Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

ΚΩΣΤΑΝΖΑ,ΓΑΛΑΤΣΙ ΚΑΙ ΒΡΑΪΛΑ ΠΡΙΝ 48 ΧΡΟΝΙΑ




«Η μάνα του δεν έκλαψε. Σε κείνο το νησί οι γυναίκες δεν κλαίνε ποτέ μπροστά στους άλλους. Όταν κλαις, είναι σαν να γδύνεσαι, και χειρότερο. Κλαίνε τη νύχτα, όταν σωθεί το λάδι του καντηλιού και τσιρίζει η καντηλήθρα. Όταν σε πιάνει στο λαιμό η μυρωδιά του καμένου λαδιού». Ν. ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ


ΚΩΣΤΑΝΖΑ,ΓΑΛΑΤΣΙ ΚΑΙ ΒΡΑΙΛΑ ΠΡΙΝ 48 ΧΡΟΝΙΑ

Του Γ. Φίκαρη

Η αγάπη για τη θάλασσα, το ξεπέταγμα των «νεοσσών» με το δυνάμωμα των φτερούγων τους και το όνειρο, δυνάμωνε τη θέλησή μας. Να γυρίσουμε τον κόσμο, να «πλουτίσουμε».. Η θάλασσα ποτέ δεν σε απογοητεύει. Σε κάνει σοφότερο και δυνατό. Θέλει, όμως, απαντήσεις στα ερωτήματα. Γρήγορες και συνετές λύσεις. Αλλιώς είσαι χαμένος.


Δεκέμβρης του '67. Στην Κωστάνζα, το Γαλάτσι και τη Βραΐλα. Τα χαντζάρια του πάγου της κουπαστής, ίδια με τις «χατζάρες» της ατμόσφαιρας του έξω κόσμου. Ο στρατιώτης σκοπός της σκάλας με το αυτόματο στον ώμο να περιεργάζεται το πάσο σου για να σ αφήσει να διαβείς τη σκάλα. Δίπλα και το φυλάκιο του τελωνείου. Καταγράφει και τα ρούχα, το ρολόι και ό,τι άλλο νομίζει για την επιστροφή. Λένε πως τέτοιοι σκοποί σκότωσαν όλους τους ναυαγούς της ράδας. Του βαποριού του Ευγενίδη, όταν μετά απο πυρκαγιά , έπεσαν στο νερό και κατάφεραν να φτάσουν την ακτή της Κωστάνζας. Χωρίς καμιά διαδικασία και επί τόπου.Μετά, τρέχα γύρευε...


Το βλοσυρό μουντό τοπίο βελτιώνουν τα παλιά ελληνικά αρχοντικά , τα μέγαρα,οι επιγραφές,τα ονόματα των δρόμων και οι εκκλησίες.Αριστουργήματα μιας άλλης εποχής. Της εποχής με τα «κτήματα στη Βλαχιά και σπίτια στο Βουκουρέστι’. Εγκαταλειμμένα απ' το καθεστώς που νοιαζόταν μόνο για την εξουσία και τον εαυτό του.Παραφωνία, οι σκόρπιοι Έλληνες του εμφυλίου. Άλλοι φιλικοί , άλλοι εχθρικοί κι άλλοι αδιάφοροι. Σε κάποιες Ελληνίδες κυρίες απ το εσωτερικό φάνηκε περίεργο που η Ελλάδα είχε τόσο όμορφα και περιποιημένα παλικάρια. Άλλοι , μόνιμοι τρόφιμοι του λιμανιού και της πλατείας , ψάρευαν Έλληνες ναυτικούς, κάνοντας τον «πιλότο» στα απόκρυφα της πόλης τους.Εδώ όλα έχουν την τιμή τους, που είναι εξευτελιστική και άμεσης ανάγκης. Λένε ότι τα ελληνικά πληρώματα συντηρούν ένα μεγάλο τμήμα των κατοίκων της Κωστάνζας.


Θυμάμαι το παγερό βλέμμα της παλιάς παρτιζάνας,όταν επισκέφτηκα το σπίτι της. Και τη σιωπή της. Αναρωτήθηκα για τα αισθήματα της. Τι να έλεγε, άραγε, από μέσα της; Πάντως δεν φάνηκε να χάρηκε.


Θυμάμαι,όμως και την αντίδραση της Μαρίκας της νοσοκόμας, παλιάς Ελληνίδας του εμφυλίου, όταν είδε ότι με ταλαιπωρούσαν με τις εξετάσεις στο νοσοκομείο. Με πήρε απ το χέρι και με πήγε κατ ευθείαν στο χειρούργο, όπου με συνοπτική διαδικασία με εγχείρησε για να αποφύγει την περιτονίτιδα. Θυμάμαι την Μαίρη την φοιτήτρια-γιατρό που μου έστειλε ο χειρούργος να μου κάνη παρέα μετά την εγχείρηση. Θυμάμαι το μικρό κατάξερο λεμόνι που μου έφερε για να πιω μια λεμονάδα να ξεδιψάσω.


Παραμονή Χριστουγέννων, δώδεκα και κάτι. Ο στρατιώτης-σκοπός, βλέποντάς με, ξεκρέμασε το αυτόματο. Μόλις κατόρθωσα να τον αποφύγω και να χωθώ στον αλουέ του βαποριού, όπου με έχασε. Δεν ξαναείδα τη στεριά. Πέρασα όλες τις χριστουγεννιάτικες μέρες παρέα με τις βάρδιες και το βατσιμάνη στο καράβι. Παρ' όλες τις προσπάθειες του καπετάνιου.Και η Μαίρη, η κόρη της αμίλητης παρτιζάνας, η Μαρίκα και οι άλλοι με περίμεναν. Δεν τους ξαναείδα και δεν έμαθα κάτι γι αυτούς ποτέ. Κι έλεγαν ότι με την πρώτη ευκαιρία θα μετακόμιζαν στην Ελλάδα....

Το δάσος βαλανιδιών της Λήμνου




Αν όχι όλοι, τότε οι περισσότεροι Λημνιοί έχουμε δεχτεί «πειράγματα» για τη βλάστηση του νησιού μας.

-«Δε φυτρώνει δέντρο στη Λήμνο βρε»
-«Το ψηλότερο δέντρο σας είναι ο μαϊντανός» κτλ κτλ
Όποιος νομίζει ότι η Λήμνος δεν έχει δασικά δέντρα, δασικές εκτάσεις ή δάσος τότε… δεν έχει εξερευνήσει αρκετά το νησί. Δεν πρόκειται βέβαια για τη ζούγκλα του Αμαζονίου, ούτε για δάση που καλύπτουν τα γειτονικά νησιά μας αλλά για μικρές διάσπαρτες συστάδες/ εκτάσεις διάφορων δασικών ειδών. Αν λοιπόν παρατηρήσεις καλύτερα θα δεις: αγριελιές, πουρνάρια, φτελιές, τραχεία πεύκη και κουκουναριά, κυπαρίσσια, λεύκες, βαλανιδιές ακόμη και καστανιές.
Η μεγαλύτερη, όμως, έκταση δάσους βρίσκεται αδιαμφισβήτητα ανάμεσα στα χωριά Ρεπανίδι και Κοντοπούλι, στα βορειοανατολικά του νησιού και πρόκειται για ένα είδος αιωνόβιο, την ήμερη βαλανιδιά (Quercus ithaburensis ssp. macrolepis). Προσέχοντας κάπως πιο προσεκτικά τα διάσπαρτα δέντρα μπορείς να συμπεράνεις ότι η σημερινή μορφή του είναι υπολειμματική αφού εξαπλώνονταν μέχρι την Ηφαιστία και τον Άγιο Αλέξανδρο.
Η δρυς ήταν ιερό δέντρο των αρχαίων ελλήνων, αφιερωμένο στον Δία, συμβόλιζε τη δύναμη και την αιωνιότητα. Μέσα στα δάση της βαλανιδιάς ζούσαν η δρυάδες ή αμαδρυάδες νύμφες χαίρονταν με τη βροχή, έκλαιγαν όταν το δέντρο δεν είχε φύλλα και πέθαιναν όταν αυτό κόβονταν. Γι’ αυτό το λόγο η υλοτομία του απαγορεύονταν με ειδικούς νόμους, με τιμωρία ακόμη και τον θάνατο.
Η πρώτη αναφορά που υπάρχει γι αυτές είναι από τον περιηγητή Belon το 1546, το δάσος προφανώς προϋπήρχε.
Κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών και Μεσαιωνικών χρόνων η ξυλεία που χρησιμοποιούνταν για τη ναυπηγική και άλλες χρήσεις προέρχονταν από το Άγιο Όρος ή τη Σαμοθράκη. Η χρήση των βαλανιδιών ήταν σπάνια ακόμη και στα νεότερα χρόνια.
Σήμερα, η εντατικοποίηση της γεωργίας αλλά και άλλοι παράγοντες συνέβαλαν στον περιορισμό της επιφάνειας εξάπλωσης του είδους. Το δάσος είναι κατά πλειοψηφία ιδιωτικό (αφού βρίσκεται μέσα σε καλλιεργούμενες γαίες). Η υλοτομία του δεν απαγορεύεται, αρκεί να πάρει κανείς την απαραίτητη αδειοδότηση από τη δασική υπηρεσία. Βέβαια, δεν λείπουν περιστατικά παράνομης υλοτόμησης. Ένα κομμάτι της έκτασης βρίσκεται εντός περιοχής Natura αλλά η προστασία του είναι θεωρητική και έντυπη.
Αν το σκεφτεί κανείς αυτά τα δέντρα είναι από μόνα τους ιστορία, γνώρισαν Τούρκους, Βυζαντινούς, Σαρακηνούς, Γενοβέζους, γνώρισαν εμάς και μεις με τη σειρά μας πρέπει να τα γνωρίσουμε στις επόμενες γενιές.
Φώτω Φ. Κόνσολα
Δασοπόνος & ΔΦΠ


Πηγή: ifaistia.gr

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Ο ανάπηρος ναυτικός



 
  

      Του Γ. Φίκαρη

     "Ναυτικό ατύχημα, Θαλάσσιο ατύχημα χαρακτηρίζεται γενικά κάθε θαλάσσιο συμβάν που έχει ως συνέπεια την απώλεια ή βλάβη πλοίου ή φορτίου του”, λέει το ναυτικό δίκαιο.
“Το ναυτικό επάγγελμα είναι ωραίο και επικερδές”, έλεγε η διαφήμηση στα χρόνια μας , για να προσεκύσει νέους στο επάγγελμα του ναυτικού. Ιστορίες σαν αυτή που ακολουθεί σε κάνουν να θυμάσαι και να αγανακτείς. Πως ψάρευαν, πώς νομοθετούσαν και πόσο υπολόγιζαν τη ζωή του ανθρώπου στη θάλασσα.Του “καραβοτσακισμένου” ναυτικού.
     Ο Φώτης είχε χρόνια στα καράβια. Κάποια στιγμή, με κακό χειρισμό του βιντσιέρη, η κακιά ώρα, η σκουριασμένη μπουκαπόρτα του έκοψε το πόδι απ' το γόνατο. Από τότε, τη σύνταξη των 600 ευρώ, συμπλήρωνε η δουλειά του στα χωράφια και του πλανόδιου πωλητή της παραγωγής του. Ευνόητο είναι να χρειάζεται συχνή αλλαγή το τεχνητό του μέλος του. Σήμερα για πρώτη φορά το ΝΑΤ δεν καλύπτει τα έξοδα της αντικατάστασης. Χρήματα δεν έχει. Βρίσκεται σε αδιέξοδο και απελπισία.
    Αυτό σκεπτόταν καθισμένος στο καφενείο του λιμανιού της Μύρινας, όταν είδε κάποιον να τον κοιτά επίμονα. Σε λίγο κάθονταν στο ίδιο τραπέζι. Ήταν ο καπετάνιος του καραβιού. Τού καραβιού που συνέβη το ατύχημα. Μια τυχαία συνάντηση. Είπαν πολλά, τα είπαν όλα. Φεύγοντας, ο καπετάνιος ξεχώρισε κάποια λεφτά και του τα έδωσε. Αυτά μου περισσεύουν, του είπε. Είμαι με την οικογένειά μου εδώ για διακοπές και χρειάζομαι κάποια χρήματα. Αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας και χώρισαν.
    Έμεινε στη θέση του αρκετή ώρα. Θυμήθηκε και έκλαψε τα δύο του αδέρφια, που χάθηκαν μπαρκαρισμένα σε χωριστά βαπόρια λίγο πριν το ατύχημά του. Ο ένας σκοτωμένος κατάμπαρα κι ο άλλος πνιγμένος δίπλα στο βαπόρι και μέσα στο λιμάνι.Το κράτος και η μεγάλη ελληνική ναυτιλία, άφησαν τις χήρες και τα ορφανά χωρίς αποζημιώσεις.Πενιχρές συντάξεις του άλλοτε κραταιού ταμείου, του ΝΑΤ, που έγινε το φτωχότερο γιατί το καταλήστευσαν και απομύζησαν την περιουσία του άστοχες και χαριστικές πράξεις των κυβερνήσεων και η αντικατάσταση των Ελλήνων ναυτικών με κάθε είδους λατσιόνας ξένων “κούληδων”.
    Πέρασε πολλή ώρα με τη μοναξιά του, σκούπισε τα δάκρυά του και ήλθε στο τραπέζι μου. Με ξέσπασμα απελπισίας μου τα εξιστόρησε.
Σκέφτηκα ότι τέτοιου είδους ιστορίες, γράφει μόνο η ζωή του ξεχασμένου απ όλους Έλληνα ναυτικού. Ιστορίες που τελειώνουν πάντα με την αναλγησία της ελληνικής πολιτείας και των εκπροσώπων της. Μιά πολιτείας που αντιδρά ακαριαία, όταν δεν πρόκειται για λαμόγια, κομπιναδόρους μεγαλοσχήμονες , αλλά για το επίδομα ανάπηρου για αντικατάσταση μέλους ,που χάθηκε σε ώρα υπηρεσίας και υπέργηρου κουλουρά, πού του επέβαλε πρόστιμο 5.000 ευρώ γιατί δεν είχε άδεια.
    Από κοντά και η μεγάλη ελληνική ναυτιλία που επιμένει ότι νοιάζεται για την Ελλάδα και τους ανθρώπους της. Ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους η τα μέλη τους,για να γίνη εκείνη μεγάλη, καύχημα του εαυτού της και των κυβερνώντων.Εμφανίζεται όταν χρειάζεται πρόσθετη απαλλακτική φορολογία και άλλα χαριστικά μέτρα και χάνεται, όπως καλή ώρα.Και επιμένουν να διατυμπανίζουν για το ναυτιλιακό συνάλλαγμα , χωρίς να δικαιολογούν το πως και το γιατί εξακολουθεί να υπάρχει, χωρίς Έλληνες ναυτικούς.
    Γνώριζα την ιστορία της οικογένειας. Θυμήθηκα τα αγκομαχητά του πληγωμένου σχεδόν παράλυτου πατέρα, όταν περνούσα έξω απ το σπίτι τους. Και τη μάννα , που πέρασε την υπόλοιπη ζωή της στον κόσμο της απελπισίας, του παράλογου και της παραφροσύνης.
    Αγακτεί κανείς,όταν σκέφτεται αυτούς που νομοθέτησαν, αλλά και τους άλλους που τα ανέχονται και τα εφαρμόζουν και δέν έχουν τίποτα να πούν στο Φώτη και τούς άλλους όμοιοπαθείς του, συνεχίζοντας να διαλαλούν στα κανάλια πόσο ωραία ήταν επί των ημερών τους πού τα σχεδίασαν και οι άλλοι δεν κάνουν τίποτα για τα ανατρέψουν ,αλλά ασχολούνται με το κόμμα και τα προσωπικά τους.Αυτή είναι η χτεσινή και σημερινή Ελλάδα. Δυστυχώς.-

“ Στὴν πλώρη αὐτὴ κατάστρεψα τὸν ἤρεμον ἑαυτό μου
καὶ σκότωσα τὴν τρυφερὴ παιδιάτικη ψυχή.
Ὅμως ποτὲ δὲ μ᾿ ἄφησε τὸ ἐπίμονο ὄνειρό μου
καὶ πάντα ἡ θάλασσα πολλά μου λέει, ὅταν ἀχεί.”

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Το μονοπάτι του βουνού που έγινε δρόμος

Ένα συνεργείο με τα εργαλεία και την καλή του διάθεση, παρ΄ όλη την κούραση και τις δυσκολίες




     Του Γ. Φίκαρη

    Ήταν το έτος 1962 που αποφασίστηκε να γίνει δρόμος πλάτους 4-5 μέτρων το μονοπάτι πoυ ένωνε τον Άγιο Δημήτρη με τις Αγκαρυώνες και το Πεσπέραγο. Το έδαφος τραχύ και πετρώδες και μοναδικά εργαλεία κατασκευής ο κασμάς, το φτυάρι, το λοστάρι και η βαριοπούλα στα χέρια των ανδρών και γυναικών, αλλά και των μικρότερων του χωριού. Στην αρχή με προσωπκή εργασία (αγγαρεία την έλεγαν) και μετά με μεροκάματο 16 δρχ. για όλους. Παράλληλα με το ισοπέδωμα του δρομου , ανοίγονταν και τα χαντάκια του δρόμου βάθους περίπου ένα μέτρο.

   Μικροί και μεγάλοι ολοι στη δουλειά για το μεροκάματο. Εξαίρεση δεν αποτελούσαμε κι εμείς, οι πιτσιρικάδες των 14-15 χρονών. Τώρα, βέβαια, μέ τι δύναμη και τι ψυχή να ανεβοκατεβάζεις τον κασμά, να σπρώχνεις το φτυάρι, και να χτυπάς τις σφήνες με τη βαρειά και το λοστό, αυτό ειναι άλλη ιστορία Ο επιστάτης σκληρός και αμείλικτος, καθισμένος σε μια πέτρα στα ψηλά, έδινε την εντύπωση δεσμοφύλακα κρατουμένων. Σε επανέφερε στο σκύψιμο και τη δουλειά, μόλις τολμούσες να σηκώσεις κεφάλι. Δουλειά, κούραση αλλά και συνεχής διακωμώδηση της κατάστασης. Πλάκες, μικροτσακωμοί και πειράγματα.

   Έτσι τέλειωσε η κατασκευή του δρόμου, η μικρή κίνηση των ελάχιστων οχημάτων, κάρων και φορτωμένων ζώων γινόταν ευκολότερα και μια μικρή πρόοδος συντελέστηκε. Διευκολύνθηκε η μεταφορά της παραγωγής και έγινε πραγματικότητα το μικρό όραμα αυτών που τον οραματίστηκαν και τον έφτιαξαν.

   Από τότε έγιναν πολλές προσπάθειες να βελτιωθεί ο δρόμος. Το καλοκαίρι τον έφτιαχναν και το χειμώνα ξαναχαλούσε. Μετά από πολλά χρόνια εδέησε ο Κύριος, παρακάμφθηκαν οι αντιρρήσεις ντόπιων και ξένων “παραγόντων” και σήμερα είναι ένας καταπληκτικός δρόμος με άσφαλτο μέσω του οποίου αποφεύγεις απόσταση εννιά χιλιομέτρων απ’ την απόσταση των τριών χιλιομέτρων αυτού του δρόμου για τα χωριά της Λήμνου, Καλιθέα, Κούταλη,Πεδινό, Αγκαρυώνες, Πορτιανου και Τσιμάνδρια.
  
     Έτσι ξεκίνησε η ανάπτυξη της Λήμνου. Όπως τα πηγάδια που ανοίχτηκαν και φτιάχτηκε μια μικρή υποδομή για την αύξηση της παραγωγής και την ανάπτυξη της Λήμνου. Έτσι έδωσε ο Θεός και η Λήμνος να αποκτήσει αυτάρκεια σε όλα σχεδόν τα προιόντα που παρήγαγε και να θεωρείται ο σιτοβολόνας και η Αργεντινή της Ελλάδας στα σιτηρά και τα κτηνοτροφικά προιόντα. Τον κασμά, το φτυάρι, τη βαρειά και το λοστό- τα μόνα μέσα για ολα τα έργα που σήμερα θεωρούνται μεγάλα- τα έκαναν παιγνίδι γιατί τα χέρια και η θέληση των τότε ανθρώπων ήταν γερά και ευλογημένα.

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Ο απελευθερωτής της Λήμνου Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης



Κείμενο του Αντιναυάρχου ε.α. ΙΩΑΝΝΗ ΠΑΛΟΥΜΠΗ ΠΝ από το αρχείο του ΓΕΕΘΑ

Η σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του θα ήταν πρόκληση και μόνο από το γεγονός πως υπήρξε ο πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας για έξι περίπου χρόνια και διετέλεσε δύο φορές Αντιβασιλέας, μέσα στην πιο ταραγμένη δεκαετία της ιστορίας της Ελλάδας, από το 1919 έως το 1929.
Η επιλογή αυτή αποτέλεσε την αναγνώριση του κύρους και του κοινού σεβασμού προς το πρόσωπο του μεγαλύτερου Ναυάρχου της Ελλάδας, μετά τη συγκρότησή της ως κράτους το 1828. Παράλληλα αποδεικνύει την εμπιστοσύνη που ενέπνεε η σωφροσύνη και ο πατριωτισμός του, που τον ανύψωσαν πάνω από τις πολιτικές σκοπιμότητες, τις έριδες, τους διχασμούς και τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα της εποχής.
Ο χαρακτήρας κάθε ανθρώπου εκτός από τα κληρονομικά του χαρακτηριστικά διαμορφώνεται και από το περιβάλλον στο οποίο γεννιέται και τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγαλώνει και αντιλαμβάνεται τα πρώτα του ερεθίσματα από τον κόσμο.
Ο Κουντουριώτης γεννήθηκε το 1855 στην Ύδρα, μόλις 30 χρόνια μετά την κορύφωση της ελληνικής επανάστασης. Στην Ύδρα, τότε, ζούσαν ακόμη πολλοί ναυτικοί του ’21 και το λιμάνι της έσφυζε από ιστιοφόρα, πολλά από τα οποία ανήκαν στους θρυλικούς ναυμάχους της επανάστασης και είχαν
κυβερνηθεί απ’ αυτούς. 
Ο πατέρας του Θεόδωρος, ήταν γιος του Γεωργίου Κουντουριώτη που είχε διατελέσει Πρόεδρος του Εκτελεστικού για μεγάλο χρονικό διάστημα τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1820, όταν ο ελληνισμός πάλευε για τη λευτεριά του. Εκεί, στο αρχοντικό του παππού του, που δεσπόζει ψηλά στη
δυτική πλευρά της Ύδρας ταυτίστηκε με το υδραίικο περιβάλλον κι έγινε η προσωποποίηση της παράδοσης των ηρωικών χρόνων, συνεχιστής των μπουρλοτιέρηδων, κληρονομώντας όλες τις αρετές και τις αδυναμίες της μεγάλης εκείνης γενιάς που συνδύαζε τα ασυμβίβαστα. Τη φρόνηση, με τη γενναιότητα που άγγιζε τα όρια του παράλογου, το μυαλό με την καρδιά.
Η καταγωγή και η οικογενειακή παράδοση τον οδήγησαν αναπόφευκτα στις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού. Το 1873 κατατάσσεται στο Ναυτικό Σχολείο, πρόδρομο της μετέπειτα Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, το 1877 αποφοιτά και τον επόμενο χρόνο ονομάζεται Σημαιοφόρος.
Τον Μάιο του 1886 παίρνει το πρώτο του βάπτισμα πυρός. Όντας Υποπλοίαρχος και έχοντας υπό τις διαταγές του τις κανονιοφόρους Α και Β, εισπλέει κατόπιν διαταγής στον Αμβρακικό, για να κάμει αισθητή την παρουσία του ελληνικού Ναυτικού σ’ αυτή την κλειστή σαν λίμνη θάλασσα, τα παράλια της οποίας μοιράζονταν Ελλάδα και Τουρκία. Κατά τον είσπλου βάλλεται συγχρόνως από τα πυροβολεία του φρουρίου της Πρέβεζας, από τουρκικά στρατεύματα που ήταν εκεί στρατοπεδευμένα και από μια τουρκική φρεγάτα που ναυλοχούσε στην περιοχή. Ανταποδίδει τα πυρά. Μετά το πέρας της στρατιωτικής οπερετικής περιπέτειας, που αποκλήθηκε και ειρηνοπόλεμος και που στοίχισε πολύ στη χώρα σε κόστος και διεθνές κύρος, διατάσσεται να επαναπλεύσει στο Ναύσταθμο. 
Ένα χρόνο αργότερα, το 1887, η κυβέρνηση παρήγγειλε τα τρία θωρηκτά: Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά. Το 1890 νυμφεύθηκε την Αγγελική Πετρακοκκίνου, κόρη του πλουσίου Χιώτη, η οποία όμως δεν έζησε να τον δει στις μέρες της δόξας του αργότερα. Πέθανε πολύ νωρίς, το 1903, σε ηλικία μόλις 38 ετών και ετάφη στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας Κουντουριώτη στην Ύδρα. Ο ίδιος δεν έπαψε ποτέ να την θυμάται και κάθε φορά αναφερόταν σ’ αυτήν με συγκίνηση και νοσταλγία. Όπως διηγείτο ο Παντελής Χορν, εκλεκτός συγγραφέας και φίλος της οικογένειας Κουντουριώτη, που υπηρετούσε στον Αβέρωφ κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ως Μάχιμος Υποπλοίαρχος. Ο Κουντουριώτης απέκτησε τρία παιδιά: Τη Λουκία, τη Δέσποινα και τον Θεόδωρο, ο οποίος γεννήθηκε το 1897 και σταδιοδρόμησε μετέπειτα ως αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Πολύ αργότερα παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Ελένη Γερ. Κούππα με την οποία δεν απέκτησε παιδιά. Τον Ιανουάριο του 1897 ως Πλωτάρχης, Κυβερνήτης του ατμομυοδρόμωνα Αλφειός, διατάσσεται να μεταβεί μαζί με άλλα πλοία στην Κρήτη προς υποστήριξη του χριστιανικού πληθυσμού του νησιού, μαζί με το εκστρατευτικό σώμα του Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου. Για την περίοδο εκείνη αναφέρεται, ότι υπέβαλε πρόταση στο Υπουργείο να εισδύσει με μερικά πλοία της επιλογής του στα Δαρδανέλια και να επιτεθεί στον τουρκικό στόλο. Τέτοια άδεια δεν του δόθηκε και οι επικριτές του βρήκαν την ευκαιρία να τον ψέξουν για «παραφροσύνη». Αντίθετα οι φίλοι του βρήκαν την πρόταση «αξιοθαύμαστα τολμηρή». Σ’ αυτήν πάντως, είναι εμφανή τα κατάλοιπα της κληρονομιάς από τους θρυλικούς μπουρλοτιέρηδες του τόπου καταγωγής του. Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου μετά την έναρξη του ελληνο-τουρκικού πολέμου συμμετέχει, ως κυβερνήτης πάντα του Αλφειού, στις επιχειρήσεις της Μοίρας του Αιγαίου στα παράλια της τουρκοκρατούμενης Πιερίας. Μαζί με τα τορπιλοβόλα 14 και 16 ενεργεί καταδρομική επιχείρηση με ναυτικό αποβατικό άγημα στη Σκάλα Λεπτοκαρυάς και πυρπολεί αποθήκες εφοδίων του οθωμανικού στρατού. Κατά την επιχείρηση φονεύεται ο Κυβερνήτης του τορπιλοβόλου 16, Ανθυποπλοίαρχος Εμμανουήλ Αντωνιάδης ο οποίος γίνεται έτσι, ο πρώτος νεκρός απόφοιτος της νεοσύστατης Σχολής Ναυτικών Δοκίμων που λειτουργεί από το 1884. Στους νεκρούς προστίθενται επίσης δύο ναύτες και ένας πολίτης κάτοικος της περιοχής. Από την καταδρομική αυτή ενέργεια στις 12 Απριλίου 1897 έχουν διασωθεί έξι τουρκικές σημαίες που πάρθηκαν σαν λάφυρο και βρίσκονται στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος.


Το επιτελείο του ευδρόμου Ναύαρχος Μιαούλης επί του καταστρώματος του πλοίου. Βοστώνη, 5-18.10.1900. Στη μέση διακρίνεται ο Κυβερνήτης, Αντιπλοίαρχος Π. Κουντουριώτης. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας  υπάρχουν οι υπογραφές των εικονιζομένων.
(Φωτογραφία αγνώστου. Φωτογραφικό αρχείο Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος)

Το 1900, Αντιπλοίαρχος πλέον Κυβερνήτης του ευδρόμου Ναύαρχος Μιαούλης, προτείνει στο Υπουργείο Ναυτικών και εγκρίνεται, να εκτελέσει το εκπαιδευτικό ταξίδι των Ναυτικών Δοκίμων με το πλοίο του στην Αμερική. Το ταξίδι πραγματοποιείται από 3 Ιουλίου έως 22 Νοεμβρίου. Για τον χρόνο που πραγματοποιείται και τον τύπο του πλοίου αποτελεί επικίνδυνη περιπέτεια και η μεταφορά των Ναυτικών Δοκίμων συνιστά ανάληψη υψίστης ευθύνης. Ο Κουντουριώτης επιδεικνύει σπάνια ναυτικά προσόντα διαπλέοντας τον Ατλαντικό δύο φορές, σχεδόν αποκλειστικά με πανιά, για εξοικονόμηση καυσίμων. Στην Αμερική γίνεται ενθουσιωδώς δεκτός από την ελληνική ομογένεια της Βοστώνης. 
Το 1908 ως Πλοίαρχος τοποθετείται υπασπιστής του Βασιλέως Γεωργίου Α΄.Γι’ αυτή του την τοποθέτηση εκτιμώνται η σοβαρότητα του χαρακτήρα του, η αφοσίωσή του στους θεσμούς, η σύνεση και η σωφροσύνη που επιδεικνύει σε μια ταραγμένη εποχή, κατά τη διάρκεια της οποίας η ψύχραιμη αποτίμηση της θέσης της χώρας και ο προσδιορισμός των εθνικών στόχων αποτελεί εναγώνια ζητούμενο στο πολιτικό και το στρατιωτικό περιβάλλον. Το 1910 ως Πλοίαρχος τίθεται επικεφαλής της «Μοίρας Γυμνασίων» του στόλου, θέση στην οποία παραμένει μέχρι το 1912. Τον Σεπτέμβρη του 1912 ο Παύλος Κουντουριώτης έφθασε μπροστά στην ιστορία όταν ακριβώς η πατρίδα τον είχε μεγάλη ανάγκη. Βρέθηκε εκεί κι έγινε ο Σωτήρας της. Αξίζει εδώ να παρατεθεί ένα τηλεγράφημα που απέστειλε ο Τούρκος Υπουργός των Ναυτικών στον Ναύαρχο Αρχηγό του τουρκικού στόλου, για να γίνει αντιληπτό ποια ιδέα είχαν οι αντίπαλοι για τον έλληνα Αρχηγό του Στόλου.

«Επί του Αβέρωφ θα επιβαίνει, όπως πληροφορούμαι, ως γενικός αρχηγός του ελληνικού στόλου, ο Κουντουριώτης, άριστος αξιωματικός, με πείρα, με θάρρος, με πατριωτισμό και πλείστες άλλες ναυτικές αρετές. Ο Κουντουριώτης είναι εκ των αρίστων αξιωματικών. 
Ο Υπουργός των Ναυτικών Μαχμούτ Μουκτάρ.»

 Γενική κλήση πληρώματος του Θωρακισμένου Καταδρομικού Αβέρωφ στην πρύμνη. Διακρίνονται μεταξύ άλλων ο Ναύαρχος Π. Κουντουριώτης, ο Κυβερνήτης, Αντιπλοίαρχος Σ. Δούσμανης και ο
ιερέας του Στόλου, αρχιμανδρίτης Δ. Δάφνος.
(Φωτογραφία Α. Γαζιάδη.Φωτογραφικό αρχείο Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος)

Οι Βαλκανικοί είναι ίσως οι ενδοξότεροι πόλεμοι τους οποίους έχει διεξαγάγει το ελληνικό κράτος από της απελευθερώσεώς του και ο Παύλος Κουντουριώτης αναδείχθηκε αναμφίβολα στο ψηλότερο ναυτικό σύμβολο της νεώτερης Ελλάδας. Οι γεωπολιτικές συνθήκες που οδήγησαν τις τρεις σλαβικές χριστιανικές χώρες των Βαλκανίων να συμπήξουν συμμαχία εναντίον της κυριάρχου Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχουν εκτεθεί σε άλλα άρθρα και παρεμβάσεις της παρούσας έκδοσης. Ο μόνος στρατηγικός παράγοντας που έλειπε από τους συμμάχους και για τον οποίον έγινε δεκτή η Ελλάδα στη συμμαχία ήταν το Ελληνικό Ναυτικό. Ήταν η μόνη συμμαχική δύναμη που μπορούσε να αποκόψει τις οθωμανικές στρατηγικές εφεδρείες και να τις ακινητοποιήσει στα λιμάνια της Μικράς Ασίας. Εάν οι περίπου 250.000 Οθωμανοί έφεδροι κατόρθωναν να διαπεραιωθούν στη Μακεδονία και να αντιπαρατεθούν στα μέτωπα των μαχών είναι πολύ πιθανόν ότι θα ήταν διαφορετική η εξέλιξη του πολέμου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα υποτυπώδη έως ανύπαρκτα οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα της εποχής δεν επέτρεπαν την έγκαιρη μετακίνηση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων και ρεύματος εφοδίων δια ξηράς. Έτσι λοιπόν οι Σλάβοι της Βαλκανικής υποχρεώθηκαν να κάνουν δεκτή την Ελλάδα στη συμμαχία τους παρά τις αντικρουόμενες επιδιώξεις που είχε καθένας για τα εδάφη της Μακεδονίας που θα απελευθερώνονταν από την οθωμανική αυτοκρατορία. Η αποστολή της επίτευξης απόλυτης κυριαρχίας στο Αιγαίο αναλαμβανόταν με δισταγμό από το Πολεμικό Ναυτικό, λόγω της αριθμητικής υπεροχής του Τουρκικού Ναυτικού. Υπεροχής που επιβεβαιωνόταν με κάθε επιτελική σύγκριση δυνάμεων και παρά την πρόσφατη ένταξη στον ελληνικό στόλο του νεότευκτου σύγχρονου και ισχυρού, θωρακισμένου καταδρομικού Αβέρωφ.
Σε πολεμικό συμβούλιο που συγκλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1912 υπό την προεδρία του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και στο οποίο ήταν παρόντες όλοι οι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του Ναυτικού και αξιωματούχοι της κυβέρνησης, καθώς και ο έχων αναλάβει πρόσφατα τα καθήκοντα του Αρχηγού του Στόλου, Πλοίαρχος Παύλος Κουντουριώτης, έγινε ανασκόπηση των δυνατοτήτων των ναυτικών μονάδων και παρατέθηκαν τα στοιχεία της σύγκρισης των δύο στόλων. Εκτοπίσματα, ταχύτητες, αριθμός και διαμέτρημα πυροβόλων, πάχη θωρακίσεων, πληρώματα, τα πάντα τέθηκαν κάτω από λεπτομερειακή εξέταση και διατυπώθηκαν γνώμες και απόψεις που συνέτειναν στο ό,τι ο στόλος, λογικά, απαιτούσε ενίσχυση εν όψει της δύσκολης αποστολής του. Ο πρωθυπουργός επηρεασμένος από την παράθεση των δυσμενών στοιχείων δυσφορούσε. Όταν κλήθηκε ο Κουντουριώτης να σχολιάσει τη ροή και τα συμπεράσματα της συζήτησης, εξέφρασε την εδραιωμένη πεποίθησή του ότι ο ελληνικός στόλος θα έβγαινε νικητής σε απ’ ευθείας αντιπαράθεση με τον τουρκικό, διότι τα στελέχη του θα αγωνίζονταν με αυταπάρνηση και υψηλό ηθικό.
O Πρωθυπουργός ανακουφίστηκε από την παρέμβαση του Αρχηγού και ένιωσε ελεύθερος να προχωρήσει στα σχέδιά του. Για την επίδραση που είχε στον Πρωθυπουργό η στάση του Κουντουριώτη εκείνη την ημέρα, είναι χαρακτηριστική η επιστολή που του έστειλε ο Ελ. Βενιζέλος 21 χρόνια μετά, την επέτειο της ναυμαχίας της Έλλης, την 3η Δεκεμβρίου 1933. Φίλτατε Ναύαρχε. Είκοσι ένα χρόνια κλείουν σήμερα από την ημέρα, που με την ναυμαχία της Έλλης εξησφάλισες την κατά θάλασσαν υπεροπλίαν της Ελλάδος και των συμμάχων της και έτσι εξησφάλισες την τελικήν νίκην των. Όλοι οι Έλληνες σου είμεθα ευγνώμονες διά την νίκην σου αυτήν. Περισσότερον από όλους εκείνος, που γνωρίζει, ότι χωρίς την αδάμαστον αποφασιστικότητά σου και την πίστην σου εις την κατά θάλασσαν νίκην μας, δεν θα απεφασίζαμεν να λάβωμεν μέρος εις τον πρώτον Βαλκανικόν Πόλεμον, με αποτέλεσμα ότι, αν μεν νικούσαν οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, τα όριά μας θα έμεναν οριστικώς εις την Μελούνα ή το πολύ θα έφθαναν στον Αλιάκμονα, αν δε νικούσαν οι Τούρκοι, η ζωή των ομογενών της Αυτοκρατορίας θα απέβαινεν ανυπόφορος. Με εξαίρετον τιμήν και αγάπην Ελευθ. Κ. Βενιζέλος Ο ελληνικός στόλος αποπλέοντας από το Φάληρο στις 5 Οκτωβρίου 1912 έπαιρνε μαζί του βαρύ το φορτίο των ελπίδων του ελληνικού λαού. Αυτό επέβαλε να εξασφαλίσει την απόλυτη θαλάσσια κυριαρχία στο Αιγαίο και στο Ιόνιο, γεγονός που θα σήμαινε την πλήρη απαγόρευση των θαλασσίων επικοινωνιών για τις οθωμανικές μεταφορές και την απρόσκοπτη και ασυνόδευτη εκτέλεση των μεταφορών μονάδων και εφοδίων που θα απαιτούσε η εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων των τεσσάρων συμμάχων στρατών.
Τονίζοντας τη συμβολή του Πολεμικού Ναυτικού με κανένα τρόπο δεν επιχειρείται να υποβαθμισθεί η συμβολή του Στρατού. Κανένας δεν μπορεί να παραβλέψει τον ηρωισμό που επέδειξαν στα πεδία των μαχών ξηράς τα στρατευμένα παιδιά της Ελλάδας. Κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει την ορμή που έμοιαζε περισσότερο με ξέσπασμα και που σάρωνε στο διάβα της τις τουρκικές φρουρές και τις εστίες αντιστάσεως. Δεν γεννάται καμία αμφιβολία για την τακτική αξία των μαχών, για τα περάσματα, τους λόφους, τα ποτάμια, τις οχυρές θέσεις. Δεν παραγνωρίζεται καθόλου η ψυχολογική αλλά και η ουσιαστική αξία της απελευθέρωσης χωριών και πόλεων και η δικαιολογημένη προβολή του ενθουσιασμού και της συγκίνησης των τοπικών πληθυσμών που υποδέχονταν τα ελληνικά απελευθερωτικά στρατεύματα. Ο πρωταγωνιστής, όμως, που έκρινε την έκβαση του πολέμου και που ουσιαστικά εκδίωξε του Οθωμανούς από τα Βαλκάνια ύστερα από απόλυτη κυριαρχία τους σ’ αυτά, μεγαλύτερη από πέντε αιώνες, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ήταν ο Ναυτικός αγώνας του Αιγαίου. Ο ελληνικός στόλος ήταν εκείνος που κράτησε αδρανείς και αχρησιμοποίητες τις τουρκικές εφεδρείες στα λιμάνια της Μικράς Ασίας, τόσο απαραίτητες για τους Οθωμανούς στην κρίσιμη περίοδο του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Η μεγάλη, η στρατηγική νίκη του πολέμου, κερδήθηκε στη θάλασσα. Ήταν αυτή που εάν χανόταν, μοιραία θα είχε άλλη εξέλιξη η ροή του πολέμου και η ιστορία θα ήταν διαφορετική. Στο παρόν σημείωμα λόγω περιορισμών διατιθέμενου χώρου θα αναφέρω μόνο σε μορφή τίτλων τις ναυτικές επιχειρήσεις εκείνες που συνέτειναν περισσότερο στην επίτευξη ναυτικής κυριαρχίας και βοήθησαν τις επιχειρήσεις του Στρατού. Ως τέτοιες είναι γνωστές οι συγκρούσεις των δύο στόλων στο ακρωτήριο της Έλλης και νοτιοδυτικά της Λήμνου, στις 3 Δεκεμβρίου 1912 και 5 Ιανουαρίου 1913 αντιστοίχως. Αντίθετα είναι σχετικά άγνωστες οι επιχειρήσεις αποκλεισμού των παραλίων της Ηπείρου και της Αλβανίας και η αποκοπή των ιταλικών και αυστροουγγρικών εμπορικών πλοίων τα οποία συντηρούσαν το ρεύμα ανεφοδιασμού του οθωμανικού στρατού, που υπερασπιζόταν τα Ιωάννινα. Γνωστές είναι επίσης οι επιχειρήσεις απελευθέρωσης όλων των νησιών του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου από ναυτικά αποβατικά αγήματα και στις περιπτώσεις της Λέσβου και της Χίου, σε συνδυασμό με στρατιωτικές δυνάμεις. Άξιος μνείας και πολύ σημαντικός ήταν ο αγώνας δρόμου μεταξύ των βουλγαρικών στρατιωτικών δυνάμεων και του ελληνικού στόλου για την κατάληψη της χερσονήσου του Αγίου Όρους. Η επιχείρηση αυτή που διεξήχθη την 1η Νοεμβρίου από το αντιτορπιλικό Θύελλα κατ’ αρχήν και τα Αβέρωφ, Πάνθηρ και Ιέραξ αργότερα, διέσωσε το Άγιο Όρος από πολλές περιπέτειες που ενδεχομένως θα δημιουργούνταν, αν προλάβαιναν τα σπεύδοντα βουλγαρικά στρατεύματα να το καταλάβουν. Δύο επιχειρήσεις που φανέρωναν το πνεύμα ηρωισμού με το οποίο το ναυτικό πολεμούσε τον προαιώνιο εχθρό ήσαν : – Στις 18 Οκτωβρίου 1912 η διείσδυση στη Θεσσαλονίκη του τορπιλοβόλου 11 με Κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Ν. Βότση, που κατέληξε στον τορπιλισμό και βύθιση του τουρκικού θωρηκτού Φετχί Μπουλέντ. – Στις 9 Νοεμβρίου 1912 η διείσδυση στο Αϊβαλί του τορπιλοβόλου 14 με Κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Περ. Αργυρόπουλο, ο τορπιλισμός και βύθιση τουρκικής κανονιοφόρου που ναυλοχούσε εκεί. Τέλος θα ήθελα να αναφέρω δύο δευτερεύουσες επιχειρήσεις ως προς τα αποτελέσματά τους, οι οποίες όμως καταγράφηκαν ως παγκόσμιες πρωτιές και διατηρούν τη σημασία τους για το Πολεμικό Ναυτικό: – Στις 9 Δεκεμβρίου 1912 εκτελέσθηκε η πρώτη παγκοσμίως βολή τορπίλης σε πολεμική επιχείρηση, από το υποβρύχιο Δελφίν σε κατάδυση εναντίον του τουρκικού ευδρόμου Μετζιτιέ. Κυβερνήτης ήταν ο Πλωτάρχης Στέφανος Παπαρρηγόπουλος.
– Στις 24 Ιανουαρίου 1913 εκτελέσθηκε η πρώτη παγκοσμίως πτήση υδροπλάνου ναυτικής αεροπορίας επ’ ωφελεία ναυτικής δυνάμεως. Πιλότος ήταν ο Λοχαγός Μιχ. Μουτούσης και παρατηρητής ο Σημαιοφόρος Αριστ. Μωραϊτίνης. Στις επιχειρήσεις του Ναυτικού δέσποζε η προσωπικότητα του Αρχηγού και η προτροπή του για επίδειξη ακραίου επιθετικού πνεύματος στις όποιες συναντήσεις με τον εχθρό. Δεν είναι δύσκολο να προσπαθήσεις να σκιαγραφήσεις την προσωπικότητα του αρχιτέκτονα της νίκης των Βαλκανικών Πολέμων, του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη. Είναι απλό, γιατί κι ο ίδιος ήταν απλός. Λιτός και απέριττος, σχεδόν ασκητικός, έδειχνε βαθιά αποστροφή προς τις επιδείξεις και τις κοσμικές εκδηλώσεις. Διατηρούσε ακλόνητη πίστη στον Θεό και πίστευε πως κάθε ενέργεια πρέπει να ξεκινά πάντοτε από την επίκληση της Θείας βοήθειας. Αντιφατικός στη συμπεριφορά, συνειδητοποιημένος αριστοκράτης ως απόγονος υψηλής γενιάς αρχόντων της Ύδρας, ήξερε να προσεγγίζει και να μιλά καλύτερα απ’ τον καθένα τη γλώσσα του λαού, των αγαθών νησιωτών που συγκροτούσαν τα πληρώματά του, τα οποία διοίκησε στη ζωή του. Μιλούσε αρβανίτικα απ’ ευθείας στην ψυχή των ανδρών του και παρά το γεγονός ό,τι επέβαλε σκληρή πειθαρχία σε όλους, τους υπ’ αυτόν, αξιωματικούς και ναύτες, ήταν αγαπητός, γιατί πρώτος αυτός έδινε το παράδειγμα της προσήλωσης στο καθήκον και της αγάπης, μέχρι θυσίας, προς την πατρίδα. Από τη διεξαγωγή των ναυτικών επιχειρήσεων των Βαλκανικών Πολέμων θα ήθελα να σχολιάσω τρία μόνο σημεία που χαρακτηρίζουν την ιδιοσυγκρασία του Ναυάρχου και περιγράφουν μόνα τους, πολύ εύγλωττα τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του.
Σημείο 1ο. Η επιλογή του ορμητηρίου του στόλου. Το 1897 ο Στόλος του Αιγαίου ναυλοχούσε στο ορμητήριο των Ωρεών της Μαγνησίας με στόχο να βρίσκεται πλησιέστερα στο θέατρο των επιχειρήσεων που δικαιολογημένα θεωρείτο το κεντρικό βόρειο Αιγαίο. Το 1912 τα επίσημα σχέδια του Επιτελείου προέβλεπαν και πάλι τους Ωρεούς, ενώ μεγάλη συζήτηση γινόταν για τον όρμο της Αγίας Μαρίνας στον νότιο Ευβοϊκό ώστε να συντομευθούν οι οδοί επικοινωνίας με τον Ναύσταθμο. Κανείς δεν περίμενε την αποφασιστική επιλογή του αρχηγού. Θέτοντας πάνω απ’ όλα την εκπλήρωση της αποστολής του, που την έβλεπε αποκλειστικά σε μια αποφασιστική σύγκρουση με τον τουρκικό στόλο, παραβλέποντας το πλήθος των αντιθέτων επιχειρημάτων και παραμερίζοντας τα πολλά μειονεκτήματα που συνεπαγόταν η επιλογή του, πλέει αποφασιστικά, καταλαμβάνει τη Λήμνο και εγκαθίσταται στον ασφαλέστατο από καιρικές συνθήκες όρμο του Μούδρου, πενήντα μόλις μίλια από την έξοδο των στενών των Δαρδανελίων. Με την κίνηση αυτή επιδεικνύει ένα άκρως επιθετικό πνεύμα. Η μεγαλοφυής και ορμητική επιλογή του Ναυάρχου πιθανόν να ενήργησε εκφοβιστικά για τις τουρκικές ναυτικές δυνάμεις οι οποίες βράδυναν αδικαιολόγητα κατά δύο περίπου μήνες να ανταποκριθούν και να επιχειρήσουν την έξοδό τους από την Προποντίδα και τα Δαρδανέλια.
Πολύ αργότερα στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 έγινε πολύς λόγος και χύθηκε πολύ μελάνι για τη διεκδίκηση της πατρότητας της ιδέας χρησιμοποιήσεως του Μούδρου ως ορμητηρίου του στόλου. Ο ίδιος ο Κουντουριώτης, ολύμπιος κι απόμακρος, δεν έλαβε ποτέ μέρος σ’ αυτή τη διελκυστίνδα τοποθετήσεων και αντεγκλήσεων. Στη στρατιωτική δεοντολογία είναι γνωστό πως σημασία έχει ποιος αναλαμβάνει την ιστορική ευθύνη μιας αποφάσεως και όχι ποιος την εισηγείται, αν υποθέσουμε πως κάποιος άλλος την εισηγήθηκε.
Σημείο 2ο. Η διεξαγωγή των δύο αποφασιστικών ναυμαχιών της Έλλης και της Λήμνου. Ο χειρισμός του ελληνικού στόλου, ουσιαστικά δηλαδή της ναυαρχίδας Αβέρωφ και της Μοίρας των θωρηκτών Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά απέδειξε μιαν ακατάσχετη ορμητικότητα και επιθετικό πνεύμα συνοδευόμενο από περιφρόνηση προς τον θάνατο, που σπάνια συναντάται και λίγο απέχει από το να επικρίνεται από τις Επιτελικές Σχολές Πολέμου. Ιδιαίτερα στην πρώτη ναυμαχία, κατά τη φάση της καταδίωξης του τουρκικού στόλου, είναι γεγονός πως ο Αβέρωφ πέρασε μέσα στο βεληνεκές των επάκτιων πυροβολείων και αν δεχόταν ένα σοβαρό πλήγμα ασφαλώς τα πράγματα θα είχαν διαφορετική εξέλιξη. Στη φάση αυτή όταν λόγω υπερθέρμανσης των πυροβόλων του Αβέρωφ ελαττώθηκε η ταχυβολία του, ο Ναύαρχος πήρε τη μεγάλη απόφαση. Με την ταχύτητα του πλοίου στο ψηλότερο σημείο, τα 22 καζάνια να αποδίδουν τη μεγίστη ισχύ τους, στόχευε την τουρκική ναυαρχίδα και έπλεε «πάση δυνάμει» να την εμβολίσει, να την κόψει στα δύο. Έφθασε μέχρις αποστάσεως 2.600 μέτρων. Οι Τούρκοι έφευγαν και δεν πίστευαν. Χώθηκαν τρομαγμένοι στα στενά απ’ όπου δεν ξαναβγήκαν για ένα μήνα. Μετά από χρόνια ο Ναύαρχος διηγιόταν σε κάποιους φίλους του για εκείνη τη στιγμή:
«Είδα εκείνη την ώρα σαν όραμα πάνω στους δύο κάβους των Στενών τον παππού μου και τον Μιαούλη, να μου κάνουν νόημα και να με καλούν. Και όρμησα πάνω τους».

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ναύαρχος Π. Κουντουριώτης επί του αντιτορπιλικού Σφενδόνη, κατευθύνονται προς τη Θεσσαλονίκη. Εκεί, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα ηγηθεί του κινήματος της Εθνικής Άμυνας και θα σχηματίσει προσωρινή κυβέρνηση. Σεπτέμβριος 1916.
(Φωτογραφία αγνώστου. Φωτογραφικό αρχείο Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος)

Σημείο 3ο. Εφαρμογή των αρχών του πολέμου. Τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς προς τη 2η του Γενάρη του 1913 (παλαιό ημερολόγιο), μέσα σε πολύ δυσμενείς καιρικές συνθήκες θύελλας με καταιγίδες, το θωρακισμένο καταδρομικό Χαμιδιέ διέλαθε απαρατήρητο και ανεντόπιστο κινήθηκε στο Αιγαίο, ως επιδρομικό.
Στις 2 Ιανουαρίου το πρωί ξημερώθηκε έξω απ’ το λιμάνι της Σύρου, όπου βομβάρδισε το εξοπλισμένο εμπορικό «Μακεδονία» το οποίο βρισκόταν εκεί λόγω βλάβης πηδαλίου.
Η επιχείρηση θεωρήθηκε από τον Ναύαρχο σαν μια καλά προσχεδιασμένη παραπλανητική κίνηση εκ μέρους του τουρκικού ναυαρχείου, που απέβλεπε να παρασύρει κάποιο τμήμα του ελληνικού στόλου να αποσπασθεί από τον Μούδρο και να κυνηγήσει το επιδρομικό. Εν προκειμένω μόνο ο Αβέρωφ είχε αυτή τη δυνατότητα λόγω ταχύτητας. Πράγματι η ελληνική κυβέρνηση θορυβήθηκε και συνέστησε στον αρχηγό του στόλου να επιληφθεί αποσπώντας Μοίρα του στόλου υπό τον Αβέρωφ. Ο Κουντουριώτης έχοντας την υποψία ότι επρόκειτο για τουρκικό τέχνασμα και εφαρμόζοντας με σταθερότητα την αρχή του πολέμου «εμμονή στον σκοπό» αρνήθηκε να συμμορφωθεί, πείθοντας την κυβέρνηση να αναστείλει τη διαταγή της. Σε τρεις μέρες, την 5η Ιανουαρίου, ο τουρκικός στόλος εξέπλευσε των Στενών και κινήθηκε προς τον Μούδρο για να συναντήσει τον ελληνικό. Η ναυμαχία της Λήμνου επέφερε το τελειωτικό πλήγμα στον τουρκικό στόλο και κρίθηκε από την ευστοχία των ελληνικών πυρών αυτή τη φορά. Διήρκεσε μόνο 20 λεπτά και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε μια άτακτη φυγή των τουρκικών πλοίων προς τα Στενά, έχοντας τα θωρηκτά μόλις επιπλέοντα με πυρκαγιές, σημαντικές ζημιές πολλούς νεκρούς και τραυματίες.
Στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο ο στόλος υπό την καθοδήγηση του Κουντουριώτη προσέφερε και πάλι σημαντικές υπηρεσίες στην απελευθέρωση της Θράκης με την απόλυτη κυριαρχία στα παράλιά της. Μετά το ένδοξο πέρας των Βαλκανικών Πολέμων ο Κουντουριώτης προάγεται σε Αντιναύαρχο και γίνεται ο πρώτος που θα καταλάβει αυτό το βαθμό στο Πολεμικό Ναυτικό. Η προαγωγή του εκείνη έγινε: «...δι εξαιρετικάς εν πολέμω υπηρεσίας, παρασχεθείσας υπ’ αυτού τη Πατρίδι, εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του, ως αρχηγού του στόλου του Αιγαίου». 
Το καλοκαίρι του 1915 ο Κουντουριώτης επιβαίνων του Αβέρωφ επισκέφθηκε την Κρήτη η οποία είχε συνενωθεί με την Ελλάδα κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε στα Χανιά είχε τόσο ενθουσιασμό, παλμό και συγκίνηση, που άφησε εποχή. Στη συνέχεια παραμένοντας Ναύαρχος εν ενεργεία, διετέλεσε Υπουργός των Ναυτικών στην κυβέρνηση Στ. Σκουλούδη από τον Οκτώβριο του 1915 έως τον Ιούνιο του 1916. Κατά την υπουργική του θητεία αποδεικνύεται εξαιρετικά προσεκτικός και σώφρων στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων, σε αντίθεση με την ορμητικότητα που είχε επιδείξει ως αρχηγός στόλου. Διαφώνησε με την κυβέρνηση στην οποία μετείχε στο θέμα της ουδετερότητας και υποστήριξε τη συμμαχία με την Αντάντ.
Θα ήθελα να τονίσω ένα σημείο που σκιαγραφεί καθαρά την ψυχοσύνθεση και την προσωπικότητα του Ναυάρχου.
Ο Κουντουριώτης ήταν φιλοβασιλικός, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο κι αντιφατικό. Αγαπούσε τον θεσμό σαν μια εγγύηση της ενότητας και της συνέχειας του κράτους και ο σεβασμός του στον θρόνο ήταν αποτέλεσμα της φλογερής φιλοπατρίας του χωρίς κανένα ίχνος προσωπολατρείας. Είναι γεγονός πως ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος έτρεφε μεγάλη συμπάθεια προς το πρόσωπό του, λόγω της προϋπηρεσίας του Ναυάρχου ως υπασπιστή του πατέρα του, Γεωργίου. Παρά ταύτα όταν ο Ναύαρχος θεώρησε το 1916 ότι το καθήκον προς την πατρίδα τον καλούσε να λάβει θέση στο πλευρό του μεγάλου πολιτικού Ελευθερίου Βενιζέλου δεν δίστασε στιγμή και τάχθηκε ολόψυχα, ως μέλος της τριανδρίας της Δημοκρατικής Άμυνας, (Βενιζέλος, Κουντουριώτης, Δαγκλής) στην επαναστατική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Στο σημείο αυτό είναι επιβεβλημένο να παρατεθεί ένα απόσπασμα από επιστολή του Ελευθερίου Βενιζέλου που γράφτηκε την 30η Αυγούστου 1916 και στην οποία διαφαίνεται η εκτίμηση που έτρεφε ο Εθνάρχης στο πρόσωπο του Ναυάρχου, όπως άλλωστε και ολόκληρος ο ελληνικός λαός:

Αθήναι 30 Αυγούστου 1916. 
Φίλτατε Ναύαρχε. Τα πράγματα φθάνουν εις το απροχώρητον. Μετά την παραίτησιν του κ. Ζαΐμη και την συγκρότησιν της νέας κυβερνήσεως και την υπό των Βουλγάρων ουσιαστικήν κατάληψιν της Καβάλλας δεν πρέπει να μας μένη καμμία αμφιβολία. ………………………………………….. Ναύαρχε ! Κάμε τον σταυρόν σου εις το όνομα του Θεού. Σε εξορκίζω προς τούτο. Άλλη οδός σωτηρίας δεν έμεινε δια την Ελλάδα. Δεν έχομεν το δικαίωμα ούτε σεις ούτε εγώ ν’ αφήσωμεν να συμπληρωθή η καταστροφή, χωρίς να επιδιώξωμεν την σωτηρίαν. Εάν, φίλτατε ναύαρχε, αρνηθήτε να κινηθήτε, εν καθήκον μου υπολείπεται. Να καταγγείλω εις το έθνος τον όλεθρον εις τον οποίον σύρεται και να δηλώσω ότι, μη έχων την δύναμιν να αποτρέψω τον όλεθρον, αλλά και μη θέλων να παρίσταμαι σιωπηλός μάρτυς της καταστροφής και της ατιμώσεως, φεύγω οριστικώς από την Ελλάδα. Ναύαρχε ! Εις χείραν πάλιν Κουντουριώτη κρέμεται η σωτηρία του έθνους, εφ’ όσον είνε ακόμη καιρός. Με αισθήματα εξόχου τιμής και αδελφικής αγάπης, 
υμέτερος 
(Υπογραφή) 
Ελευθέριος Βενιζέλος».

Μεγάλες και ιστορικές στιγμές του έθνους, όπως διαγράφονται από την ιδιωτική αλληλογραφία δύο μεγάλων ανδρών, που ζούσαν, αγωνίζονταν και ανέπνεαν για το έθνος και την ελληνική πατρίδα.
Έγινε έτσι συμπαραστάτης του δημιουργού της μεγάλης Ελλάδας καθ’ όλη τη μέχρι το 1920 επική περίοδο των ελληνικών θριάμβων προσφέροντας στο κίνημα της Θεσσαλονίκης την πανελλήνια αποδοχή του. Ούτε προσωπικές συμπάθειες, ούτε οικογενειακές καταβολές, τον εμπόδισαν μπροστά σ’ αυτό που πίστεψε ύψιστο συμφέρον για την πατρίδα.
Στις 14 Ιουνίου 1917 επιστρέφοντας στην Αθήνα μαζί με την κυβέρνηση Βενιζέλου αναλαμβάνει το Υπουργείο των Ναυτικών και αναστυλώνει το ηθικό των ανδρών του κλάδου, που τόσο είχε ταλαιπωρηθεί από τις περιπέτειες των αγγλο – γαλλικών κατασχέσεων και καταλήψεων.
Το 1919 καταλαμβάνεται από το όριο ηλικίας και στις 2 Δεκεμβρίου αποχωρεί από την ενεργό υπηρεσία του Ναυτικού τιμής ένεκεν ως Ναύαρχος, με την ήρεμη γαλήνη του ανδρός που πρόταξε πάντα το καθήκον προς την πατρίδα έναντι όποιας προσωπικής επιδίωξης.
Μετά τον θάνατο του Βασιλέως Αλέξανδρου η γενική εκτίμηση και αποδοχή στο πρόσωπό του τον ανεβάζει στο αξίωμα του Αντιβασιλέα, στο οποίο παρέμεινε μέχρι τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920.
Αποτελεί χαρακτηριστικό της ποιότητας των πολιτικών του αντιπάλων, ότι τον Δεκέμβριο του 1921 επιχειρούν απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την απομάκρυνση του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ η κοινή εμπιστοσύνη και ο σεβασμός τον φέρουν και πάλι για δεύτερη φορά στο αξίωμα του Αντιβασιλέα.
Τον Μάρτιο του 1924 μετά την ανακήρυξη της αβασίλευτης Δημοκρατίας η εθνοσυνέλευση του αναθέτει προσωρινά τα καθήκοντα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Τον Μάρτιο του 1926 με την κήρυξη της δικτατορίας του Πάγκαλου διαμαρτύρεται, παραιτείται, αποχωρεί και πηγαίνει να ιδιωτεύσει στην Ύδρα. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα της επιστολής που του αποστέλλει ο Πάγκαλος την ίδια ημέρα της επιβολής της Δικτατορίας, παρακαλώντας τον να αποσύρει την παραίτησή του:

Πρόεδρος Υπουργικού Συμβουλίου
26 Μαρτίου 1926
Σεβαστέ μου κ. Πρόεδρε ………………………………………..
Κύριε Πρόεδρε θεωρώ καθήκον μου να επικαλεσθώ τον εγνωσμένον πατριωτισμόν σας όπως δεχθήτε να αποσύρετε την παραίτησίν σας την οποίαν άλλωστε δεν εκάμαμε γνωστήν ούτε εδημοσιεύσαμε. Εν ανάγκη μπορείτε να μείνετε 5 – 6 ημέρες ή και οριστικώς εν Ύδρα διότι ελπίζω ότι εντός 2 ή τριών το πολύ μηνών θα ρυθμίσωμεν δι εκλογών την κατάστασιν οπότε πλέον αν δεν θέλετε θα μπορείτε να αποσυρθήτε οριστικώς με την γαλήνην της συνειδήσεως πλήρη ότι επιτελέσατε το καθήκον σας εις τας κρισίμους αυτάς στιγμάς.
(Υπογραφή)
Θεόδωρος Πάγκαλος».


Στις 26 Αυγούστου του 1926 ο Δικτάτορας ανατρέπεται και ο Κουντουριώτης επανέρχεται στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Είναι η εποχή που γίνεται δεύτερη απόπειρα δολοφονίας του έξω από το Δημαρχείο των Αθηνών.
Τον Μάιο του 1929 η εθνοσυνέλευση τον εκλέγει τακτικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα έχουμε ένα ακόμα δείγμα του ιδεαλισμού του Παύλου Κουντουριώτη. Μόλις αντιλαμβάνεται τα πρώτα συμπτώματα προσβολής του από ασθένεια Πάρκινσον παραιτείται την 10η Δεκεμβρίου 1929, επτά μόνο μήνες μετά την εκλογή του.
Στέλνει μήνυμα στον Ελευθέριο Βενιζέλο μέσω του πρέσβη αδελφού του:
«Παραιτήθηκα γιατί αυτό επέβαλε το εθνικό συμφέρον. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν. Όταν θα ήρχοντο να μα επισκέπτονται οι ξένοι πρέσβεις θα το αντιλαμβάνοντο. Οι σκέψεις και οι κρίσεις τους θα ήσαν δυσμενείς δια την πατρίδα.».
Αποσύρεται οριστικά από τα κοινά περιοριζόμενος σε απλή ζωή μεταξύ του σπιτιού του στο Παλαιό Φάληρο και της αγαπημένης του Ύδρας.
Στις 22 Αυγούστου 1935 έδυσε ήσυχα και ήρεμα και κατά την επιθυμία του η σορός του μεταφέρθηκε στον πέτρινο τάφο που είχε ο ίδιος ετοιμάσει κάτω από το αρχοντικό του στην Ύδρα, να αγναντεύει το πέλαγος που τόσο αγάπησε και μέσα στο οποίο μεγαλούργησε. Μπρος στον ανοιχτό τάφο τον μεγάλο Ναύαρχο αποχαιρέτησε ο τότε Αρχηγός του Στόλου Ναύαρχος Σακελλαρίου οι τελευταίες λέξεις του οποίου ήταν «...Απέρχεσαι ακόμη του κόσμου τούτου με την βιβλική σου ευσέβειαν και ευλάβειαν προς την πίστιν των πατέρων μας, δικαίως κατακτήσας τον τίτλον του αγίου.».
Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης υπήρξε μία από τις πλέον ευγενικές φυσιογνωμίες του πανθέου των θαλασσινών ηρώων του ελληνισμού. Έχοντας την ορμητικότητα των ναυμάχων του 1821 ήταν γεννημένος ναύτης, προικισμένος με βαθύ στρατηγικό και τακτικό ένστικτο, πολιτικός, διπλωμάτης, ανθρωπιστής, με διαίσθηση και ενόραση. Αν θα έπρεπε με δυο λόγια να περιγράψουμε τον χαρακτήρα του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη θα αναφέραμε την σεμνότητα και την αγάπη του προς τον Θεό, την πατρίδα και το Ναυτικό. Είχε συνείδηση του ενδόξου παρελθόντος της οικογενείας του και αγωνιούσε να φανεί αντάξιος των προγόνων του. Ποτέ δεν ζήτησε τα αξιώματα που κατέλαβε.
Χαρακτηριστική είναι η πρώτη παράγραφος της διαθήκης του: «Έζησα πιστός εις την Χριστιανικήν θρησκείαν και εις την Ανατολικήν Ορθόδοξον εκκλησίαν. Ηγάπησα δι’ όλης της ψυχής μου την πατρίδαν μου. Κατά το μέτρον των δυνάμεών μου και τη βοήθεια του Θεού εξετέλεσα το καθήκον μου. Ατενίζω ήρεμος την κρίσιν της ιστορίας.».
Οι Αξιωματικοί του Ναυτικού θυμούνται πάντα με σεβασμό τον μεγάλο Ναύαρχο που σφράγισε με τη δική του αξιοπρεπή και ωφέλιμη παρουσία την ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα. Όπως δε συνηθίζαμε εμείς οι παλαιότεροι, όταν τα καράβια του Ναυτικού παρέπλεαν την πόλη της Ύδρας απένεμαν τιμητικό χαιρετισμό με σήμανση «Γενικής Ακινησίας» προς τον πέτρινο σταυρό του λιτού τάφου του Ναυάρχου. Σ’ αυτές τις στιγμές, με το πλήρωμα παρατεταγμένο σε στάση προσοχής, λες και βλέπαμε τον Ναύαρχο αλλοπαρμένο στη γέφυρα του Αβέρωφ, που άφριζε σκίζοντας τα κύματα, μέσα σε λάμψεις κανονιοβολισμών και βροχή οβίδων, να αντικρίζει τους προγόνους του να σκιαγραφούνται στα βουνά και στους κάβους της Μικράς Ασίας και να τον καλούν κοντά τους, προς τον θάνατο και τη δόξα.
Στ’ αυτιά μας ηχούσαν τα ίδια τα λόγια του Ναυάρχου, να υπαγορεύουν το θρυλικό του σήμα, προς τα πλοία του στόλου:
«Με την δύμαμιν του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως μας και εν ονόματι του Δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου, με την πεποίθησιν της νίκης, εναντίον του εχθρού του γένους. Κουντουριώτης».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βάρφης Κ., «Αφιέρωμα για τον Παύλο Κουντουριώτη», Ναυτική Επιθεώρηση, τ. 452, 1988, σ. 33-36. Λισμάνης Δ, «Ευλαβείς ιστορικές μνήμες που παραδειγματίζουν», Ναυτική Επιθεώρηση, τ. 419, 1983, σ. 1-3. Λισμάνης Δ., «65 χρόνια από το θάνατο του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη», Ναυτική Επιθεώρηση, τ. 525, 2000, σ. 225-230. Παΐζης – Παραδέλης Κ., «Το Πολεμικό Ναυτικό. Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης» Επτά Ημέρες, Καθημερινή, 7/7/1996, σ. 32.

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

ΟΙ ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΙ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ




Του Γ. Φίκαρη

 Απ' το 1957 μεχρι το 1984 η Ελλάδα είχε αποκτήσει αυτάρκεια και τελικά πλεόνασμα σε μαλακό στάρι και την διατηρήσε μέχρι το 1984. 
΄Εκτοτε εισάγει περίπου 1.000.000 τονους μαλακό σιτάρι, ενώ το σκληρό ειναι πλεονεσματικό κατά 160% και οφείλλεται στα ισχυρά κίνητρα που έδωαε η Ε.Ε. 
Δηλαδή μάς αύξησαν την παραγωγή μακαρονιών και μας μείωσαν την παραγωγή ψωμιού, που από την αρχαιότητα ειναι βασικό ειδος διατροφής.
Η Λήμνος είχε πάντα πλήρη επάρκεια σιτηρών και υπερεπάρκεια του σκληρού σταριού και ζωοτροφών, για την αναπτυγμένη της κτηνοτροφία. Ήταν η Αργεντινή της Ελλάδς.Έτσι την αποκαλούσαν τα άλλα νησιά. 
Αν παρατηρήσει κανείς τον αριθμό των ανεμόμυλων στην παλιά Λήμνο, μπορεί να καταλάβει το εύρος της παραγωγής των σιτηρών και κυρίως του σταριού, που ήταν και κατ' εξοχήν το προϊόν που άλεθαν οι ανεμόμυλοι. 
Σήμερα είναι σε λειτουργία ένα μύλος, που λειτουργεί με πετρέλαιο. Δείτε ανεμόμυλους της παλιάς Λήμνου. Θα αναρωτηθείτε πώς οι παλιοί Λημνιοί άφησαν να χαθεί τόση αιολική ενέργεια, έστω και με τη μείωση της παραγωγής των σιτηρών. Όλη αυτή η παραγόμενη ενέργεια δεν θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί σε άλλους τομεις;

Η Λήμνος έχει το δικό της «μαύρο Σεπτέμβρη»

Θυμάμαι από μικρό παιδί να περνάω έξω από την εκκλησία της Γέννησης της Θεοτόκου στην αγορά της Μύρινας, η οποία κτίστηκε το 1988 εις μνήμην των θυμάτων της 9ης Σεπτεμβρίου του 1939, και να ακούω τους μεγάλους να μιλάνε για μια μεγάλη συμφορά που συνέβη εκεί. Για ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους σε μια μεγάλη πυρκαγιά.

Ήταν ίσως η μοναδική συμφορά της Λήμνου για την οποία είχα ακούσει στα παιδικά μου χρόνια και που κάθε φορά που περνούσα από το σημείο αυτό κάτι δυσάρεστο κυρίευε την παιδική μου ψυχή.

Γράφει η επιγραφή στην είσοδο της εκκλησίας: «Ιερός Ναός Γέννησης της Θεοτόκου. Ανηγέρθη το 1988 από το Π.Σ.Τ. και δωρεές με πρωτοβουλία και με επιμέλεια Χ.Π. Παντελαρούδη στη μνήμη των καέντων στις 9-9-1939».

Ήταν 9 Σεπτεμβρίου του 1939 όταν δεκάδες άνθρωποι άφησαν την τελευταία τους πνοή σε πυρκαγιά που ξέσπασε στον κινηματογράφο που βρισκόταν τότε στο σημείο αυτό, την ώρα της προβολής της ταινίας «Ave Maria».

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, το κακό ξεκίνησε όταν πήρε φωτιά το φιλμ. Χωρίς έξοδο κινδύνου και χωρίς τρόπο εύκολης διαφυγής, οι θεατές εγκλωβίστηκαν και έχασαν τη ζωή τους από τη φωτιά.

Σήμερα κλείνουν 76 χρόνια από εκείνη τη μαύρη μέρα στην ιστορία του νησιού και οι αφηγήσεις από στόμα σε στόμα φθάνουν μέχρι τα τώρα. Οι περιγραφές κάνουν λόγο για έναν θερινό κινηματογράφο ο οποίος όμως είχε πόρτα που άνοιγε προς τα μέσα.

Όπως το πλήθος πανικοβλήθηκε από τη φωτιά, έπεσε πάνω στην πόρτα η οποία «φράκαρε» κατά το κοινώς λεγόμενο. Και τα παράθυρα ήταν «σφραγισμένα» για να μη μπορούν να βλέπουν όσοι ήταν έξω από τον κινηματογράφο.

Κάποιοι κατάφεραν να πηδήξουν και να σωθούν, κάποιοι όμως εγκλωβίστηκαν και κάηκαν ζωντανοί. Λέγεται μάλιστα ότι οι νεκροί ήταν σε τέτοιο βαθμό παραμορφωμένοι, που τους αναγνώριζαν μόνο από τα κοσμήματα. Ο αριθμός των θυμάτων, με βάση τις καταγραφές, 58.

Για το θέμα έχει αναφερθεί εκτενώς σε βιβλίο του ο συγγραφέας Αριστείδης Τσοτρούδης στο βιβλίο του «Η μεγάλη συμφορά της Λήμνου», που εξέδωσε το 2008, κάνοντας λόγο για μια «ασύλληπτη λημνιακή τραγωδία» που «αποτελεί για το νησί μας το τραγικότερο γεγονός του 20ού αιώνα, που συνετάραξε την κοινωνία του Κάστρου (Μύρινα), σε μια εποχή, όπου τα μαύρα σύννεφα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πλησίαζαν και στη χώρα μας».

Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΑΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ





Του Γ. Φίκαρη



    Ο κόσμος της Λήμνου, παρά την φτώχεια του, ήξερε να ξεχωρίζει τις καλές μέρες του χρόνου. Μέρες σαν  τις Απόκρεω , την Καθαρή Δευτέρα και την Πρωτομαγιά τις τιμούσε ιδιαιτέρως με εξόδους διασκέδασης και ξεφαντώματος. Με λίγα λόγια, γλεντούσε. Οι νοικοκυρές ξημερωνόταν να ετοιμάσουν φαγητά και μεζέδες για τα “τραπέζια” και το “ξεφάντωμα”. Ό,τι είχε το σπιτικό, χωρίς αγορές και ψώνια. Κοντά στα μαγειρέματα και τις ετοιμασίες της νοικοκυράς,η φροντίδα των ψαράδων και των σφουγγαράδων για ψάρια και θαλασσινά που ανελάμβαναν να συνεισφέρουν. Την Καθαρά Δευτέρα, σχεδόν πάντα, τόπος ξεφαντώματος ήταν το νησάκι με το ομόνυμο εκκλησάκι   του   Άη Νικόλα και  το ακρωτήρι της Πούντας. Στην Αγ. Βαρβάρα και το κουκουμά.(πυραμίδα που κατασκευάστηκε απ τα στρατεύματα της μάχης της Καλλίπολης, για τη λατρεία των Μουσουλμάνων εργατών της Αιγύπτου και τους Τούρκους αιχμαλώτους.)
 Ο μπαρμπα Παναγιώτης ο Μανιάτης ήταν ψαράς της εποχής. Ειχε ένα βαρκαλά 5 μέτρα άγνωστης ηλικίας, ασενιάριστο, άβαφο και κακοσυντηρημένο. Εγερνε  πότε απ τη μιά μεριά και πότε απο την άλλη απ τα νερά που καλάριζε κακοαραγμένο και αμιζάριστο. Τά μαδέρια του είχαν πάρει αποστάσεις το ένα απ το άλλο και οι αρμοί του  έχασκαν και έμπαζαν νερό με το πρώτο θαλασσάκι. Αυτός  όμως δεν νοιαζόταν. Πρόσεχε και μετακινούσε τη βάρκα  με ένα κοντάρι, καμιά φορά και με κουπιά, αλλά πάντα γιαλό-γιαλό και ελάχιστη ταχύτητα. Δίπλα του είχε ένα μικρό δοχείο  για να αδειάζει κάθε λίγο τα νερά του. Η ηλικία κι  ένα πρόβλημα στο πόδι τόν έκανα να είναι πάντα αργός και προσεκτικός στις κινήσεις του. Τότε τα ψάρια και τα υπόλοιπα αλιεύματα ήταν πλούσια και εύκολα στην αλίευσή τους. Δέν χρειαζόταν και τόσος κόπος για λίγα χταπόδια, σουπιές, αχινους και άλλα θαλασσινά.
   Το πρωί της Καθαράς Δευτέρας του 50, κάτοικοι των Αγκαρυώνων ξεκίνησαν με τα πόδια και περνώντας τη λίμνη του Πεσπέραγου βγήκαν στή Λένα απένατι. Πιάνοντας τα βορεινά έφτασαν στον Αη Νικόλα μέσα απ’ τη διάβαση που τότε υπήρχε με βράχους κοντά ο ένας στον άλλο και δημιουργούσαν ένα ψευτομόλο-πέρασμα.
  Ο μπάρμπα-Παναγιώτης με το βαρκαλά του, τον ανηψιό του τον Αριστείδη και την κόρη του, πήρε τη βάρκα του απ το μαντράκι και στο δρόμο προς τον Αη Νικόλα μάζεψε όσα θαλασσινά μπόρεσε και τα μετέφερε στον Αη Νικόλα όπου είχε μαζευτεί πολύς κόσμος για το ξεφάντωμα. Ανάμεσά τους και Κουταλιανοί με δυό σφουγγαράδικα που είχαν κουβαλήσει του κόσμου τα θαλασσινα, αστακούς και ψάρια. Εκεί γινόταν και η περίφημη πηχτή με αστακούς. Ήταν τόσο πολλοί τότε. Τους σπούσαν σε μεγάλα καζάνια κι έτρωγαν μόνο το περιεχόμενο τους.
   Πέρασε η μέρα όμορφα και καλά και ήλθε η ώρα του γυρισμού. Οι χωριανοί του μπάρμπα-Παναγιώτη του ζήτησαν να τους πάρη με τη βάρκα του. Αυτός δέ ήθελε, γνωρίζοντας ότι η βάρκα του δεν είχε την ανάλογη μεταφορική ικανότητα. Αυτοί όμως μπήκαν, αγνοώντας τον καλοκάγαθο γέρο κι αυτός σιγά-σιγά με το κουπί πήρε το δρόμο του γυρισμού για την Κούταλη. 
   Μέσα στη βάρκα είχε και  όμορφες κοπέλες, γέρους, παλικάρια και μικρά παιδία. Οι Κουταλιανοι που ξεφάντωναν μαζί τους, θέλοντας να κάνουν το κομάτι τους στις όμορφες κοπέλες, προθυμοποιήθηκαν  να τους πάνε γρηγορότερα στον προορισμό τους. Φτάνοντας κοντά στη βάρκα, χωρίς να προλάβει να αντιδράσει ο μπάρμπα-Παναγιώτης, πέταξαν ένα κάβο κι έδεσαν τον βαρκαλά. Άδικα φώναζε ο γέρος να σταματήσουν. Άνοιξαν και όλο το δρόμο του καΐκιού . Η βάρκα στην αρχή ανασήκωσε την πλώρη της, έσχισε με δύναμη τα νερά αλλά άρχισε να μπάζει πολλά νερά απ τήν πρύμνη που κάθησε. Κανείς δεν άκουγε πια τις φωνές του μπάρμπα- Παναγιώτη. Σε λίγο ακούστηκαν περίεργοι κρότοι κι η βάρκα άρχισε να γίνεται κομμάτια, να σχίζεται στα δύο και να αναποδογυρίζει. Άντρες, γυναίκες και παιδιά βρέθηκαν στη θάλασσα. Έγινε ένας χαμός. Σχεδόν κανείς,  εκτός του μπάρμπα- Παναγιώτη κι ενός μπόμποιρα δέκα χρονών, δεν ήξερε κολύμπι. Μια γυναίκα, η Μπεμπέκα κρατούσε τα δυό παδιά της κάτω απ’ τις μασχάλες της και φώναζε, ένα άλο μικρό παιδάκι ανάσκελα μυστηριωδώς επέπλεε κλαίγοντας. Κάποιοι πρόλαβαν κι έπιασαν το καΐκι και ανέβηκαν επάνω και οι γυναίκες, με τα φαρδιά φορέματα της εποχής κρατιόταν στην επιφάνεια, γιατί οι φούστες γινόταν προσωρινα σωσίβια. Μέχρι να μουλιάσουν και να τις τραβήξουν  στον πάτο της θάλασσας. Κάποιοι πρόλαβαν κι έπιασαν στο καίκι και ανέβηκαν πάνω του. Οι άνδρες με τα ποδήματα και τις πατατούκες τους- Μαρτης μήνας- δεν μπορούσαν να κρατηθουν στην επιφάνεια κι ο ένας έπιανε τόν άλλον και τον τραβούσε στο βυθό. Όλοι έμελλε να πνιγούν δίπλα στη στεριά, κύρια απ το φόβο και τον πανικό του ναυαγού.
   Τότε, όμως, φάνηκε η ναυτοσύνη και η παλικαριά των Κουταλιανών του καΐκιού. Με την κατάλληλη μανούβρα έφτασαν κοντά στούς ναυαγούς και με τα σχοινια στο στόμα βουτούσαν, έδεναν δυό τρεις ανθρώπους και οι οι υπόλοιποι τους ανέβαζαν στο καίκι και τους συνέφερναν μισοπνιγμένους. Σε λίγο τους είχαν ανεβάσει όλους. Τους έβγαλαν το νερό από μέσα τους, τους σκέπασαν με ό,τι ρουχα είχαν στο καίκι κι έφυγαν ολοταχώς για την Κούταλη, όπου τους πήραν στα σπίτια τους, τους έντυσαν και τους ζέσταναν. Έμεινε ο βαρκαλάς του μπάρμπα-Μανιάτη κοματιασμένος, μισοβυθισμένος και αναποδογυρισμένος, να τον λούζει  το κυματάκι του κόλπου. Κανείς δεν γύρισε να τον δει. Μόνο ο μπαρμπα-Παναγιώτης τον κοίταξε, χωρίς να μιλά και να σχολιάζει.΄Ηξερε ότι δεν θα τον ξανάβλεπε και ότι δεν θα ξανάφτιαχνε άλλη βάρκα. Τα χρόνια του πια δεν του το επέτρεπαν.
  Η είδηση διαδόθηκε στην περιοχή και οι συγγενείς των ναυαγών  έτρεχαν στην Κούταλη κλαίγοντας και μοιρολογώντας. Εκεί βρήκαν τους ανθρώπους τους σώους και αβλαβείς, έκαναν  το σταυρό τους  και φιλούσαν την εικόνα του Αη Νικόλα που τους έσωσε, μεγάλη η χάρη του.
   ΄Εγινε κύριο θέμα συζήτησης για πολύ καιρό. Ο καθένας με την δική του εκδοχή και άποψή για το συμβάν. Οι Κουταλιανοί δεν ήθελαν και πολύ. Τους έπιασε το μικρασιάτικο και άρχισαν να μετασυνθέτουν το περιστατικό σε ποίημα, μετά σε τραγούδι, που έμελλε να κυκλοφορεί πολλά χρόνια και να τραγουδιέται απ τους νέους και τις νέες των Αγκαρυώνων και της Κούταλης στίς διασκεδάσεις και τις άλλες συναντήσεις τους.Σημειωτέον ότι τα δύο αυτά χωρία έδεναν πάντα άριστες μεταξύ τους  σχέσεις.
   Θυμάμαι το περιστατικό, όντας μικρό παιδάκι, και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αλλά δεν θυμόμουν τα λόγια του. Μια απ τις τότε κοπέλες, σήμερα με δισσέγγονα, μετά από επίμονες παραινέσεις μου  μου το σιγοτραγούδισε δακρυσμένη. Μετά,μου μίλησε για τα νιάτα της, τις αναμνήσεις και τα  πρόσωπα που έχουν σχεδόν όλα φύγει πια και μετά μού το επανέλαβε για να το γράψω και να σας το μεταφέρω. Όσο έμενε στη μνήμη της ακόμα:
 
                       Ακούσατε ένα τραγικό αξέχατη ημέρα
                       πως ο Μανιάτης βούλιαξε την Καθαρά Δευτέρα;
                       Πήγανε για θαλασσινά, να φάνε και να πιούνε
                       και στα καλά καθούμενα κόντεψαν να πνιγούνε.

                       Φόρτωσε γυναικόπαιδα  και πήγαν για αγώνες
                        και θα μαυροφορούσανε όλες οι Αγκαρυώνες.
                        Ο Κώστας και ο Παντελής και άλλοι κολυμπώντας
                        με τα σχοινά στο στόμα τους έπεσαν βοηθώντας.
                        
                        Κι ενώ σχεδόν όλοι τους ήταν παραδομένοι
                         απ την πολλή τη θάλασσα όλοι μισοπνιγμένοι
                         επάνω τους ανέβαζαν στο άλμπουρο τους κρεμούσαν
                         και ο Σωκράτης με τη βια τους έβαζε και ξερνούσαν.                       
                        
                        Στην Κούταλη τους βγάλανε για να τους περιθάλψουν
                        στα σπίτια τους τους πήγανε τα ρούχα για να αλλάξουν.
                        Ήτανε τόσο τραγικό, αξέχαστη ημέρα
                        που ο Μανιάτης βούλιαξε την Καθαρά Δευτέρα.