Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Ο μοναχικός καβαλάρης της Λήμνου



Φωτογραφία: Doug Wiebe
Του Γ. Φίκαρη

Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο σπίτι τους , μαζί με τη μάνα του και την αδελφή του. Τέλειωσε το δημοτικό, αλλά γράμματα δεν έμαθε. Έξι χρόνια ακολουθούσε τις συνήθειες των άλλων παιδιών στο σχολείο, έτσι για περνά ο καιρός. Τα μεταεμφυλιακά χρόνια κράτησαν τη σκληράδα των πολέμων που προηγήθηκαν κι ο κόσμος αρκούνταν στον αγώνα για τα προς το ζην.


Ποιός να νοιαστεί για το μικρό Γιώργο και τα προβλήματα του. Φεύγοντας απ το δημοτικό, “στοίχισε” σε κεχαγιάδες φυλάγοντας πρόβατα για αρκετά χρόνια. Εκεί έμαθε, όπως τις έμαθε, τις δουλειές της μάντρας, των χωραφιών και των ζώων και εκεί έφτιαξε μόνος του το νοικοκυριό του. Εκεί μπόρεσε και επιβίωσε και εκεί εξακολουθεί να ζει σε άθλιες συνθήκες. Όσο ζούσε η μάνα του, κάπου-κάπου περνούσε απ’ το σπίτι και έτρωγε ένα πιάτο ζεστό φαΐ. Τώρα, απομονωμένος στο δικό του κόσμο, ψάχνει ζεστασιά και λίγο φαΐ σε παρέες και πανηγύρια, πολλές φορές κρατώντας και τη λύρα του, που γρατζουνίζει τις χορδές της, χωρίς να ξέρει τι παίζει. Ασχολείται με αγροτικές δουλειές, έχοντας μια ντουζίνα άλογα δεμένα εδώ κι εκεί που χρησιμοποιεί για τα οργώματα και το κάρο, κι ένα μικρό κοπάδι πρόβατα.


Δεν φόρεσε ποτέ καθαρά ρούχα, ούτε παπούτσια. Φοράει μόνιμα τσαρούχια και παινεύεται για την τέχνη στην κατασκευή τους. Τον δεκαπενταύγουστο βάζει και τον παλιό σκούφο, την πατατούκα και το κελιστό άσπρο πουκάμισο των κεχαγιάδων. Η μέρα εκείνη έχει σημειολογική σημασία . Ήταν η μέρα που αντάμωναν στό πανηγύρι οι κεχαγιάδες και οι τσοπάνηδες και στοίχιζαν (συμφωνούσαν) για τις απολαβές του τσοπάνη της επόμενης χρονιάς, που σπάνια ήταν παραπάνω από μια φορεσία, δυο πρόβατα, δυο πινάκια σιτάρι και ένα ζευγάρι παπούτσια απο λάστιχο για γιορτινά. Τα καθημερινα ήταν τσαρούχια και «μαούνες», που φτιαχνόταν από λάστιχα αυτοκινήτων.


Δεν έχει ωράριο, δεν ξεχωρίζει τη νύχτα απ’ τη μέρα. Καθισμένος στο άλογό του, μπορείς να τον συναντήσεις παντού και οποιαδήποτε μέρα και ώρα. Από μακριά ακούς τον καλπασμό του αλόγου του και τον βλέπεις ξαφνικά μπροστά σου . Κάποιοι τον φοβούνται και τον αποφεύγουν. Οι πολλοί στέκονται και του μιλούν για να τον πειράξουν. Αυτός όμως δεν νοιάζεται. Έχει συνηθίσει πια τους ανθρώπους , τους δέχεται όπως είναι και απαντά ανάλογα, προσπαθώντας πολλές φορές να αποκομίσει και κάποια οφέλη από αυτούς.


Απ’ τα λίγα λεφτά που βγάζει δεν ξοδεύει ούτε μια δραχμή. Κάθε τόσο διανύει με το άλογό του τριάντα χιλιόμετρα για να πάει στη πρωτεύουσα και να καταθέσει τα λεφτά στην τράπεζα. Κάποτε τον κορόιδεψαν τα πειραχτήρια του χωριού του . Του είπαν ότι οι ποντικοί μπήκαν στην τράπεζα και έφαγαν ολα τα χρήματά της. Ξημερώθηκε στην πόρτα της, περιμένοντας να διαπιστώσει αν ηταν αλήθεια ή ψέμα. Αρκέστηκε στη διαβεβαίωση του διευθυντού και έφυγε. Μια άλλη φορά έγινε μια άγρια δολοφονία στην περιοχή. Ο Γιώργος πρώτος ανάμεσα στούς ύπόπτους αφηγείται: « Το πρωί έκαμα λίγο τσορβά κι κάτσα να τον πιω. Άκσα τσ σκύλ να γαυγίζνε και κάποιουν να με φωνάζ. Ήνταν χουροφύλακες . Ωχ, είπα στον εαυτόμ. Τίποτα όρνιθες πάλι θα χαθήκαν. Πάλι ιγώ θα βρώ του μπελάμ». Τόν ανέκριναν και για καλή του τύχη βρέθηκε άλλοθι απ την μαρτυρία άλλων και τη δική του και τον άφησαν.

Δηλώνει ισόβια υποταγή μόνο σε εκείνον που τα έβαλε μαζί του και τον νίκησε. Την υποταγή του την εκφραζει με το: Οτ πεις εσύ........

Άλλη μιά ιστορία που δείχνει τη λημνιά πονηριά του. Κάποιος τον πλησίασε και τόν μύησε σε μια μικροκομπίνα πώλησης ενός χωραφιού του οποίου δεν ήταν ιδιοκτήτης ο Γιώργος. Υπέγραψε το συμβόλαιο με σταυρό και πήρε 300.000 δραχμές. Οι αγοραστές το μεταπούλησαν 3.000.000 δραχμές. Ο Γιώργος καμώθηκε ότι δεν ήξερε και βλαστημούσε τούς αγοραστές που τον κορόιδεψαν. Όταν όμως τα πειραχτήρια το παράκαναν, φεύγοντας τους φώναξε: «Βρε να σας πω τν αλήθεια , το χωράφ δέν ήταν θκομ.»

Ο Γιώργος θα μπορούσε να είναι σαν όλους τούς άλλους . Να ζει στο φτωχικό του με τη φαμίλια του,με τις έννοιες και τα προβλήματα, αλλά και με τη ζεστασιά του σπιτιού και της οικογένειας.

Άλλα όμως η τύχη όριζε γι’ αυτόν. Η ζωή του, ζωή ασκητή. Μόνο που δεν τήν διάλεξε και δεν έχει και την πνευματική δύναμη της πίστης για να ξεπερνά τα προβλήματά της. Άγωνίζεται απλά να επιβιώσει κάτω από αντίξοες συνθήκες. Και τά γηρατειά έρχονται. Ποιός θα φροντίσει και θα νοιαστεί για το Γιώργο;

Το κράτος, η συμπόνια η αλληλεγγύη των συνανθρώπων του. Ακόμη και φόρους θα αρχίσουν να του ζητάνε σε λίγο. Συχνά εκφράζει το παράπονό του: «Σάμπους είμι κι εγώ σαν τουν άλλου κόσμου; τι μπορώ πια να παντέχω από δω και περα;» Σταματά βγάζοντας ένα βρυχηθμό αγριμιού, θέλοντας να διώξει αυτά που έχει μαζέψει μέσα του. Καί φεύγει, χάνεται. Δέν θέλει να μιλήσει άλλο. Ξανακλείνεται στον εαυτό του και στον μικρόκοσμό του.

Οι παλιοί Λημνιοί ήταν πολύ σκληροί. Ξεχώριζαν αυτού του είδους τα άτομα, ακόμα και στην οικογένεια, απ’ την κοινωνική ζωή των υπολοίπων, θεωρώντας ότι δεν έχουν θέση σ’ αυτήν. Στη δουλειά , όμως, και τις υποχρεώσεις τους είχαν κανονικό μερίδιο. Καμιά φορά και μεγαλύτερο.Έτσι μεγάλωνε η απόσταση από τους άλλους και έμεναν πάντα μόνοι. Η εκμετάλλευση, ακόμη και στο οικογενειακό περιβάλλον. Καμιά φορά ο Θεός τους ξεκουράζει, πριν καταπέσουν. Αυτή είναι και η μόνη τους ελπίδα.

2 σχόλια:

  1. ΠΟΛΥ ωραίο ,συγκινητικό και ρεαλιστικό κείμενο ΚΑΤΕΡΙΝΑ.Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗς είναι ένα άτομο που θα έπρεπε να δίνουμε λίγη,τόση δα,στοργή.Εμένα με συγκλόνισε πως ΣΤΟΙΧΖΕΙ γιατί σαν παλιός ξέρω πως για ένα πιάτο φα'ι μια φορεσιά και δυο ΠΙΝΑΚΙΑ σιτάρι,ζούσαν τη σκληρή δουλειά του τσοπάνη,ολοχρονίς,ολημερίς ,αντιμετωπίζοντας χωρίς εφόδια όλες τις καιρικές συνθήκες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεν μπορω να πω τιποτε άλλο από ΜΠΡΑΒΟ στον ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Ηλιας

    ΑπάντησηΔιαγραφή