Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Η προγιαγιά η Μαριγώ





Του Γ. Φίκαρη
Στη γωνία της μεγάλης αυλής τού πατρικού μου, υπάρχει ένα αναπαλαιωμένο σπιτάκι, που τα λίγα νοικοκυριά του δείχνουν στον επισκέπτη ότι κάποτε είχε νοικοκύρη. Ο ξύλινος υπερυψωμένος οντάς, το τζάκι για το ζέσταμα του χώρου και το μαγείρεμα, η ξύλινη παραδοσιακή πιατοθήκη και οι δύο εσοχές στον τοίχο που κλείνουν με ξύλινα παραθυρόφυλλα- αποθηκευτικοί χώροι- μαρτυρούν ότι κάποιος πέρασε από εκεί και έχει αφήσει τα ίχνη του. Ο ένοικός του έπαψε να υπάρχει απ' τη δεκαετία του '50. Ήταν η υπεραιωνόβια προγιαγία Μαριγώ. Εκεί έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Γεννημένη περί τα 1830, έζησε κάτω απ' τον Οθωμανικό Ζυγό και έζησε όλα τα γεγονότα και τους πολέμους του 19ου και του μισού 20ου αιώνα. Την εκθρόνιση του Όθωνα, την ενθρόνιση του Γεωργίου Α, τους νεότουρκους, τους δύο βαλκανικούς πολέμους, τους Α' και Β' Παγκόσμιους και τον εμφύλιο. Τους πλήρωσε με αίμα σχεδόν όλους. Έζησε και την απελευθέρωση απ' τους Τούρκους και τους Γερμανούς.
Πόσα θα μπορούσε να μας εξιστορήσει από τα γεγονότα της υπεραιωνόβιας ζωής της και ποια τα συμπεράσματά της. Όμως όταν στο τέλος της ζωής την ρώτησαν τι κατάλαβε απ' αυτή, απάντησε:
«Μιά βόλτα είναι παιδί μου η ζωή. Είναι σαν να μπαίνεις από πόρτα και χωρίς να το καταλάβεις βγαίνεις απ' την άλλη».
Γνώρισα τον κόσμο, γνωρίζοντας και τη γιαγιά Μαριγώ. Στά 110 της και βάλε. Καθισμένη σχεδόν πάντα σε μια γωνία του οντά της, πάνω στο επιμελώς διπλωμένο στρώμα της, μαυροφορούσα με την μαύρη μαντήλα της να καλύπτει όλο το πρόσωπό της, κοντούλα καί στραγγισμένη απ’ την πολύχρονη ζωή της. Στό βάθος της μαντήλας ξεχώριζαν τα δύο μαύρα μάτια της, που σε κοιτούσαν επίμονα και διερευνητικά, σαν πυγολαμπίδες, και σου αποσπούσαν την προσοχή σου απ' το υπόλοιπο κομμάτι της παρουσίας της. Περνούσε σχεδόν όλη τη μέρα της αμίλητη και σκεπτική στη γωνία της, καπνίζοντας το μικρό τσιμπουκάκι της, που το γέμιζε με καπνό από χύμα τσιγάρα που μας έστελνε να της αγοράσουμε απ' τον μπακάλη. Παλιότερα υπήρχαν φήμες για εξόδους της στον κάμπο για συλλογή και άλλων “βοτάνων”που έφτιαχναν το κέφι της και μαλάκωναν τον πόνο της, όπως έλεγε. Ήταν περίεργο και μοναδικό φαινόμενο τότε το κάπνισμα γυναίκας και μάλιστα με τσιμπούκι. Αυτό μάς έκανε να την ρωτάμε συνεχώς γιατί το κάνει. Η απάντησή της ήταν πάντα η ίδια. Το έκανε, λέει, για να σφίγγουν τα ξεκουνημένα δόντια της και να ξεχνά τον πόνο της. Ποτέ δεν κατάλαβα άν το έλεγε επειδή το πίστευε ή προσπαθούσε να αποφύγει τις πιεστικές μας ερωτήσεις. Είχε πάντα και μια μικρή χελώνα στο κάτω επίπεδο του σπιτιού. Ίσχυριζόταν ότι ο λόγος ύπαρξής της ήταν η αποφυγή των ενοχλητικών εντόμων. Δεν κατάλαβα ποτέ αν το πίστευε ή ήταν λόγοι προκατάληψης.
Οι τρόποι της καί το σέβας των άλλων γι' αυτήν, φανέρωναν αξιόλογη και αξιοπρεπή γυναίκα. Μόνιμα σκεπτική και αμίλητη, σαν ασκητής, απαντούσε μονολεκτικά στα ερωτήματά μας (εμού και του αδελφού μου). Όταν καμιά φορά θύμωνε, ξεχώριζες κάτω απ' τη μαντήλα της τις δύο πυγολαμπίδες, τα μάτια της, που το κάρφωμά τους επάνω σου μαρτυρούσαν δύναμη, επιβολή και αποφασιστικότητα.Αυτό μαρτυρούσε, εξάλλου και η συμπεριφορά τών άλλων στο πρόσωπό της. Γι' αυτό και ζητούσαν τη βοήθεια σε δύσκολες στιγμές τους.
