Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Αναζητώντας το χαμένο παρελθόν

Στα μέρη του Ρέις Ντερέ ψάχνει να βρει όσα δεν έμαθε από τον πατέρα του ο κ. Χρήστος

«Δεν ξέρω γιατί τα ψάχνω τώρα. Εκείνο που ξέρω είναι ότι έχω μετανιώσει που δεν τα έψαξα νωρίτερα. Θέλω να βρω το χαμένο παρελθόν του πατέρα μου. Τις ρίζες μου. Ξενιτευτήκαμε εδώ, δουλέψαμε πολύ και δεν είχαμε το μυαλό ή το χρόνο να τα ψάξουμε νωρίτερα» λέει ο επτά δεκαετιών και βάλε, Χρήστος Μίνγκος (πρώην Τσιλιμίνγκος) που από το 1961 ζει στη Μελβούρνη.


Ενώ εσείς διαβάζετε τούτες τις αράδες, εκείνος ταξιδεύει για να επιστρέψει στα χώματα που έθρεψαν τον πατέρα του τον κυρ-Γιάννη. Είναι τα χώματα που μάτωσαν από το αίμα του πατέρα του, εκείνο το μοιραίο φθινόπωρο του 1922. Είναι τα χώματα του Ρέις Ντερέ, στα παράλια της Μικράς Ασίας και ο κύριος Γιάννης που «ξεκουράζεται» στην αυστραλιανή γη σήμερα και άφησε τα εγκόσμια σε ηλικία 106 χρόνων, δεν τα ξαναπάτησε μετά από τον διωγμό.


«Ποτέ δεν μας ζήτησε να πάει εκεί. Μιλούσε για το Ρέις Ντερέ πολύ αλλά το ότι η μάνα μου πονούσε πολύ κάθε φορά που αναφερόταν στον διωγμό τους από τη Μικρά Ασία και δεν ήθελε να μιλά καθόλου για εκείνες τις μαύρες μέρες, μάλλον τον έκανε πιο επιφυλακτικό».


Η ιστορία του Χρήστου και του πατέρα του είναι μοναδική γι' αυτόν και σημαντική για όλους μας. Είναι και ενδεικτική όμως. Ενδεικτική του γεγονότος ότι κάθε μέρα που περνά η παροικία μας χάνει ένα πολύτιμο ιστορικό κεφάλαιο. Οι ηλικιωμένοι μας, ο ένας μετά τον άλλο, φεύγουν. Και μαζί τους φεύγει ένα τεράστιο κεφάλαιο εμπειριών και ιστορίας. Αυτό το κεφάλαιο σοφίας ξεπερνά τα στενά όρια μίας οικογενειακής ιστορίας. Μία απ' αυτές τις ιστορίες δεν πρόλαβε να μάθει και ο κ. Χρήστος, μία απ' αυτές τις ιστορίες είναι και η ιστορία του πατέρα του. Ένα παράπονο και μία δικαιολογημένη περιέργεια, τον οδηγούν πίσω στο Ρέις Ντερέ σήμερα. Κατάφερε να κρατήσει κάποιες μνήμες στο μυαλό του.


«Επιστρέφω εκεί με έναν ιστορικό, τον κ. Jim Claven, για να με βοηθήσει» λέει ο Χρήστος και αρχίζει να εξιστορεί τις «σημαδούρες» που θα χρησιμοποιήσει για να βρει το χαμένο παρελθόν της οικογένειάς του. Περιστατικά καθημερινά αλλά και μαρτυρικές εμπειρίες που άκουσε από τον πατέρα του αυτές οι «σημαδούρες».


Ο Ρεϊζντεριανός κυρ-Γιάννης τα έλεγε από μόνος του, πού και πού και ο Χρήστος που τ' άκουγε, άλλοτε έδινε σημασία και άλλοτε όχι. Στύβει το μυαλό του τώρα για να μου μεταφέρει τα λόγια του πατέρα του. Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, κάθε φορά που αναφέρεται στο Ρέις Ντερέ είτε η αναφορά αυτή σχετίζεται με το δικό του ταξίδι εκεί ή με τον πατέρα του, τα ρήματα που χρησιμοποιεί είναι «γύρισε πίσω, επέστρεψε, επιστρέφω». Οι λέξεις που ενστικτωδώς επιλέγει, λένε πολλά. Μπορεί ο Χρήστος να γεννήθηκε στον Κοντιά της Λήμνου, μπορεί ο πατέρας του να έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Λήμνο αλλά το Ρέις Ντερέ, που μόνο μαρτυρικές εμπειρίες έβαλε στο ιστορικό αυτής της οικογένειας, παραμένει το κέντρο του κόσμου τους. Το σημείο επιστροφής και αναφοράς.


ΜΑΡΤΥΡΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ


«Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1872 στο Ρέις Ντερέ. Το 1914 έφυγε μαζί με τις δύο του αδελφές και πήγε στη Λήμνο, στο χωριό Λέρα. Στην Αμερική ήθελε να πάει. Πήγαιναν πολλοί τότε. Δεν τα κατάφερε. Δεν τον δέχθηκαν. Δεν είχε δουλειά, όμως, στη Λήμνο. Είχε ξεσπάσει και ο πόλεμος οπότε τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Αναζητώντας δουλειά, πήγε στη Θεσσαλονίκη». Η μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε τη Θεσσαλονίκη το 1917 «έκαψε» και τα όνειρα του κ. Γιάννη Τσιλιμίνγκου να φτιάξει τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη.


«Επέστρεψε στη Λήμνο και του έκαναν προξενιό τη μάνα μου, Γεωργία την έλεγαν, το γένος Σαλακιανού. Ήταν πολύ μικρότερή του και καταγόταν από τον Κοντιά. Η μάνα μου έλεγε ότι οι γονείς της δεν είχαν πρόβλημα που ο πατέρας μου ήταν 30 χρόνια μεγαλύτερός της» λέει ο κ. Χρήστος. Θυμάται ότι η μάνα του πάντα έλεγε ότι οι γονείς της θεωρούσαν εγγύηση για την ευτυχία της ότι ο κυρ-Γιάννης ήταν Μικρασιάτης. «"Είναι προκομμένοι και καλοί σύζυγο"' της είπαν οι γονείς της».


Ο Γιάννης ο Τσιλιμίνγκος παντρεύτηκε την Γιωργούλα και μέσα σε λίγους μήνες, κατάλαβε ότι τα χώματά του δεν ήταν η Λήμνος αλλά το Ρέις Ντερέ. Και σ' αυτά επέστρεψε το 1918 και σ' αυτά έμεινε έως το 1922.


«Η μητέρα μου δεν μίλησε ποτέ για τον διωγμό. Όταν ξέσπασε το κακό έπεσε μέσα σε ένα πηγάδι με την αδελφή του πατέρα μου και άλλες γυναίκες για να αυτοκτονήσουν. Δεν ήθελαν να τις αγγίξουν οι Τούρκοι. Έτσι έχασε η μάνα μου το πρώτο της παιδί. Πνίγηκε μέσα σ' εκείνο το πηγάδι. Έτσι έχασε και ο πατέρας μου την αδελφή του. Στα πόδια της μάνας μου σ' εκείνο το πηγάδι. Πατώντας σε πτώματα συγχωριανών της, σώθηκε η μάνα μου. Δεν μπόρεσε να πάρει τη ζωή της. Βγήκε, δεν ξέρω πώς, από το πηγάδι, μία-δυο μέρες μετά και πήρε και αυτή τα βουνά. Για 50 μέρες κρυβόταν με άλλες γυναίκες. Έως ότου κατάφερε να περάσει απέναντι».


«Ο πατέρας μου μας έλεγε μία ιστορία για τον διωγμό. Τους πήραν από το χωριό δύο Τούρκοι να πάνε να τους εκτελέσουν. Τον ένα ο πατέρας μου τον ήξερε και τον ρώτησε "πού μας πας;". "Γιάννη, πάμε να σας σκοτώσουμε όλους. Έχουμε διαταγή" του είπε ο Τούρκος… Ο πατέρας μου του ζήτησε να τους αφήσουν και ο Τούρκος του είπε "αν σας αφήσουμε θα σκοτώσουν εμάς". Και τότε ο Τούρκος λέει στον πατέρα μου… "Γιάννη ποιος είναι ο πιο γκανταμπαής", δηλαδή ο πιο νταής και ο πατέρας μου λέει "δεν είναι κανένας". Τότε ο ένας Τούρκος σήκωσε το όπλο του και σκότωσε έναν συγχωριανό. Ο αδελφός του σκοτωμένου με το που είδε νεκρό τον αδελφό του είπε στον πατέρα μου "μίλα του και θ' αρπάξω τον άλλο από το πόδι". Και πραγματικά αυτό έκανε, τον κατέβασε, του πήρε το όπλο και άρχισε να τον χτυπά. Ο άλλος Τούρκος έφυγε, το έσκασε. Όταν έγινε αυτό και πήραν τα αίματα τον Τούρκο, ο πατέρας μου θεώρησε καλό να πάρει το όπλο και το δισάκι του και να τα ρίξει στη ρεματιά για να μην τους κυνηγήσουν. Οι άλλοι χωριανοί 30-40 περίπου άνδρες, γυναίκες, παιδιά έφυγαν. Μόνος του πήρε τα βουνά για να γλιτώσει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου