Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ

(Όπως τη θυμάται ένας παλιός απόμαχός της)




Του Γ. Φίκαρη



Η ζωή του ναυτικού είναι ένα μείγμα δράσης, περιπέτειας και μονοτονίας. Η μονοτονία του μεγάλου ταξιδιού διασπάται από τα καθιερωμένα (ίδιο ωράριο, ίδια πρόσωπα, ίδιο περιβάλλον και καθιερωμένα φαγητά κάθε μέρα της εβδομάδας, πέντε μέρες κρέας και δύο μέρες ψάρι) και από αναπάντεχα συμβάντα που χρειάζονται άμεση δράση και λύση.
Μια κακοκαιρία, ένα ατύχημα, μια ξαφνική αρρώστια- πολλές φορές άγνωστα συμπτώματα και αρρώστια που χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα και ιατρικές οδηγίες, ένα σπάσιμο, μια δηλητηρίαση και τόσα άλλα- και τόσες άλλες αβαρίες του βαποριού, που λόγω της απόστασης απ’ τη στεριά, χρειάζονται προσωρινή αλλά άμεση αντιμετώπιση- λύση.
Πολλές φορές, μάλιστα, δεν επισκευάζονταν στο πρώτο λιμάνι (τσιμεντάρισμα, ζημιές μηχανής και ηλεκτρομηχανών κ.α.). Τις άφηναν για το μέλλον θέλοντας να προφτάσουν το «κατσέλο». Το ρήγμα όμως δεν εστιάζεται μόνο στο σημείο που έμπαινε το τσιμέντο και προχωρά πιο πέρα. Αυτή ήταν πάντα η δικαιολογία. Δεν την έλεγαν μόνο, όταν θέλοντας να κερδίσουν καύσιμα για λογαριασμό τους, έλεγαν στα τηλεγραφήματα το “owing bad weather” εις βάρος των χρονοναυλωτών. Όμως η λαμαρίνα ξανασχίζεται και πάλι τα ίδια. Κι όταν πια δεν μπορούσε να γίνει τίποτα, ακουγόταν το SOS στη μέση του Ειρηνικού και του Ατλαντικού και του Ινδικού κι άκουγες τα διπλανά και τα πιο μακρινά βαπόρια να απαντούν, το βούισμα των σημάτων, όπως βουίζει ένα μελίσσι όταν θυμώσουν οι μέλισσες.
Πολλές φορές άκουγες το παζάρι με τις εταιρείες των ρυμουλκών. Καμιά φορά πάλι έβλεπες μπροστά σουτο καράβι που ήταν σε κίνδυνο να πετά φωτοβολίδες κινδύνου, να είναι χάση κόσμου απ’ τη φουρτούνα και να μένεις κοιτάζοντας, γιατί δεν μπορούσες να προσφέρεις τίποτα. Ήταν αδύνατο να πλησιάσεις. Και περνούσαν οι ώρες αγωνίας, κυρίως μετά την εγκατάλειψη. Τότε μόνο η προσευχή να κοπάσουν τα κύματα ήταν η λύση. Από εκεί και πέρα μόνο ο Θεός.
Πόσοι δεν έμειναν σε ένα κομμάτι ξύλου ή σε μια σχεδία περιμένοντας τω σωτήρα του και πόσοι δεν άντεξαν το κρύο και τα μανιασμένα κύματα και εκείνος που περίμεναν ως σωτήρα μάζεψε μόνο τα άψυχα σώματά τους.
Εκεί μπαίνει και η ευθύνη των πλοιοκτητών. Που δεν φρόντισαν να έχουν τις σωστές λέμβους και τα κατάλληλα καπώνια για να μπορέσουν να κατέβουν οι λέμβοι. Δεν μίλησε κανείς ποτέ ή σχεδόν ποτέ εκείνα τα χρόνια για τίποτα από αυτά. Τα προξενικά λιμεναρχεία σχεδόν εχθρικά απέναντι στον Έλληνα ναυτικό που πήγαινε να διαμαρτυρηθεί. Του έκλειναν την πόρτα κατάμουτρα. Ούτε που τους έβαζαν μέσα. Και πριν και μετά το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν».
Η μονοτονία αυτή όμως καμιά φορά διακόπτεται από μια μικρή συντροφιά και ένα μπουκάλι ουίσκι, που όμως δεν γίνεται τακτικά γιατί υπάρχει η βάρδια και η κούραση από τη συνεχή φροντίδα για την ασφάλεια του πλοίου και των επιβαινόντων στη διάρκεια του ταξιδιού.
Στο λιμάνι όλα αλλάζουν. Η περιέργεια του καινούριου και η αναμονή για τη βραδινή έξοδο. Έχει πια ξεχαστεί κάθε δυσκολία του ταξιδιού, όπως και κάθε σκέψη για επιστροφή στην πατρίδα και αλλαγή επαγγέλματος. Στα λιμάνια βρίσκει κανείς κάθε είδος ανθρώπινης ύπαρξης. Λευκοί, κίτρινοι, μαύροι και μιγάδες. Όλοι μαζί, όμως, συνθέτουν το παζλ της λειτουργίας κάθε λιμανιού.
Ο πράκτορας, ο σιπσαντής, το λιμεναρχείο, το τελωνείο και το immigration, όλοι παρόντες για τη λήξη του καραντί και της ελευθεροκοινωνίας. Σε κάποια λιμάνια γέμιζε το καράβι μικροπωλητές. Δεν ξεχνιούνται οι μικροπωλητές του Σουέζ που έμεναν σε όλη τη διέλευση του καναλιού και με τα σπασμένα ελληνικά τους διαλαλούσαν: Έχει καλό πράμα ρε, έχει βαλίτσα, έχει παντελόνι κοντομάνικο (παντελόνι σορτς), έχει χασίσι κ.α. ακατανόμαστα.
Θυμάμαι τον φαντάρο με το αυτόματο στον ώμο, στα κράτη του τότε ανατολικού μπλοκ, που σου υπενθύμιζε ότι εκεί δεν είναι σαν τον άλλο κόσμο. Το ξεκρεμούσαν με το παραμικρό. Έπρεπε να προσέχεις κάθε λεπτομέρεια των κινήσεων και των πράξεών σου.
Γιατί μπορούσαν να θεωρήσουν έγκλημα αθώες κινήσεις και πράξεις. Κύριος έλεγχος η διακίνηση προϊόντων της Δύσης (νάιλον, τζιν τσιγάρα και ποτά). Στις προηγμένες χώρες της Αμερικής, της Ευρώπης και της Ασίας, οι Έλληνες και ξένοι έμποροι που πουλούσαν τα είδη τους μόνο στους έλληνες ναυτικούς ήξεραν ότι ο Έλληνας είναι κουβαλητής στον τόπο του και είχαν οργανώσει πωλήσεις εμπορευμάτων στα είδη που τους ενδιέφεραν. Μπαούλα και βαλίτσες κουβαλούσαν τότε οι έλληνες ναυτικοί στον τόπο τους. Θυμάμαι κάποιον που έφερε την καμπάνα της πλώρης του πλοίου, που πήγαινε για παλιοσίδερα, για να τη δωρίσει στην εκκλησία του χωριού του. Αλυσίδες, σχοινιά, σερβίτσια, μαχαιροπίρουνα και ό,τι άλλο μπορούσε να εξοικονομήσει μισοτιμής ή τσάμπα για να γεμίσει το σπιτικό του. Έτσι ήταν η τότε φτωχή Ελλάδα. Είχε ανάγκη απ’ τα τελείως αναγκαία. Πράγματα που σήμερα φαίνονται άχρηστα και «μπανάλ» είχαν τότε την αξία τους.
Έτσι όμως έλληνας ναυτικός έβαλε το πρώτο λιθαράκι στην ανάπτυξη της Ελλάδα με το συνάλλαγμα που κουβάλησε και στη συνέχεια τοποθέτησε όπου μπορούσε στην πατρίδα του. Αυτό εκμεταλλεύονται και σήμερα οι κύριοι εφοπλιστές, για να ζητούν απαλλαγές και διευκολύνσεις απ’ το ελληνικό κράτος, ενώ δεν προσφέρουν τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Ο έλληνας ναυτικός δημιούργησε και τη μεγάλη ελληνική ναυτιλία. Γιατί μπόρεσε και ταξίδεψε τα σαράβαλα του πολέμου με κάθε μέσον και πατέντα που δεν μπόρεσαν ή δεν ήθελαν οι ξένοι εφοπλιστές. Και οι εφοπλιστές αγόρασαν πλοία και τα αυγάτισαν ταξιδεύοντας όπου υπήρχε πολεμική ζώνη και εισέπραξαν τεράστια ποσά. Μερικές φορές σε κάθε ταξίδι κέρδιζαν κι ένα πλοίο. Δεν νοιάστηκαν για τα κουφάρια ανθρώπων και καραβιών που άφησαν στα λιμάνια της εμπόλεμης ζώνης. Εισέπραξαν όμως τεράστιες αποζημιώσεις απ’ τις ασφάλειες.
Κάποτε έλληνας εφοπλιστής μου εκμυστηρεύτηκε ότι τα ασφάλιστρα αυξήθηκαν 32 φορές σε μία ημέρα. Ανάλογα ήταν και τα ασφάλιστρα που εισέπρατταν. Το αποτέλεσμα; Έγιναν οι κολοσσοί της διεθνούς ναυτιλίας, έβγαλαν του Έλληνες απ’ τα πλοία τους, που πάλι κατορθώνουν να τα ταξιδεύουν γιατί πια είναι σύγχρονα και υπεραυτόματα και κυβερνούνται απ’ τη γέφυρα και τη μηχανή με 2-3 άτομα.
Στις δύσκολες εποχές της κρίσης πάντα ο έλληνας ναυτικός είχε το μεγαλύτερο μερίδιο ανεργίας και εκμετάλλευσης. Τη δεκαετία του 50 ταξίδευε άμισθος, πρώτα με τα καΐκια, εμπορικά και σφουγγαράδικα, γιατί έπρεπε να κάνει κάποια υπηρεσία πριν μπει σε καράβι. Άλλη ζωή- κόλαση. Να φορτώνει και να ξεφορτώνει το καΐκι, χωρίς φαΐ μαγειρεμένο, χωρίς κρεβάτι. Δέκα άτομα σ’ ένα καΐκι 10 μέτρων. Τώρα μισθοί πείνας και ανεργία και εκμετάλλευση απ’ τα «λαυράκια» της ακτής Μιαούλη που σου παίρνουν 1-2 μισθούς για να σε μπαρκάρουν.
Και οι έλληνες εφοπλιστές, που έχουν χάσει κάθε επαφή με τον Έλληνα και τα προβλήματά του, να μην κάνουν τίποτα έστω και με μισθούς πείνας να καλύψουν ένα μέρος των ελλήνων ανέργων που αναζητούν την τύχη τους σε όποια χώρα τους δεχτεί και πολλές φορές τους γυρνάνε πίσω σαν λαθρομετανάστες.
Ένα καράβι, ένα αμπέλι και μια ελιά να μείνει στον Έλληνα, λέει ο Ελύτης, μπορεί να ξαναφτιάξει την πατρίδα. Το καράβι ακόμη περισσότερο, γιατί βοηθά στη δημιουργία και των άλλων δύο. Το καράβι όμως το πήραν και το παρέδωσαν σε Έλληνες που δεν μιλούν ούτε τη γλώσσα τους. Το παρέδωσαν στα διεθνή χρηματιστήρια και τους μετόχους ξένων funds και ιδιωτών. Δεν έχει πια τίποτα το ελληνικό πάνω του. Σημαία, σύμβολα, πλήρωμα, όλα ξένα. Αυτό όμως δεν μπορεί να κρατήσει πολύ. Λένε ότι η ναυτιλία ακολουθεί το δρόμο της. Απ’ το Βορρά προς Νότο και Ανατολή. Εκεί που υπάρχει μικρό μεροκάματο.
Εκείνο που τους κάνει να έχουν μια μικρή επαφή με την Ελλάδα είναι η μικρή φορολογία και οι διευκολύνσεις που έχουν απ’ το ελληνικό κράτος, που αντάμα με τους «κυβερνώντες» μπορούν ακόμα να παίρνουν, καταπατώντας κάθε ισοτιμία και ισονομία έναντι των μικρών και των μεσαίων Ελλήνων.
Το ελληνικό δαιμόνιο των εφοπλιστών, δηλαδή, επεκτείνεται μόνο στη μείωση της εργατικής και ασφαλιστικής δαπάνης , που τότε περνούσε απ’ τις απολαβές των ελλήνων ναυτικών και τώρα της κάθε είδους λατσιόνας που περνά απ’ τη νομοθεσία της ελληνικής σημαίας και των άλλων σημαιών ευκαιρίας. Δυστυχώς, μέχρι τώρα τα καταφέρνουμε σε τέτοιο σημείο που πολλοί λένε ότι η φορολογία ενός πλοίου με ελληνική ή άλλη σημαία ευκαιρίας είναι περίπου ίδια με τη φορολογία ενός περιπτέρου.
Δεν μένει λοιπόν τίποτα άλλο απ’ το «θρύλο» του έλληνα εφοπλιστή, παρά η καταγωγή και το respect που πηγάζει απ’ την καταγωγή του- αρχαίους Έλληνες- που ανορθώνει το προφίλ και το image τους. Μόνο οι ξένοι και λόγω της ελληνικής κρίσης όμως κάνουν αυτές τις διαπιστώσεις και ζητούν τη φορολόγησή τους. Οι δικοί μας εφησυχάζουν και γίνονται συνένοχοί τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου