Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ




Του κ. Γιώργου Χρήστου

Φοιτούσα στο Γυμνάσιο και θα ήμουν Τρίτη ή Τετάρτη τάξη. Μέναμε με το Βασίλη το Μαστρογιάννη μέχρι που βγάλαμε το Γυμνάσιο, και περνούσαμε όμορφα και αγαπημένα. Εκείνες τις μέρες, έστειλε ο Γρηγόρης ο αδερφός του Βασίλη, ένα ποδήλατο.Ο Βασίλης έπρεπε να το πάει στο χωριό,αλλά πως; Χρήματα δεν υπήρχαν για να το βάλει στο λεωφορείο,οπόταν μου κάνει την πρόταση να το πάω εγώ στο χωριό μια και ήξερα καλό ποδήλατο. Εγώ δέχτηκα γιατί από τη μια θα γλύτωνα το εισιτήριο και από την άλλη θα χόρταινα ποδήλατο.
Έτσι λοιπόν την τελευταία μέρα του Σχολείου πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, μόλις τελειώσανε τα μαθήματα,κι ενώ οι άλλοι μπήκαν στο λεωφορείο για το χωριό,εγώ ξεκινούσα με το ποδήλατο. Χειμώνας,κρύο πολύ κι εγώ σιγά-σιγά είχα φτάσει στην ισιάδα που πηγαίνει για τα Θέρμα.
Εκείνη την ώρα,για καλή μου τύχη,περνούσε ο Βάιος ο Μανωλέρης με το φορτηγό του, φορτωμένος βαμβάκι, και με…αρπάζει.
-Πού πας βρε κουπρόσκ’λου μι του πουδήλατου; Γύρνα πίσου κι ακλούθα μι για να σι πάρου γω.
Θες ότι φοβήθηκα ,θες ότι αναλογίστηκα ότι δεν θα τα κατάφερνα να φτάσω στο χωριό,υπάκουσα,γύρισα πίσω και περίμενα να ξεφορτώσει.Αργά το βράδυ φτάσαμε στο χωριό.Η καυμένη η μάνα μου με περίμενε φυσικά με το λεωφορείο. Έμαθε ότι δε θα ερχόμουν με το λεωφορείο και ήταν ,με το δίκιο της έξω φρενών. Μόλις έφτασα στο σπίτι σαν τη βρεμένη γάτα η μάνα μου μ’ έκανε ρόμπα.
Ιγω σ΄’εστλα λεφτά να ‘ρτς μι του λεουφουρείου κι σι μπάτεχα.Τί να σι πω τώρα κουτζαμαν αντρα.
Εγώ κουκουλώθηκα με το πάπλωμα χωρίς να βγάλω κιχ. Τί να πω άλλωστε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου