1922. Είναι τα χώματα του Ρέις Ντερέ, στα παράλια της Μικράς Ασίας και ο κύριος Γιάννης που «ξεκουράζεται» στην αυστραλιανή γη σήμερα και άφησε τα εγκόσμια σε ηλικία 106 χρόνων, δεν τα ξαναπάτησε μετά από τον διωγμό.


«Ποτέ δεν μας ζήτησε να πάει εκεί. Μιλούσε για το Ρέις Ντερέ πολύ αλλά το ότι η μάνα μου πονούσε πολύ κάθε φορά που αναφερόταν στον διωγμό τους από τη Μικρά Ασία και δεν ήθελε να μιλά καθόλου για εκείνες τις μαύρες μέρες, μάλλον τον έκανε πιο επιφυλακτικό».


Η ιστορία του Χρήστου και του πατέρα του είναι μοναδική γι' αυτόν και σημαντική για όλους μας. Είναι και ενδεικτική όμως. Ενδεικτική του γεγονότος ότι κάθε μέρα που περνά η παροικία μας χάνει ένα πολύτιμο ιστορικό κεφάλαιο. Οι ηλικιωμένοι μας, ο ένας μετά τον άλλο, φεύγουν. Και μαζί τους φεύγει ένα τεράστιο κεφάλαιο εμπειριών και ιστορίας. Αυτό το κεφάλαιο σοφίας ξεπερνά τα στενά όρια μίας οικογενειακής ιστορίας. Μία απ' αυτές τις ιστορίες δεν πρόλαβε να μάθει και ο κ. Χρήστος, μία απ' αυτές τις ιστορίες είναι και η ιστορία του πατέρα του. Ένα παράπονο και μία δικαιολογημένη περιέργεια, τον οδηγούν πίσω στο Ρέις Ντερέ σήμερα. Κατάφερε να κρατήσει κάποιες μνήμες στο μυαλό του.


«Επιστρέφω εκεί με έναν ιστορικό, τον κ. Jim Claven, για να με βοηθήσει» λέει ο Χρήστος και αρχίζει να εξιστορεί τις «σημαδούρες» που θα χρησιμοποιήσει για να βρει το χαμένο παρελθόν της οικογένειάς του. Περιστατικά καθημερινά αλλά και μαρτυρικές εμπειρίες που άκουσε από τον πατέρα του αυτές οι «σημαδούρες».


Ο Ρεϊζντεριανός κυρ-Γιάννης τα έλεγε από μόνος του, πού και πού και ο Χρήστος που τ' άκουγε, άλλοτε έδινε σημασία και άλλοτε όχι. Στύβει το μυαλό του τώρα για να μου μεταφέρει τα λόγια του πατέρα του. Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, κάθε φορά που αναφέρεται στο Ρέις Ντερέ είτε η αναφορά αυτή σχετίζεται με το δικό του ταξίδι εκεί ή με τον πατέρα του, τα ρήματα που χρησιμοποιεί είναι «γύρισε πίσω, επέστρεψε, επιστρέφω». Οι λέξεις που ενστικτωδώς επιλέγει, λένε πολλά. Μπορεί ο Χρήστος να γεννήθηκε στον Κοντιά της Λήμνου, μπορεί ο πατέρας του να έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Λήμνο αλλά το Ρέις Ντερέ, που μόνο μαρτυρικές εμπειρίες έβαλε στο ιστορικό αυτής της οικογένειας, παραμένει το κέντρο του κόσμου τους. Το σημείο επιστροφής και αναφοράς.


ΜΑΡΤΥΡΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ


«Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1872 στο Ρέις Ντερέ. Το 1914 έφυγε μαζί με τις δύο του αδελφές και πήγε στη Λήμνο, στο χωριό Λέρα. Στην Αμερική ήθελε να πάει. Πήγαιναν πολλοί τότε. Δεν τα κατάφερε. Δεν τον δέχθηκαν. Δεν είχε δουλειά, όμως, στη Λήμνο. Είχε ξεσπάσει και ο πόλεμος οπότε τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Αναζητώντας δουλειά, πήγε στη Θεσσαλονίκη». Η μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε τη Θεσσαλονίκη το 1917 «έκαψε» και τα όνειρα του κ. Γιάννη Τσιλιμίνγκου να φτιάξει τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη.


«Επέστρεψε στη Λήμνο και του έκαναν προξενιό τη μάνα μου, Γεωργία την έλεγαν, το γένος Σαλακιανού. Ήταν πολύ μικρότερή του και καταγόταν από τον Κοντιά. Η μάνα μου έλεγε ότι οι γονείς της δεν είχαν πρόβλημα που ο πατέρας μου ήταν 30 χρόνια μεγαλύτερός της» λέει ο κ. Χρήστος. Θυμάται ότι η μάνα του πάντα έλεγε ότι οι γονείς της θεωρούσαν εγγύηση για την ευτυχία της ότι ο κυρ-Γιάννης ήταν Μικρασιάτης. «"Είναι προκομμένοι και καλοί σύζυγο"' της είπαν οι γονείς της».


Ο Γιάννης ο Τσιλιμίνγκος παντρεύτηκε την Γιωργούλα και μέσα σε λίγους μήνες, κατάλαβε ότι τα χώματά του δεν ήταν η Λήμνος αλλά το Ρέις Ντερέ. Και σ' αυτά επέστρεψε το 1918 και σ' αυτά έμεινε έως το 1922.


«Η μητέρα μου δεν μίλησε ποτέ για τον διωγμό. Όταν ξέσπασε το κακό έπεσε μέσα σε ένα πηγάδι με την αδελφή του πατέρα μου και άλλες γυναίκες για να αυτοκτονήσουν. Δεν ήθελαν να τις αγγίξουν οι Τούρκοι. Έτσι έχασε η μάνα μου το πρώτο της παιδί. Πνίγηκε μέσα σ' εκείνο το πηγάδι. Έτσι έχασε και ο πατέρας μου την αδελφή του. Στα πόδια της μάνας μου σ' εκείνο το πηγάδι. Πατώντας σε πτώματα συγχωριανών της, σώθηκε η μάνα μου. Δεν μπόρεσε να πάρει τη ζωή της. Βγήκε, δεν ξέρω πώς, από το πηγάδι, μία-δυο μέρες μετά και πήρε και αυτή τα βουνά. Για 50 μέρες κρυβόταν με άλλες γυναίκες. Έως ότου κατάφερε να περάσει απέναντι».


«Ο πατέρας μου μας έλεγε μία ιστορία για τον διωγμό. Τους πήραν από το χωριό δύο Τούρκοι να πάνε να τους εκτελέσουν. Τον ένα ο πατέρας μου τον ήξερε και τον ρώτησε "πού μας πας;". "Γιάννη, πάμε να σας σκοτώσουμε όλους. Έχουμε διαταγή" του είπε ο Τούρκος… Ο πατέρας μου του ζήτησε να τους αφήσουν και ο Τούρκος του είπε "αν σας αφήσουμε θα σκοτώσουν εμάς". Και τότε ο Τούρκος λέει στον πατέρα μου… "Γιάννη ποιος είναι ο πιο γκανταμπαής", δηλαδή ο πιο νταής και ο πατέρας μου λέει "δεν είναι κανένας". Τότε ο ένας Τούρκος σήκωσε το όπλο του και σκότωσε έναν συγχωριανό. Ο αδελφός του σκοτωμένου με το που είδε νεκρό τον αδελφό του είπε στον πατέρα μου "μίλα του και θ' αρπάξω τον άλλο από το πόδι". Και πραγματικά αυτό έκανε, τον κατέβασε, του πήρε το όπλο και άρχισε να τον χτυπά. Ο άλλος Τούρκος έφυγε, το έσκασε. Όταν έγινε αυτό και πήραν τα αίματα τον Τούρκο, ο πατέρας μου θεώρησε καλό να πάρει το όπλο και το δισάκι του και να τα ρίξει στη ρεματιά για να μην τους κυνηγήσουν. Οι άλλοι χωριανοί 30-40 περίπου άνδρες, γυναίκες, παιδιά έφυγαν. Μόνος του πήρε τα βουνά για να γλιτώσει».

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Nayazi Misri: Ο μεγάλος τούρκος ποιητής που εξορίστηκε στη Λήμνο για τη δύναμη του κηρύγματός του

O Νιγιαζί Μισρί είναι ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους των τάξεων του ισλαμικού σουφισμού που έζησε το 17ο αιώνα. Η αξία του έργου του θεωρείται πολύ μεγάλη και οι μελετητές της μουσουλμανικής λογοτεχνίας έχουν αφιερώσει αρκετές δημοσιεύσεις, παρουσιάζοντας και αναλύοντας την ζωή και το έργο του και φυσικά το ιστορικό φόντο μέσα στο οποίο έζησε, εξαιτίας του οποίου δεν κατάφερε να τύχει της αναγνώρισης που του άρμοζε στην πατρίδα του. Αντιθέτως, εξορίστηκε και πέθανε μακριά από αυτήν, στη Λήμνο.


Γεννήθηκε στη Μαλάτια το 1618 και συνέχισε τις σπουδές του στο Ντιγιάρμπακιρ (Κουρδιστάν), στο Μαρντίν, την Καρμπάλα, την Αίγυπτο, την Κωνσταντινούπολη, το Ελμαλί, το Ουσάκ, την Κιουτάχεια και την Προύσα.


Πέθανε το 1694 στη Λήμνο, ενώ βρισκόταν σε εξορία. Είναι γνωστός ως "Misri" (από την Αίγυπτο) καθώς πρώτα σπούδασε εκεί.
Πιστός στις ιδέες του Ibn Arabi, του Rumi και του Yunus Emre, ο Misri μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μία σύνθεση αυτών των τριών σπουδαίων Σούφι.
Εξέδωσε πολυάριθμα βιβλία και περίπου 250 από τα ποιήματά του έγιναν ύμνοι. Από αυτή την άποψη, κατατάσσεται δεύτερος μετά τον Yunus Emre, ο οποίος είχε περισσότερα τέτοια ποιήματα.
Γνωστός για την ευθύτητά του, τον ενθουσιασμό και τη βαθιά γνώση του, ο Misri προωθούσε κάποιες ιδέες που δεν άρεσαν στους ηγεμόνες της εποχής του. Έτσι, εξορίστηκε στο νησί της Ρόδου αρχικά και μετά στη Λήμνο δύο φορές.
Αντιμέτωπος με την ακραία καταπίεση των κυρίαρχων ελίτ της εποχής του, ο Misri πέρασε 16 χρόνια από τη ζωή του σε μπουντρούμια ή υπό κράτηση. Οι αβάσιμοι και παραληρηματικοί φόβοι των ηγεμόνων είχαν ως αποτέλεσμα τη συκοφαντία του και αυτός ο μεγάλος σούφι υπέφερε χωρίς λόγο.
Ηγετικά πρόσωπα της εποχής του είχαν ενοχληθεί από το γεγονός ότι οι ιδέες του και η διδασκαλία του είχαν μεγάλη επιρροή στο ευρύ κοινό. Τον κατηγόρησαν λοιπόν ότι προσπαθούσε να πυροδοτήσει ξεσηκωμό.

Δύο χρόνια αφότου εστάλη εξόριστος στη Λήμνο, του δόθηκε χάρη, αλλά δεν επέστρεψε. Μετά από 15 χρόνια πήγε στην Προύσα. Εκείνη την εποχή ο οθωμανός σουλτάνος Αχμέτ ο 2ος έδειξε σεβασμό προς τον ίδιο και τις αρχές του.

Ωστόσο, παρά τα νέα αυτά δεδομένα, ξεκίνησαν για άλλη μία φορά οι συκοφαντίες εναντίον του. Οι καταπιεστικοί διοικητές φοβόντουσαν ότι ο Misri θα μάθαινε τις κακομεταχειρίσεις που έκαναν σε ανθρώπους και θα ενημέρωνε τον Σουλτάνο, κάτι που γέννησε μεγαλύτερη επιθετικότητα.

Ο Μεγάλος Βεζύρης Μουσταφά Πασάς έπεισε το Σουλτάνο να πάψει να λαμβάνει την ευλογία του Niyazi Misri, ισχυριζόμενος ότι η παρουσία του θα δημιουργούσε περισσότερες προκλήσεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν ο Misri πήγαινε σε τζαμί για να κάνει κήρυγμα, το περικύκλωνε μεγάλο ανεξέλεγκτο πλήθος που δεν άφηνε κανέναν να μπει μέσα.

Άσκησαν πιέσεις στο Σουλτάνο και τον επηρέασαν να ξαναστείλει τον Niyazi Misri στη Λήμνο εξόριστο, παρά την προχωρημένη ηλικία του. Έτσι και έγινε. Τον εξόρισαν ξανά ως εγκληματία το 1693, ενώ το 1694 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών.

Ίσως κανείς δεν τον θυμόταν, μέχρι τα τελευταία χρόνια.


Πηγές: Babinger, F. “Niyazi Misri,”Encyclopeadia of Islam, 2nd edition


Today's Zaman

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Στον πυρετό της τροπικής μαλάριας

Του Γ. Φίκαρη

1968. Φόρτωση από Μπορντώ και Αβινιόν της Γαλλίας. Γενικό φορτίο για λιμάνια σχεδόν όλης της κόστας της Δυτικής Αφρικής. Dakar, Lome, Pointe Noire, Abidjan, Cotonou, Douala, Walvis Bay. ΄Επιστροφή στo Port Gentil, Gabon, πρώην γαλλική αποικία, απ’ όπου θα φορτώναμε κορμούς δέντρων για Μασσαλία.
Οι κορμοί 10-20 τόνους ο καθένας έρχονταν απ’ τα βάθη της ζούγκλας και κατέληγαν στις εκβολές του ποταμού. Από εκεί, δεμένοι ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, ρυμουλκούνταν κοντά στο καράβι και φορτώνονταν με τις μπίγες του πλοίου.
Το «Αναστασία», όμως, δεν ήταν ξυλάδικο. Τα κουβούσια των αμπαριών του ήταν στενά, δεν είχαν το μήκος των κορμών. Έτσι χρειάζονταν ειδικά συνεργεία και πατέντες με ειδικούς μακαράδες, ώστε βάζοντας την μια άκρη στην αρχή, την τραβούσαν κατά μήκος του πλοίου και τα στοίβιαζαν στα αμπάρια του.
Το ρόλο αυτού του συνεργείου αναλαμβάνουν εργάτες ιθαγενείς. Τους πήραμε από μια έρημη ακτή της ζούγκλας, πριν το Αμπιτζάν της Ακτής τού Ελεφαντοστού. Ήλθαν με κανό και επιβιβάστηκαν σαν πρωτόγονοι πειρατές. Βοήθησαν στην εκφόρτωση στα υπόλοιπα λιμάνια και μετά ανέλαβαν τη φόρτωση των κορμών. Μας παραξένεψαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Δεν έμοιαζαν με τους άλλους μαύρους της Αφρικής. Ήταν πιο άγριοι, μαλλιαροί και απόκοσμοι. Ίσως έπαιξε ρόλο και η ξαφνική παρουσία τους και η γρήγορη επιβίβασή τους, με ρεσάλτο. Στην αρχή τους φοβηθήκαμε. Μετά τους συνηθίσαμε. Αλλά όταν γνωρίστηκα, γίνανε προσιτοί και μπορούσαμε να συζητήσουμε. Τα βράδια, με λίγο πιοτό που τους δίναμε γινόταν ακόμη φιλικότεροι κι έστηναν χορούς και γλέντια, δημιουργώντας μια πολύ ωραία ατμόσφαιρα.
Είχαν και δικό τους μάγειρα, υπαίθρια κουζίνα, χημικές τουαλέτες και βαρέλια γεμάτα νερό για το απογευματινό τους πλύσιμο, στην πλώρη. Δεν αργήσαμε να πάρουμε το φορτίο τού Port Gentil. Μετά από λίγες μέρες αναχωρήσαμε για το Lagoς της Νιγηρίας, όπου θα συνεχίζαμε τη φόρτωση.
Η Νιγηρία είναι τεράστια και αποτελείται από πολλές φυλές και ομόσπονδα κρατίδια. Πρώην βρετανική αποικία, είναι χώρα συνεχών πραξικοπημάτων, εξεγέρσεων και πολέμων των πολυπληθών φυλών της. Μια απ’ τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές δυνάμεις, αλλά με πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Φτώχεια, μιζέρια και απίστευτη πείνα των περισσότερων κατοίκων της. Κοντά σε όλα αυτά τα κακά, και οι τροπικές αρρώστιες με κύρια την ελονοσία, την τροπική μαλάρια, απ’την οποία πεθαίνουν πολλοί άνθρωποι καθημερινά.
Η ατμόσφαιρα στο καράβι είχε βαρύνει πολύ από τους πολλούς εργάτες και τους σχεδόν μόνιμους “επισκέπτες”. Η θερμοκρασία κόντευε τους 50 βαθμούς, οι βροχές ήταν καθημερινές και τα καράβια τότε δεν είχαν κλιματισμό. Στα παράθυρα του πρώτου ντεκ ήταν αραδιασμένα τα κεφάλια των “επισκεπτών.” Έβλεπες συνεχώς μπροστά σου την πείνα την ανέχεια και την έκκληση για λίγο φαγητό. Το ίδιο και στη κουζίνα. Ο μάγειρας έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά ήταν ατέλειωτοι.
Η έξοδος στην πόλη ήταν προβληματική. Πού να πατήσεις, τι να ακουμπήσεις, τι να βάλεις στο στόμα σου και σε ποια τουαλέτα να πλησιάσεις. Με τα κουνούπια εκατομμύρια, τα στάσιμα νερά ατέλειωτα και τους φορείς της μαλάριας χιλιάδες, ήταν αδύνατο να μην υπάρξουν θύματα. Και η τροπική μαλάρια δεν είναι “θέρμη”, 'όπως λέγανε κάποια μορφή ελονοσίας στην Ελλάδα. Το αφόρητο ρίγος, ο υψηλός πυρετός, το παραλήρημα, και οι σπασμοί, ακόμη και χάσιμο αισθήσεων, ήταν τα κύρια συμπτώματά της. Μόνη προφύλαξη το κινίνο πού έπρεπε να παίρνουμε απαραίτητα, αλλά πολλοί δεν το έπαιρναν. Ανάμεσά τους κι εγώ.
Σιγά-σιγά τελείωνε η φόρτωση. Θα αναχωρούσαμε για Cotonoy του τότε Dahomey, πρώην γαλλικής αποικίας, για να κομπλετάρουμε με κάποια μικρή ποσότητα φορτίου.
Στην έξοδο απ το ποτάμι, το Νίγηρα , συνέβη κάτι πού δεν το βάζει ανθρώπου νους. Μπροστά και αριστερά μας, σε αντίθετη πορεία με εμάς ερχόταν ένα τάνκερ και έστριβε να μπει στο Νίγηρα. Δεν ξέρω αν ήταν διαίσθηση ή απλή σύμπτωση. Το όνομά του Atlantic Princess. Το καράβι με το οποίο ταξίδευε ο αδελφός μου. Τα έχασα προσωρινά και άργησα να συνέλθω, να πάρω το VHF και να το καλέσω. Μου απάντησε ο ίδιος, που αναγνώρισε τη φωνή μου και με ονομάτισε. Είχα χρόνια να τον δω και να τον ακούσω. Τα μπάρκα τότε ήταν μεγάλα και η παραμονή μας στη στεριά ελάχιστη. Το Α. Princess κατευθυνόταν βόρεια, σε λιμάνι της Νιγηρίας, απ’ όπου θα φόρτωναν πετρέλαιο.
Την συγκίνηση της στιγμής μετρίασε η σκέψη ότι φτάνοντας στο λιμάνι προορισμού- μια μέρα ταξίδι-θα μπορούσα να γυρίσω και να τον βρω. Είχα όλο τον καιρό να το κάνω. Στο λιμάνι ο ασύρματος είναι κλειστός κι ο ασυρματιστής ελεύθερος υπηρεσίας. Δεν είναι δυνατόν να περιγράψω πώς ένοιωθα. Νόμιζα ότι ήταν όνειρο. Πώς να πιστέψεις ότι ξαφνικά και απ’ το πουθενά θα συναντήσεις ένα αγαπημένο σου πρόσωπο και μάλιστα τον αδελφό σου, στο αντάμωμα δυο πλοίων σ’ ένα ποτάμι της Αφρικής.
Δυστυχώς. Φτάνοντας οι αρχές με απέτρεψαν παντοιοτρόπως να το επιχειρήσω. Στα σύνορα των δυο κρατών και την Βόρεια Νιγηρία είχαν εμφύλια σύρραξη καί ήταν “άκρως επικίνδυνο”. Ούτε και στο VHF μπορέσαμε νά ξαναμιλήσουμε.Τη χαρά και γλυκιά αναμονή, κάλυψε η απέραντη θλίψη. Κάποιες φορές αργότερα μίλησα μέ τό ασυρματιστή που έκανε τον ενδιάμεσο και μετά χαθήκαμε. Ξανασυναντηθήκαμε μετά από 2-3 χρόνια στο νησί, ξέμπαρκοι στο σπίτι μας.
Συμπληρώνοντας τη φορτωση, ξεκινήσαμε για τον “ανεβασμό”. Στην αρχή δυτικά και μετά βόρεια, περάσαμε τις ακτές της Γκάνα, της Ακτής του Ελεφαντοστού και παραπλέαμε την Λιβερία, πλησιάζοντας τις ακτές της Sierra Leone. Το βράδυ ήλθε στον ασύρματο ο υποπλοίαρχος και μου είπε ότι ο λοστρόμος παρουσίασε έντονα καί ύποπτα συμπτώματα τροπικής ασθένειας.Υψηλός πυρετός, ρίγη και σπασμοί. Έχανε και την επαφή με το περιβάλλον και παραληρούσε συνεχώς όλη τη νύχτα.
Ο υποπλοίαρχος εκτελεί χρέη γιατρού στα εμπορικά πλοία. Του ζητησα να γράψει τα συμπτώματα και επικοινώνησα στην αρχή με το σταθμό πρώτων βοηθειών στην Αθήνα και μετά με ειδικό σταθμό medico της Ρώμης.

Η απάντηση ήλθε γρήγορα και από τους δύο και ήταν ταυτόσημη: Πιθανότητα τροπικής μαλάριας, κίτρινου πυρετού, αιμοσφαίριου πυρετού, τεταρταίου πυρετού κλπ κλπ. Μας ζητούσαν να τους πούμε τι φάρμακα είχαμε στο φαρμακείο του πλοίου, για να μας δώσουν την ανάλογη συνταγογράφηση. Κερώσαμε και οι δύο. Μετά από συνεννόηση με τον καπετάνιο, πήγαμε στο φαρμακείο και αρχίσαμε να ψάχνουμε . Κάναμε έναν κατάλογο με τα φάρμακα που επιλέξαμε και τον στείλαμε στη Ρώμη και σε κάποιο άλλο γαλλικό σταθμό, σαν πιο εξειδικευμένο με τις αρρωστιες της Αφρικής. Αφού μας σύστησαν αυτά που πρέπει να χορηγηθούν στον άρρωστο, έπρεπε κάποιος να πάει στην καμπίνα του και να του τα δώσει. Εκεί υπήρχε πρόβλημα. Ένα μολυσμένο τσίμπημα ενός επισκέπτη κουνουπιού στην καμπίνα του καί μετά........... Όμως κάποιος έπρεπε να πάει. Ποιος;
Αρμόδιος ήταν ο υποπλοίαρχος. Ο φοβος του όμως και η άσχημη κατάσταση του αρρώστου τον αποθάρρυνε. Ζήτησε τη συντροφιά μου, γιατί ο καπετάνιος έκανε τον “ανήξερο”κι έτσι αποφασίσαμε να πάμε οι δυο μας, κι ο Θεός βοηθός.
Βρήκαμε τον άρρωστο σε κακό χάλι. Με χαμένες σχεδόν τις αισθήσεις του, έτρεμε, παραληρούσε, έβριζε και στριφογύριζε στο κρεββάτι του. Τον κρατούσε συνεχώς ένας ναύτης και δεν μπορούσε να τον κάνει καλά. Ήταν θεριό ανήμερο ο Νίκόλας, άγριος καί βλαστημιάρης. Ξένοι και Έλληνες τραβιόταν στην άκρη, όταν περνούσε από μπροστά τους. Εμένα με συμπαθούσε ιδιαιτέρως κι ερχόταν πολλά βράδια στον ασύρματο με ένα μπουκάλι ουίσκυ. Κάποτε στη Μπραίλα τον χτύπησε μια σαμπανιά με τρόφιμα και τον πέταξε στον πάγωμένο Δούναβη. Πέφτοντας έσπασε τον πάγο και χάθηκε στην τρύπα που άνοιξε. Ευτυχώς αναδύθηκε απ’ την ίδια τρύπα στον αφρό. Έριξα την ανεμόσκαλα, κατέβηκα και τον βοήθησα να ανέβει στο καράβι. Δεν το ξέχασε ποτέ από τότε.
Του δώσαμε τα φάρμακα κι όταν συνήλθε λίγο φύγαμε για τις δουλειές μας και οι δύο.
Η κατάστασή του όμως αργά τη νυχτα χειροτέρεψε. 'Εχασε τελείως τις αισθήσεις του, τον έπιασαν σπασμοί, ήταν και νευρικός από φυσικού του και τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο.Φοβούμενοι ότι μπορεί να χαθεί ο άνθρωπος, αποφασίσαμε να τον βγάλουμε στο κοντινότερο λιμάνι. Τη στιγμή που αποφασίστηκε, ήταν το Freetown της Sierra Leone. Το κακό με αυτά τα μέρη ήταν ότι κάποιοι υποτυπώδεις παράκτιοι σταθμοί λειτουργούσαν για κάποια λίγα λεπτά κάθε έξι- αν θυμάμαι καλά- ώρες και ήταν δύσκολο να επικοινωνήσεις. Ευτυχώς με την πρώτη περίοδο τον πέτυχα, του μετέδωσα το μήνυμα και αφού συνεννοήθηκε με τις αρμόδιες αρχές μας βεβαιωσε ότι θα μας περιμένουν. Ότι θα ερχόταν, κατά την άφιξή μας, σκάφος που θα παραλάμβανε τον ασθενή για την περίθαλψή του κι εμείς θα αναχωρούσαμε για τον προορισμό μας.
Το χάραμα είχαμε πλησιάσει τη στεριά και κάναμε αργά, περιμένοντας το σκάφος της ακτοφυλακής.
Καί ω του θαύματος. Ο άρρωστος εμφανίστηκε μπροστά μας στην κουβέρτα. Πήγαινε, λέει, να δωσει δουλειά στους ναύτες. Κανένα πρόβλημα, δήλωσε. Όλα καλά. Να ακυρωθεί η διακομιδή γιατί αυτός δε θα πάει να αφήσει το τομάρι του στην αραπιά. Μας άφησε σύξυλους και έφυγε.
Ο καπετάνιος κι ο γραμματικός διαπίστωσαν ότι πράγματι ήταν σε καλή κατάσταση, ακύρωσαν το αίτημα προς τις αρχές του Freetown και το καράβι άλλαξε πορεία , προς τον προορισμό του.
Tο ίδιο επαναλήφθηκε άλλες δυο φορές. Το πρωί συνερχότανε και το βράδυ πάλι τα ίδια. Με το πέρασμα του χρόνου άρχισε να χάνει βάρος και να χλωμιάζει. Είχε όμως ένα απίστευτο πείσμα και κουράγιο.Γεννημένος και αναθρεμμένος σε βάρκες και καΐκια, στην Ερμιόνη Αργολίδας, είχε το πείσμα του “καραβόσκυλου” και τη δύναμη άγριου θηρίου. Μόνο τό βράδυ τόν εγκατέλειπαν οι δυνάμεις του και αφηνόταν στη φροντίδα του ναύτη-φύλακα.
Ακόμη μια φορά επιχειρήσαμε να τον βγάλουμε στο Dakar της Σενεγάλης, με τα ίδια αποτελέσματα.
Όταν ψηλώσαμε και φτάσαμε στο ύψος της Δυτικής Σαχάρας, δεν ξαναασχολήθηκε κανείς με διαμετακομηδή. Τα παράλια εκεί γίνονται αφιλόξενα, χωρίς σημαντικές πόλεις και ...πολιτισμό.
Περιοριστήκαμε στις ιατρικές οδηγίες μέσω ασυρμάτου και περιμέναμε την άφιξή μας στο Las Palmas, στις Κανάριες Νήσους. Πάλευε με την αρρώστια του και φαινόταν ότι σιγά-σιγά άρχισε να την ελέγχει. Η διαπεραστική φωνή του άρχισε να ακούγεται στην κουβέρτα. Παρατηρήσεις και τρεχάματα πάνω κάτω για να σπρώξει το τέλειωμα της δουλειάς. Αυτός ήταν ο Νίκος. Άριστος ναυτικός και “καραμάνι”. Έτσι λέγανε οι ναυτικοί εκείνους που από υπερβάλλοντα ζήλο έκαναν τη νύχτα μέρα στη δουλειά τους και ξεπερνούσαν ακόμη και τις εντολές των προϊσταμένων τους.
Επιτέλους , μετά από 2-3 μέρες άρχισε να φαίνεται στο ραντάρ η πρώτη στεριά νησιού των Κανάριων Νησιών και σιγά-σιγά φάνηκε το Gran Canaria, το Laς Palmas και το λιμάνι.
Με το τέλος του καραντί και την ελευθεροκοινωνία, ήλθε το ασθενοφόρο και πήρε το Νίκο για το νοσοκομείο. Όλοι ηρέμησαν και επανήλθε ο ρυθμός στο καράβι. 'Αρχισε και η έξοδος προς την πόλη. Το καράβι μένει 7-8 ώρες για να κάνει την πετρέλευση και να πάρει τα υπόλοιπα χρειαζούμενα εφόδια σε αυτό το λιμάνι.Έτσι, μιά μπύρα, ένας καφές μετά την ταλαιπωρία της Αφρικής, ήταν ό,τι έπρεπε.
Απ’ το προηγούμενο βράδυ είχα νοιώσει μια μικρή αδιαθεσία και δεν είχα όρεξη να πάω μια βόλτα, παρ’ όλο που το Las Palmas προσφέρεται για κάτι τέτοιο.΄Ετσι πέρασε η μέρα και ήλθε η ώρα της αναχώρησης.
Πριν δώσω την αναχώρηση στους πλοιοκτήτες και τους ναυλωτές, ένοιωσα την ανάγκη να ξαπλώσω. Είχε χαλάσει η διάθεσή μου και ένοιωθα ζεστός. Βάζοντας το θερμόμετρο η θερμοκρασία είχε παει 39. Μετά την αναχώρηση του πλοίου, βιάστηκα να στείλω τα τηλεγραφήματα και ξάπλωσα. Η κατάστασή μου χειροτέρεψε. Κάλεσα το γραμματικό, εκείνος τον καπετάνιο και όλοι μαζί διαπιστώσαμε ότι ήμουν το δεύτερο θύμα της μαλάριας. (Είχε γίνει η διάγνωση για το Νίκο στο Las Palmas.)
Tο βράδυ άρχισα να τρέμω, να χάνομαι και να μην έχω σωστή επικοινωνία με το περιβάλλον. Θερμοκρασία 42. Ούτε αντιπυρετικά, ούτε κάθε αλλου είδους φάρμακα είχαν αποτέλεσμα. Αργότερα έμαθα για την συμπεριφορά μου στο κρεβάτι, το παραλήρημα και τις εξιστορήσεις στο παραμιλητό μου, για τις προσπάθειές μου να σηκωθώ και να δραπετεύσω και το τι τράβηξε το καημένο το ανθρωπάκι. Ο Λουκάς, ο φύλακάς μου. Ένα ήσυχο μειλίχιο ανθρωπάκι, που με φρόντιζε, με έβρεχε, με άλλαζε και έκανε ό,τι μπορούσε για να νιώθω καλύτερα. Μου τα εξιστρορούσε αργότερα, όταν επανήλθα στο καράβι, μετά τη θεραπεία ένα μήνα σε νοσοκομείο της Μασσαλίας και ένα μήνα άδεια στην Ελλάδα.
Θα πρέπει να ήταν κοντά δέκα μέρες ταξίδι μέχρι τη Μασσαλία. Το βράδυ πυρετός, ιδρώτας, παραλλήρημα και πυρετικοί σπασμοί, στριφογύρισμα στο κρεβάτι κι απ’ το χάραμα ξαναγύρισμα στη ζωή και την πραγματικότητα.
Το καράβι χωρίς ασύρματο και επικοινωνία. Καμία σκέψη για αλλαγή πορείας πια.
Πράγματι, μετά από κάποιες μέρες νιώθει κανείς λίγο καλύτερα. Έτσι ένα πρωί σηκώθηκα και πήγα στον ασύρματο. Προσπάθησα να έλθω σε επικοινωνία με το σταμθό FFL της Γαλλίας που παίρναμε τις ειδοποιήσεις των χρονοναυλωτών και μετά την Αθήνα.
Αδύνατον να συνεννοηθώ με τον γάλλο συνάδελφο. Κατάλαβα μόνο που μου είπε ότι δεν ξέρω τι λέω. Τα παράτησα και δεν ξαναδοκίμασα. Δεν μπορούσα.Το πρωί σηκωνόμουν λίγο κι έκανα λίγα βήματα στη γέφυρα υπό επιτήρηση και τα βράδια πάλι τα ιδια. Το βήμα μου ειχε γίνει πια αργό και αβέβαιο. Περπατούσα υποστηριζόμενος για να μην πέσω. Είχα χάσει πολύ βάρος σε ελάχιστες μέρες. Δεν είχα δύναμη να κινήσω χέρια και πόδια, ήμουν σμπαράλια. Άρχισα να χάνω και το θάρρος μου. Μαζί με το θάρρος ένιωθα ότι με εγκαταλείπει και η τελευταία ικμάδα δύναμης καί θέλησης για τη ζωη. Απελπίστηκα. Ευτυχώς, με το μεγάλωμα του γεωγαφικού πλάτους και την απομάκρυνση απ’ τον Ισημερινό, ερχόταν και η βελτίωση των καιρικών συνθηκών. Η ζέστη του ισημερινού έφευγε και σιγά-σιγά ερχόταν η αύρα του εύκρατου κλίματος της Νότιας Ευρώπης.
Έτσι πέρασαν και οι επόμενες μέρες, περάσαμε το Γιβραλτάρ και φτάσαμε στη Μασσαλία.
Ήταν απόγευμα όταν φτάσαμε και πλευρίσαμε στο ντόκο προορισμού. Με το πέσιμο του Ήλιου, κάποιοι βγήκαν στη στεριά με μια μπάλα και έπαιζαν ποδόσφαιρο. Μου φάνηκε ότι είχα το κουράγιο και βγήκα στη δροσιά να τους παρακολουθώ. Με πείσμα κατάφερα να βγω και στη στεριά και να σιγοπερπατώ. Ήταν φαίνεται αστεία η εμφάνισή μου, που ένα αραπάκι με περιέπαιζε, κάνοντας κάποια “τσαλιμάκια” μπροστά μου κι εγώ προσπαθούσα να το πιάσω χωρίς να τα καταφέρνω. Γύρισα σχεδόν άμέσως υποβασταζόμενος και ξάπλωσα στο κρεββάτι μου, περιμένοντας το νοσοκομειακό που θα με πήγαινε στο νοσοκομείο.
Έφτασα νύχτα στο νοσσοκομειο και με μετέφεραν σε ένα μεγάλο θάλαμο, με πολλούς αρρώστους.
Απ’ την πρώτη στιγμή διαπίστωσα τη δυσκολία επικοινωνίας με το νοσοκομειακό προσωπικό. Κανείς δε μου απαντούσε στα αγγλικά, με τα οποία μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί τους. Άλλο πρόβλημα και τούτο. Ήθελα να ρωτήσω, να μάθω για την κατάτασή μου και δεν μπορούσα. Ευτυχώς, βρέθηκε κάποια ελληνίδα- όπως μού είπε ήταν νοσοκόμα του νοσοκομείου- και αντάλλαξα δύο κουβέντες. Μου είπε, όμως, ότι ήταν σε άδεια και ότι βρισκόταν εκεί συνοδεύοντας τον άρρωστο πατέρα της. ΄Ετσι, σε λίγο έφυγε κι αυτή κι έμεινα παλι μόνος με τον πυρετό και τη μοναξιά μου.
Ήλθε , όμως, μια ομάδα γιατρών και νοσοκόμων και άρχισαν να μου αφαιρούν μεγάλες ποσότητες αίματος και να μου προσθέτουν κάποιες ποσότητες που κι αυτό έμοιαζε με αίμα. Κατάλαβα ότι οι προσπάθειές τους γίνονταν για την πτώση του πυρετού που με είχε εξουθενώσει σωματικά και ψυχικά.
Εκείνο τό βράδυ δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Την αγωνία της εγκατάλειψής μου σε ένα άγνωστο περιβάλλον, μαζί με το σκοτάδι που ήλθε με το κλείσιμο των φώτων, επέτεινε η κραυγή του γέρου Έλληνα, πατέρα της Ελληνίδας. Κάθε τόσο θυμόταν τα ελληνικά του και φώναζε δυνατά: “Άχ μάνα”.
Μου είχε πει η κόρη του ότι ήταν στα τελευταία του και ότι δεν μιλούσε καλά ελληνικά. Παρόλα αυτά τα στερνά του λόγια ήταν ελληνικά και πρός τη μάνα του. Έτσι στο μυαλό μου καρφώθηκε ο θάνατος και μαύρες σκέψεις και μαύρα συναισθήματα. Ευτυχώς με πήρε ο ύπνος που έγινε βάλσαμο όλο το υπόλοιπο βράδυ.
Το πρωί έμαθα ότι ο γέρο-Έλληνας μας είχε αφήσει χρόνους. Έτσι έχασα και την τελευταία ελπίδα επικοινωίας με κάποιον που θα με καταλάβαινε. Έχασα κι αυτόν , έχασα και την κόρη του.
Εκείνη όμως η μέρα ήταν διαφορετική. Είχε πια φύγει ο μεγάλος πυρετός, το μυαλό μου άρχισε να καθαρίζει και οι νοσοκόμες ήταν συνεχώς από πάνω μου. Συνέχιζαν να μου απαντούν στα γαλλικά που δεν πολυκαταλάβαινα. Το όνομά μου έγινε “CAPITANO”και παρ’ όλη τη σωματικά άσχημη κατάστασή μου, άρχισα να το διασκεδάζω και να ελπίζω. Όταν ήθελα να πάω στην τουαλέτα, στηριζόμουν στους ώμους τους και αυτές με κρατούσαν απ’ τη μέση, μου γελούσαν κι εγώ σιγά-σιγά άρχισα να το περιμένω και να το ευχαριστιέμαι.Τώρα, όπως έμαθα, η μαλάρια είχε αρχίσει να υποχωρεί. ΄Επρεπε όμως να δυναμώσω. Άρχισε λοιπόν η τεχνητή τροφοδότηση του οργανισμού μου. Αυτό σε λίγες μέρες είχε καταπληκτικά αποτελέσματα. Άρχισα να σηκώνομαι και ανταποκρινόμουν στις επισκέψεις και τη φροντίδα των ανθρώπων του καραβιού. Μέχρι τη μέρα που το καράβι απέπελευσε κι έμεινα πάλι μόνος. Ήμουν όμως πια δυνατός, με καλή διάθεση και είχα αρχίσει να τρώω και τις παράξενες γαλλικές κρεμμυδόσουπες.
Έμεινα στό νοσοκομείου ένα μήνα. Έφυγα, ευχαριστώντας το προσωπικό του νοσοκομείου, για την Ελλάδα. Κάποιος του πρακτορείου με συνόδεψε στον σταθμό του τρένου, τακτοποίησε τις βαλίτσες μου, μου έδωσε τα απαραίτητα έγγραφα και χρήματα και το τρένο αναχώρησε. Απ’ τη Μασσαλια έκανε ένα σταθμό στα σύνορα Γαλλιας -Ιταλίας και μετά στο Μιλάνο, όπου θα έπρεπε να αλλάξω τρένο.
Φτάνοντας έπρεπε νά ψάξω το τρένο που θα έπαιρνα. Τα τρένα στην Ιταλία δεν καθυστερούν. Έπρεπε να βιαστώ. Βρήκα μπροστά μου μια μεσόκοπη Ιταλίδα και την παρακάλεσα να προσέχει τις βαλίτσες μου, μέχρι να ρωτήσω στις πληροφορίες για τον αριθμό του τρένου. Δεν είχα ακόμη τη δύναμη να τις μεταφέρω σε τόση απόσταση. Κατά τη διάρκεια της απουσίας μου πηγαινοήλθαν αμαξοστοιχίες- είναι μεγάλο κέντρο το Μιλάνο- με αποτέλεσμα γυρνώντας να μην μπορώ να προσανατολιστώ. Έτρεχα από εδώ και εκεί και κάποτε απελπίστηκα. Φαντάστηκα ότι έπεσα στην περίπτωση, μου πηραν τις βαλιτσες μου. Αυτό ήταν συνηθισμένο στην Ιταλία. Περνώντας τις ράγες στεναχωρημένος, κάποια στιγμή είδα την Ιταλίδα να διαμαρτύρεται ευγενικά για την καθυστέρησή μου. Πήγα κοντά και της είπα χίλια ευχαριστώ και συγγνώμη. Έφυγε τρέχοντας και χάθηκε πίσω από κάποια αμαξοστοιχία. Εγώ ήσυχος πήρα τις βαλίτσες μου πάλι και σιγά-σιγά βρήκα το τρένο μου, επιβιβάστηκα κι αφού τακτοποίησα τις αποσκευές μου, ξάπλωσα στον καναπέ και άναψα το πρώτο τσιγαρο μετά από 40 περίπου μέρες. Από εδώ και πέρα έμεναν δυο μέρες ταξίδι, αλλά χωρίς σκάντζες και προβληματα.Το πέρασμα από την τεράστια τότε Γιουγκοσλαβία με το θολό τοπίο της, έγινε χρόνος περισυλλογής και ανασυγκρότησης της σκέψης μου. Ήμουν 22 χρόνων, είχα όλο το χρόνο μπροστά μου γιά να σχεδιάσω και να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου και να ζήσω τη ζωή μου. Οι Γάλλοι γιατροί, εξειδικευμένοι για την αντιμετώπιση της αρρώστιας λόγω των αποικιών τους, με διαβεβαίωσαν ότι δεν θα είχα στο μέλλον επανάκαμψη όπως γινόταν παλαιότερα και αυτό μου είχε δώσει δύναμη. Μετά από μια μικρή παραμονή στον Πειραιά, θα πήγαινα στο νησί να δω και τη μάνα μου, που μου έστελνε κάθε μέρα γράμματα στο νοσοκομείο. Ξέροντας τον χαρακτήρα και την αδυναμία της, στεναχωριόμουν πιο πολύ για εκείνη.
Έτσι και έγινε. Όλα πήγαν καλά, εκτός απ’ τη στιγμή που με αντίκρισε βγαίνοντας απ’ το ταξί και λιποθύμισε. Εκ των υστέρων μου το δικαιολόγησε ότι φοβήθηκε την αδυναμία μου. Είχα, μου έλεγε, μείνει ο μισός. Καί ήταν σχεδόν έτσι.
Τώρα, 47 χρόνια μετά, μόνο στα όνειρα και τις αναπολήσεις μου θυμαμαι τις πιο δύσκολες στιγμές που πέρασα τις μέρες της αρρώστιας. Στις δυσκολίες και τις αναποδιές τις υπόλοιπης ζωής μου, έχουν γίνει γραδόμετρο, μέτρο σύγκρισης για να τις ξεπερνώ ευκολότερα. Οι δυσκολίες σε κάνουν πάντα πιο δυνατό.
Μετά από ένα μήνα ξεκούρασης στο νησί, ξαναπήγα στο ίδιο καράβι, όπου έμαθα και τη συνέχεια της μαλάριας απ’ το ΑΝΑΣΤΑΣΣΙΑ. Ο λοστρόμος δεν έμεινε πολύ στο νοσοκομείο του Las Palmas. Παρά την σύσταση των γιατρών, έφυγε και ξαναγύρισε στο καράβι. Ταλαιπωρημένος και ξεζουμισμένος απ’ την παλιαρρώστια , δεν άντεξε πολύ. Τον έβγαλαν στη Σουηδία με φυματίωση.Έκτοτε δεν έμαθα νέα του...
Τον καπετάνιο, που δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε σ’ εμάς , τον χτύπησε λίγο αργότερα κι εκείνον κι έφυγε απ’ το καράβι με φορείο. Ήταν αδελφός του πλοιοκτήτη. Αυτό όμως δεν τον έσωσε απ’ την παλιαρρώστια. Οι Ερινύες και η θεία δίκη φαίνεται ότι εξακλουθούν να παίζουν τον ρόλο τους στη ζωή των ανθρώπων.
Επέστρεψα στο ΑΝΑΣΤΑΣΣΙΑ σε ένα περίπου μήνα και έμεινα ακόμη ένα χρόνο. Βρήκα τους ανθρώπους που μου συμπαραστάθηκαν και με βοήθησαν. Χαρούμενοι με υποδέχτηκαν και πέρασα πολύ καλές στιγμές μαζί τους. Το κακό είναι ότι οι ναυτικοί δένονται μέ πραγματικές φιλίες και αισθήματα και σπάνια ξανασυναντιούνται.Οι δεσμοί όμως και οι αναμνήσεις τους μένουν στο πέρασμα του χρόνου. Δεν χάνονται ποτέ. Γιατί οι ειδικές συνθήκες της ναυτικής ζωής και το δέσιμό τους με το πιο δυνατό στοιχείο της φύσης, τη θάλασσα, κάνει τη σχέση τους άρρηκτα δεμένη. Για πάντα.