Κάποτε που γεννήθηκε ένας ξάδελφός μου αρρωστάρης και κινδύνευε να χαθεί απ' τις πολλές κρίσεις του, της τον πήγαν. Κι αυτή, βαφτίζοντάς τον, τον σήκωσε ψηλά και είπε ότι τον ονομάζει Στέργιο. «Στέργιο για να στεριώσεις», είπε σταυρώνοντάς τον. Και στέργιωσε και έγινε πράγματι μεγάλος και ο πιο δυνατός απ' όλους.
Είχε άλλες δύο αδελφές. Το ίδιο μικρόσωμες αλλά που απ' τούς χωριανούς θεωρούνταν ότι είχαν υπερφυσικές δυνατότητες. Εκεί πήγαιναν να γιατρέψουν τα παιδιά τους από το κακό μάτι, το σαραλίκι καί τά “μάγια”. Κι οι δυο τους πέθαναν σε βαθιά γεράματα. Το ίδιο αθόρυβα και χωρίς ταλαιπωρία και πόνους. ΄Ετσι, χωρίς να τις πάρει κανείς χαμπάρι.
Μεγαλώνοντας, έμαθα ότι είχε λόγους να είναι μόνιμα μόνη, σκεπτική και προβληματισμένη. Οι άνθρωποι τότε έσερναν σ' όλη τους τη ζωή τα βασανά τους και αυτοτιμωρούνταν με την απομόνωση και την έλλειψη ενδιαφέροντος για τη ζωή και τα αγαθά της. Λες και θεωρούσαν τον εαυτό τους υπεύθυνο γι' αυτά.
Αργότερα έμαθα ότι είχε έξι παιδιά. Τέσσερα αγόρια και δυό κορίτσια. Μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων (1913) ο Δημήτρης, ο Παναγιώτης κι ο Μιχάλης απολύθηκαν απ' τό στρατό, όπου είχαν καταταγεί εθελοντές, έφυγαν για την Αμερική. Αργότερα τους ακολούθησε καί ο Απόστολος .Ο Δημήτρης, γεννημένος το 1884, γυρώντας απ' την Αμερική επιστρατεύτηκε στον Α' Παγκόσμιο το 1918. Χάθηκε κατά τη μεταφορά αδειούχων στρατιωτών με το ναυλωμένο απ' το κράτος ατμόπλοιο ΕΛΕΝΗ, στα παράλια της Τενέδου. Περιέργως, ενώ το πλοίο κατευθυνόταν από Πειραιά στη Λήμνο. Οι διασωθέντες μίλησαν για γερμανική νάρκη. Κανείς δεν δικαιολόγησε ποτέ το συμβάν και τη μοιραία παράκαμψη της πορείας του πλοίου.
Της έμειναν, λοπόν, οι κόρες της Σοφία- η γιαγιά μου- και η αδελφή της Βασιλικούδα, που παντρεύτηκαν και έζησαν στο ίδιο χωριό, με τις οικογένειές τους. Η γιαγιά Σοφία είχε τό σπίτι της δίπλα στο δικό μας. Αυτή κυρίως, αλλά και η μητέρα μου την φρόντιζαν και την βοηθούσαν. Η Βασιλικούδα έμενε στην άλλη άκρη του χωριού και ήταν μόνιμα απασχολημένη με τον Άγιο Γιώργη, την εκκλησία τού χωριού.
Πρέπει να ήταν οικονομικά ανεξάρτητη, απ’ το χαρτζιλίκι που της έστελναν τα παιδιά της απ την Αμερική. Είχαν κάνει και κάποιες δωρεές για την ανακαίνιση της εκκλησίας, του Άγιου Γιώργη και του δημοτικού σχολείου τού χωριού.
Ο Παναγιώτης , απ’ τα στοιχεία του Ellis island, φαίνεται ότι μπήκε δυο φορές στην Αμερική. Το 1910 και το 1915. Προφανώς γύρισε και ξανάφυγε μετά τους βαλκανικούς πολέμους που οι τρεις πήγαν εθελοντές.. Ο Απόστολος καί ο Μιχάλης πέρασαν τον έλεγχο τού Ellis Island το 1920 και ούτε ξανακούστηκαν. Προφανώς είχαν κάποια αλληλογραφία με τη μητέρα τους, αλλα δεν θυμάμαι να έχω ακούσει ποτέ κουβέντα για κανέναν τους.
Ο Απόστολος ακούστηκε ότι αυτοκτόνησε για λογους τιμής. Ο Παναγιώτης και ο Μιχάλης έμειναν μόνιμα στην Αμερική. Πρόκοψαν, έκαναν οικογένειες, αλλά δεν ένοιωσαν ποτέ νόστο και επιθυμία να ξαναδούν τη μάνα τους και τις αδελφές τους. Ήταν και οι συνθήκες άσχημες εκείνα τα χρόνια στην Αμερική. Στά 1910 , φαίνεται να ταξίδεψε στην Αμερική κι ο γαμπρός της ο Γιώργος που γύρισε και παντρεύτηκε την κόρη της, Σοφία. Στο εξής και σ’ όλη τη διάρκεια των πολέμων και της δυστυχίας, στάθηκε ο προστάτης όλων.
Οι μετανάστες, απ’ το Ellis Island, που ήταν το σημείο ελέγχου της εισόδου στην Αμερική, αφού ελέγχονταν με κάθε τρόπο, προωθούνταν στα βάθη της άγριας φύσης της, φτιάχνοντας το σιδηροδρομικό δίκτυό της και τις άλλες υποδομές της. Όσοι γύρισαν, σακάτηδες στά πενήντα τους, έφεραν σημαντικό κομπόδεμα εκπληρώνοντας το όνειρο τού ξενιτεμού τους. Αγορασαν χωράφια, έχτισαν σπίτια και αποκατέστησαν τις οικογένειές τους. Τότε ο κόσμος ζούσε μόνο απ’ την παραγωγή των χωραφιών και της κτηνοτροφίας. Δεν νοιαζόταν για επενδύσεις και άλλου είδους ακίνητα. Μοναδικό κριτήριο της αγοράς ήταν η απόδοση του χωραφιού και των ζώων.
Αρκετά χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο της Μαριγώς, εμφανίστηκαν κάποιοι απόγονοί της για λίγο και μετά χάθηκαν. Δεν τους άρεσε ο τόπος και ο τρόπος ζωής στη Λήμνο και την Ελλάδα γενικότερα.
Αργότερα, η γιαγιά Σοφία, στο όνομα της γιαγιάς Μαριγώς, κατηγορούσε τα αδέλφια της, ότι δεν διαπαιδαγώγησαν σωστά τα παιδιά τους. Τους παρουσίαζαν, λέει, τη Λήμνο σαν έναν τόπο που ο Θεός είχε κοσκινίσει το χώμα και είχε πετάξει μόνο τις πέτρες πάνω στο νησί. Έναν τόπο κόλαση, όπου κανείς δεν μπορούσε να κατοικήσει. Έτσι ξένοιασαν κι αυτοί. Δεν νοιάστηκαν ούτε για τον τόπο, ούτε για τους ανθρώπους του.
Είχε να σκεφτεί πολλά η γιαγιά Μαριγώ. Έτσι συλλογιόταν και αναμετρούσε στην μοναξιά της ποιος μπορεί να ξέρει τι, αφού ποτέ δεν μίλησε και δεν εξωτερίκευσε τις σκέψεις της.
Μόνο ο πατέρας μου, θέλοντας να τη διασκεδάσει, όταν την έβλεπε να ξεμυτά απ’ το σπιτάκι της σκυφτή λές και θα ακουμπούσε το πρόσωπό της στη γη με το μπαστουνάκι της, την πείραζε και την τσιγκλούσε καμιά φορά. Ανάμεσα στα άλλα, της έλεγε ότι είναι πολύ μικρούλα στο μπόι. Κι αυτή τότε δαιμονιζόταν και ετοιμόλογα του απαντούσε:
«Εμ σαν είμι μικρή τι πειράζ; όλαμ τα έχου. Ό,τι έχτε ούλοι σας».
Πέθανε στα 116,“γραμμένα,” χρόνια της η γιαγιά Μαριγώ. Πήρε μαζί της όλα της τα παράπονα, τους καημούς και τις πίκρες της υπεραιωνόβιας παρουσίας της στον κόσμο αυτό. Ποτέ δεν έκλαψε και δεν διαμαρτυρήθηκε για αυτά που της επιφύλαξε η άχαρη ζωή της. Κανείς δεν ασχολήθηκε με τα προβλήματα του χωρισμού και της εγκατάλειψής της . Ούτε πριν, ούτε μετά το θάνατό της. Φεύγοντας τα πήρε όλα μαζί της και χάθηκε, χωρίς να αφήσει το παραμικρό σημάδι, ότι πέρασε κι αυτή από αυτή τη ζωή χωρίς να αποκτήσει ποτέ δικαιώμα να τη ζήσει. Μόνο το σπιτάκι της έμενε έτοιμο να πέσει, για να θυμίζει το πέρασμά της από αυτό τον κόσμο. Μέχρι τη μέρα που ο αδελφός μου το αναπαλαίωσε για να μείνει άλλο έναν αιώνα και να περιμένει μήπως κάποιος, μακρινός πια απόγονος, αναζητήσει τις ρίζες του και το επισκεφτεί. Γίνεται κάποιες φορές κι αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου