Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

ΚΩΣΤΑΝΖΑ,ΓΑΛΑΤΣΙ ΚΑΙ ΒΡΑΪΛΑ ΠΡΙΝ 48 ΧΡΟΝΙΑ




«Η μάνα του δεν έκλαψε. Σε κείνο το νησί οι γυναίκες δεν κλαίνε ποτέ μπροστά στους άλλους. Όταν κλαις, είναι σαν να γδύνεσαι, και χειρότερο. Κλαίνε τη νύχτα, όταν σωθεί το λάδι του καντηλιού και τσιρίζει η καντηλήθρα. Όταν σε πιάνει στο λαιμό η μυρωδιά του καμένου λαδιού». Ν. ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ


ΚΩΣΤΑΝΖΑ,ΓΑΛΑΤΣΙ ΚΑΙ ΒΡΑΙΛΑ ΠΡΙΝ 48 ΧΡΟΝΙΑ

Του Γ. Φίκαρη

Η αγάπη για τη θάλασσα, το ξεπέταγμα των «νεοσσών» με το δυνάμωμα των φτερούγων τους και το όνειρο, δυνάμωνε τη θέλησή μας. Να γυρίσουμε τον κόσμο, να «πλουτίσουμε».. Η θάλασσα ποτέ δεν σε απογοητεύει. Σε κάνει σοφότερο και δυνατό. Θέλει, όμως, απαντήσεις στα ερωτήματα. Γρήγορες και συνετές λύσεις. Αλλιώς είσαι χαμένος.


Δεκέμβρης του '67. Στην Κωστάνζα, το Γαλάτσι και τη Βραΐλα. Τα χαντζάρια του πάγου της κουπαστής, ίδια με τις «χατζάρες» της ατμόσφαιρας του έξω κόσμου. Ο στρατιώτης σκοπός της σκάλας με το αυτόματο στον ώμο να περιεργάζεται το πάσο σου για να σ αφήσει να διαβείς τη σκάλα. Δίπλα και το φυλάκιο του τελωνείου. Καταγράφει και τα ρούχα, το ρολόι και ό,τι άλλο νομίζει για την επιστροφή. Λένε πως τέτοιοι σκοποί σκότωσαν όλους τους ναυαγούς της ράδας. Του βαποριού του Ευγενίδη, όταν μετά απο πυρκαγιά , έπεσαν στο νερό και κατάφεραν να φτάσουν την ακτή της Κωστάνζας. Χωρίς καμιά διαδικασία και επί τόπου.Μετά, τρέχα γύρευε...


Το βλοσυρό μουντό τοπίο βελτιώνουν τα παλιά ελληνικά αρχοντικά , τα μέγαρα,οι επιγραφές,τα ονόματα των δρόμων και οι εκκλησίες.Αριστουργήματα μιας άλλης εποχής. Της εποχής με τα «κτήματα στη Βλαχιά και σπίτια στο Βουκουρέστι’. Εγκαταλειμμένα απ' το καθεστώς που νοιαζόταν μόνο για την εξουσία και τον εαυτό του.Παραφωνία, οι σκόρπιοι Έλληνες του εμφυλίου. Άλλοι φιλικοί , άλλοι εχθρικοί κι άλλοι αδιάφοροι. Σε κάποιες Ελληνίδες κυρίες απ το εσωτερικό φάνηκε περίεργο που η Ελλάδα είχε τόσο όμορφα και περιποιημένα παλικάρια. Άλλοι , μόνιμοι τρόφιμοι του λιμανιού και της πλατείας , ψάρευαν Έλληνες ναυτικούς, κάνοντας τον «πιλότο» στα απόκρυφα της πόλης τους.Εδώ όλα έχουν την τιμή τους, που είναι εξευτελιστική και άμεσης ανάγκης. Λένε ότι τα ελληνικά πληρώματα συντηρούν ένα μεγάλο τμήμα των κατοίκων της Κωστάνζας.


Θυμάμαι το παγερό βλέμμα της παλιάς παρτιζάνας,όταν επισκέφτηκα το σπίτι της. Και τη σιωπή της. Αναρωτήθηκα για τα αισθήματα της. Τι να έλεγε, άραγε, από μέσα της; Πάντως δεν φάνηκε να χάρηκε.


Θυμάμαι,όμως και την αντίδραση της Μαρίκας της νοσοκόμας, παλιάς Ελληνίδας του εμφυλίου, όταν είδε ότι με ταλαιπωρούσαν με τις εξετάσεις στο νοσοκομείο. Με πήρε απ το χέρι και με πήγε κατ ευθείαν στο χειρούργο, όπου με συνοπτική διαδικασία με εγχείρησε για να αποφύγει την περιτονίτιδα. Θυμάμαι την Μαίρη την φοιτήτρια-γιατρό που μου έστειλε ο χειρούργος να μου κάνη παρέα μετά την εγχείρηση. Θυμάμαι το μικρό κατάξερο λεμόνι που μου έφερε για να πιω μια λεμονάδα να ξεδιψάσω.


Παραμονή Χριστουγέννων, δώδεκα και κάτι. Ο στρατιώτης-σκοπός, βλέποντάς με, ξεκρέμασε το αυτόματο. Μόλις κατόρθωσα να τον αποφύγω και να χωθώ στον αλουέ του βαποριού, όπου με έχασε. Δεν ξαναείδα τη στεριά. Πέρασα όλες τις χριστουγεννιάτικες μέρες παρέα με τις βάρδιες και το βατσιμάνη στο καράβι. Παρ' όλες τις προσπάθειες του καπετάνιου.Και η Μαίρη, η κόρη της αμίλητης παρτιζάνας, η Μαρίκα και οι άλλοι με περίμεναν. Δεν τους ξαναείδα και δεν έμαθα κάτι γι αυτούς ποτέ. Κι έλεγαν ότι με την πρώτη ευκαιρία θα μετακόμιζαν στην Ελλάδα....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου