Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

«Πρωτόμπαρκος»- Του Γ. Φίκαρη

Πρώτο καράβι. Έτος 1967. M/V FREDRIK RAGNE. Σουηδέζικης κατασκευής 1947, κόροι 3.500. Μετασκευασμένο και ενισχυμένο για ταξίδια στους παγωμένους ωκεανούς. Open 3.500 κόροι close 4.500. Γερό σκαρί, με χοντρή λαμαρίνα διπλοκαρφωμένη. Σαν τα Limpertys, τα βαπόρια του πολέμου.

Το πήρα απ’ το λιμάνι της Βενετίας. Επιτέλους βρέθηκα στο περιβάλλον που ονειρευόμουν. Ο πατέρας μας, τσακισμένος απ’ τα στραπάτσα της στεριάς, βρέθηκε σ’ ένα καράβι 40 χρονών τζόβενο. Μισθός 10 λίρες Αγγλίας. Από τότε έλεγε και ξαναέλεγε ότι θα μεγαλώναμε και θα γινόμαστε καπεταναίοι, όνειρο κάθε Χιώτη για τα παιδιά του. Διαισθανόταν, φαίνεται, την κατοπινή άνοδο της ελληνικής ναυτιλίας. Και πράγματι και οι δυο μας ακολουθήσαμε την προτροπή του και γίναμε ναυτικοί. Το καράβι, τότε, σου έδινε ελπίδες και όνειρα. Ελπίδες γιατί έφτιαχνες τα οικονομικά σου και όνειρα για εκείνα που επρόκειτο να δεις και να συναντήσεις στα ταξίδια σου. Αισθάνθηκα λοιπόν πολύ βολικά μπαίνοντας στο καράβι και ειδικά στην καμπίνα, που ήταν δίπλα στη γέφυρα και μπορούσες να βλέπεις τα πάντα γύρω από το καράβι. Φρόντισα να ενημερωθώ όσο γίνεται καλύτερα και περιεργάστηκα όλα τα σημεία του καραβιού γι’ αυτό. Σε δυο μέρες το καράβι έλυσε κάβους. Προορισμός τα λιμάνια της Γλασκώβης και του Λίβεροπουλ.

Κατά την έξοδο απ’ το λιμάνι είχαμε και την πρώτη αβαρία. Στις μανούβρες του λιμανιού, ένας ρώσος κολοσσός μας έσχισε με την άγκυρά του την πλώρη σαν τσιγαρόχαρτο. Ευτυχώς όχι επικίνδυνα. Γι’ αυτό και δεν έγινε άμεση επισκευή και συνεχίσαμε το ταξίδι. Την άφησαν άφτιαχτη για γούρι ή για να μας θυμίζει ότι πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί. Να μη διπλώσει το κακό.

Στη Βενετία, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου με κέρασαν πίτσα που μου φάνηκε απαίσια με τα παστά και τα θαλασσινά που ήταν φτιαγμένη. Ήταν κι αυτή σαν τον καφέ, που δυσκολευόμασταν να ξεχωρίσουμε. Ψάχνοντας τον ελληνικό, θεωρούσαμε το περιεχόμενο των φιαλών που υπήρχαν για αυτοεξυπηρέτηση, τσάι ή άλλα σχετικά αφεψήματα. Στα λιμάνια έπρεπε να είσαι προσεκτικός ή να έχεις παρέα για να σε προφυλάγει από τέτοιες γκάφες. Γελούσαν οι κοπελιές του καταστήματος, αλλά μας συμπαθούσαν. Πιθανόν τους άρεσε η αγνότητά μας.

Πρώτο ταξίδι, λοιπόν, το Λίβερπουλ και μετά η Γλασκώβη της Σκωτίας, απ’ όπου θα φορτώναμε για πολλά λιμάνια των Μεγάλων Λιμνών του Καναδά και των ΗΠΑ. Τα καράβια αυτά οι ναυτικοί τα λένε «γαλατάδες», λόγω των πολλών στάσεων σε μικρά και μεγάλα λιμάνια για φορτοεκφορτώσεις.

Με το «γαλατά», λοιπόν, το FREDRIK RAGNE, φορτώσαμε στα δύο λιμάνια της Σκωτίας διάφορα εμπορεύματα- γενικά φορτία τα λένε στη ναυτική ορολογία- και ξεκινήσαμε δύσκολο ταξίδι κροσάρισμα του Βόρειου Ατλαντικού. Καιροί δύσκολοι, μόνιμοι βορειοδυτικοί στη μάσκα του βαποριού και συνεχόμενοι. Ο ένας κακός καιρός ακολουθεί τον προηγούμενο. Μικρό καράβι, πορεία τόξου για συντόμευση της απόστασης. Το ταξίδι κανονικά 7-8 μέρες, που καμιά φορά θα μπορούσαν να γίνουν 8-10. Αναμονή και σκοπός το αγνάντεμα της στεριάς του HALIFAX του Καναδά, με παγόβουνα που αποκόβονται και αρχίζουν να κατηφορίζουν Νότια. Έπρεπε ο ασυρματιστής να παίρνει τα στίγματα των επισημασμένων παγόβουνων σε τακτά χρονικά διαστήματα και να τα παραδίδει στον καπετάνιο. Η γέφυρα παράλληλα παρακολουθεί την κίνησή τους, ελέγχει οπτικά και με το ραντάρ και παρακολουθεί συνεχώς τη θερμοκρασία της θάλασσας. Αυτή ήταν τότε η διαδικασία που ετηρείτο, όταν το καράβι ταξίδευε σε τέτοιου είδους περιοχές. Πλησιάζοντας τη στεριά, πρώτη φορά είδα πολλά κομμάτια πάγου να επιπλέουν και να ταξιδεύουν και μετά παγωμένη θάλασσα μέχρι που φτάνει ανθρώπου μάτι. Αμέσως μειώθηκε η ταχύτητα του καραβιού που έσκιζε σιγά σιγά τον πάγο, μέχρι σε μια στιγμή σταμάτησε, πράγμα που σήμαινε ότι το πάχος του πάγου ήταν μεγάλο και έπρεπε να κληθεί παγοθραυστικό για να συνεχίσει. Ήρθε το παγοθραυστικό και ξεκίνησε σπάζοντας τον πάγο. Το καράβι ακολουθούσε και έπλεε σε ένα αυλάκι λίγο μεγαλύτερο απ’ το πλάτος του, ώσπου τα πάχος του πάγου μίκρυνε, το παγοθραυστικό έφυγε κι εμείς συνεχίσαμε μόνοι μας για τον προορισμό μας. Αυτό συνέβη δυο-τρεις φορές μέχρι που φτάσαμε στον κόλπο. Μετά οι όχθες του San Lorens, το THREE RIVERS και τελικά στο MONTREAL. Εκεί δέσαμε. Λύθηκε η καραντίνα, έγινε ενδελεχής έλεγχος που πουθενά αλλού δεν γίνεται σε καράβι και πλήρωμα, σφραγίστηκαν οι τουαλέτες και οι χώροι σκουπιδιών και αντικαταστάθηκαν με χημικές κατάλληλες και λήφθηκαν όλα τα μέτρα αντιρύπανσης.

Ξεκινήσαμε για τον ανεβασμό, που επρόκειτο να γίνει απ’ το ποτάμι στις λίμνες. Έπρεπε, δηλαδή, να ανεβαίνουμε κάθε φορά τη διαφορά του υψόμετρου μέσω δεξαμενών, που με απίστευτα γρήγορη ταχύτητα, κάλυπταν ένα ύψος 20-40 μέτρων σε είκοσι λεπτά. Και μετά ξανά και ξανά αμέτρητες φορές, όσες φορές ήταν αναγκαίο.

Στις Λίμνες αυτές, τις Μεγάλες Λίμνες, είναι χτισμένες μερικές απ’ τις μεγαλύτερες βιομηχανικές πόλεις του Καναδά και των ΗΠΑ. Όπως το Σικάγο, το Μιλγουώκυ, το Νιτρόιτ, το Κλήβελαντ, το Μίτσιγκαν, το Χάμιλτον, το Τορόντο κ.α.

Το έργο είναι τεράστιο, η τελειότητά του απίστευτη και η ωφέλεια των δύο χωρών ανυπολόγιστη. Από εκεί μεταφέρονται κάθε είδους φορτία, κυρίως σιτηρών, που είναι τόσο μεγάλα, ώστε να επηρεάζουν άμεσα και κατακόρυφα τα ναύλα και τις τιμές τους. Περνώντας και τη μεγαλύτερη λίμνη, τη SUPERIOR- ίση και μεγαλύτερη από το Αιγαίο Πέλαγος, φτάσαμε στο τέρμα της. Στο DULUTH των ΗΠΑ και τη MANITOMBA του Καναδά, που συνορεύουν μεταξύ τους.

Χιόνια, παγωνιά, αέρηδες και καταιγίδες. Χάση κόσμου. Η κυκλοφορία όμως των αυτοκινήτων και των πεζών κανονική. Η ζωή σ’ όλη της την έκταση. Η Αμερική κι εδώ έχει κάνει το θαύμα της.

Κάποια στιγμή τελείωσε το νερό του καραβιού και ζητείται από τη διεύθυνση του λιμανιού το γέμισμα των δεξαμενών του πλοίου. Αυτό έγινε και στο Duluth. Η απάντηση; «Δεν υπάρχει τέτοιος, ανοιχτείτε απ’ τη στεριά ένα μίλι στη λήμνι και πάρετε όσο θέλετε για λάτρα και πόσιμο. Είναι απολύτως εγγυημένο.».

Τόσο απλά και με τη σιγουριά την αμερικάνικη, μας είπαν να πάρουμε πόσιμο νερό από μια λίμνη. Τρομάξαμε να το πιστέψουμε και να το κάνουμε. Αυτό και άλλα πολλά που θα εξιστορήσω παρακάτω με έκαναν να πιστέψω ότι οι ΗΠΑ είναι το πιο ανεπτυγμένο, προοδευτικό και σύγχρονο κράτος του κόσμου. Γιατί το κράτος νομοθετεί και ελέγχει, αλλά μαζί με τους πολίτες, που τηρούν και ελέγχουν περισσότερο απ’ το κράτος τους νόμους του.

Στις δεξαμενές, περιμένοντας το γέμισμά τους, ο κόσμος έξω απ’ το καράβι το έβλεπε να ξεφυτρώνει απ’ το βάθος της δεξαμενής και ενθουσιαζόταν. Προφανώς ήταν αμερικανοί τουρίστες, έκαναν τη βόλτα τους ή το πικ-νικ και δεν ήξεραν πολλά για τα καράβια και τους ναυτικούς. Μας μιλούσαν και μας ρωτούσαν διάφορα. Σε κάποια μεγαλύτερα διαστήματα αναμονής, έμπαιναν στο καράβι για ένα κέρασμα. Ήταν τόσο ενθουσιώδεις στη γνωριμία τους με Έλληνες. Άλλοι γιατί είχαν διαβάσει ή απλά ακούσει για τους αρχαίους Έλληνες και τον Μ. Αλέξανδρο κι άλλοι γιατί είχαν υπ’ όψιν τους το φιλότιμο, την εργατικότητα και τον καλό χαρακτήρα των νεοελλήνων. Δεν είχε αρχίσει ακόμη η περίοδος της αντίστασης στη Χούντα, ούτε η τεράστια διαφήμιση της Ελλάδας με το Ζορμπά και τα νησιά της. Αυτή ήταν τότε η γνώμη του έξω κόσμου για τους Έλληνες.

Τα τοπία που εναλλάσσονται το ένα το άλλο, με νησάκια, ποτάμια, σπιτάκια και βλάστηση, παραδεισένια. Η οργάνωση και η ασφάλεια απίστευτη. Η διαδικασία διέλευσης των καραβιών άριστη. Παρά το σκληρό κλίμα και τις άσχημες καιρικές συνθήκες. Η διαδικασία διέλευσης των καραβιών άριστη. Παρά το σκληρό κλίμα και τις άσχημες καιρικές συνθήκες. Τήρηση των κανόνων διέλευσης των καναλιών από τους πιλότους που αναλαμβάνουν και την πλήρη ευθύνη της πλοήγησης, εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα μέρη του κόσμου. Αμερικανικό δίκαιο. Η διέλευση καραβιών και εν γένει πλωτών μέσων σταματά περίπου στο τέλος Σεπτεμβρίου. Τότε οι λίμνες παγώνουν και δεν κουνιέται πλεούμενο. Ξαναρχίζει στις αρχές Απριλίου. Γιατί οι λίμνες παγώνουν και είναι αδύνατη κάθε είδους πλεύση.

Οι ναυτικοί πολλές φορές εύχονται να τους προλάβει ο χειμώνας και να μείνουν σαν τα φουνταρισμένα καραβοφάναρα στα λιμάνια των Λιμνών. Γιατί, εκτός των άλλων, υπάρχει πλήθος Ελλήνων που ζουν σε όλες αυτές τις πόλεις. Και είναι απίστευτη η συμμετοχή των Ελλήνων στο γίγνεσθαι της Αμερικής. Δεν θα ξεχάσω τον καυγά σε ένα μπαρ του DULUTH. Πρόκειται για πόλη στο βόρειο τμήμα των ΗΠΑ, όπου το ελληνικό στοιχείο δεν ήταν έντονο. Ένα βράδυ ένα οπλισμένο χέρι με σπασμένο μπουκάλι ήταν έτοιμο να χωθεί στο σώμα κάποιου έλληνα ναυτικού. Όμως ελληνικό χέρι, σαν από μηχανής θεός, γλίτωσε τον «πατριώτη». Χέρι Έλληνα που μέχρι εκείνη τη στιγμή αγνοούσαμε την ύπαρξή του. Μετά έγινε φίλος μας και καθημερινός επισκέπτης μας. «Να είσαι καλά Βασίλη, εκεί που βρίσκεσαι. Στη γη ή στον ουρανό».

Μου έμεινε στο μυαλό μου ο τρόπος που αντιμετώπιζαν στα μπαρ οι φουσκωτοί και οι άλλοι τους έλληνες ναυτικούς. Ποτέ δεν χτύπησαν ή δεν κακομεταχειρίστηκαν Έλληνες στους διάφορους καυγάδες που συμβαίνουν. Πάντα με καλό τρόπο, ευγενέστατα. Ήταν ο σεβασμός, ήταν οι πολλοί έλληνες πελάτες, η αλληλεγγύη των Ελλήνων που ομολογουμένως έδειχναν ο ένας στον άλλο; Πάντως οι «φουσκωτοί» απέφευγαν τους καυγάδες με τους Έλληνες.

Στο Σικάγο και το Μιλγουόκι έπρεπε να ξεφορτώσουμε δύο αμπάρια σκοτσέζικο ουίσκι. Σε κιβώτια με φιάλες και βαρέλια, χύμα. Με το ξεκίνημα της εκφόρτωσης, άρχισε και η περιπέτεια του καπετάνιου και των άλλων υπευθύνων για την εκφόρτωση.

Στην Αμερική, τότε, ένα απ’ τα ισχυρότερα unions ήταν οι εργαζόμενοι στα λιμάνια και κύρια οι φορτοεκφορτωτές. Φαίνεται, επίσης, ότι και οι άνθρωποι που τα απαρτίζουν δεν ανήκουν και στους φιλήσυχους ανθρώπους. Άρχισαν, λοιπόν, να σχίζουν τα κιβώτια και να πίνουν σε σημείο που είχαν μεθύσει σχεδόν όλοι. Σε τέτοιο σημείο, που, όταν ανέβαινε η σαμπάνια με τα βαρέλια, τα χτυπούσαν με λοστούς και λούζονταν με το ουίσκι που έτρεχε στο αμπάρι. Σε παρατηρήσεις του λοστρόμου και μετά του γραμματικού, έκαναν ημικύκλιο γύρω τους κρατώντας μαχαίρια και γάντζους και τους ανάγκαζαν να φύγουν τρέχοντας και να ανέβουν τις σκάλες των αμπαριών.

Είδε κι απόειδε ο καπετάνιος και στο τέλος ζήτησε την προστασία των αρχών. Την επόμενη μέρα παρουσιάστηκαν μερικοί πιστολάδες (προφανώς της δίωξης) και άρχισαν να περιπολούν δίπλα στα κουβούσια των αμπαριών, για να μπορούν να βλέπουν τους εργάτες. Απόλυτη τάξη και ησυχία επικράτησε.

Μέχρι το μεσημέρι, όταν εκπρόσωπός τους επισκέφθηκε τον καπετάνιο και του δήλωσε: «Φρόντισε να φύγουν αμέσως οι πιστολάδες των αμπαριών, γιατί απ’ την επόμενη μέρα θα απέχουν απ’ την εκφόρτωση όλων των ελληνικών βαποριών που βρίσκονται στο Σικάγο».

Μετά από συνεννόηση του καπετάνιου με τις αρχές, έτσι έγινε. Μεθούσαν, έσπαγαν και το βράδυ οι πιο πολλοί με κελεμπίες φορτώνονταν ουίσκι και έφευγαν.

Τεράστια ζημιά, σχεδόν καταστροφή, που κανείς δεν ήξερε ποιον επιβαρύνει. Τους φορτωτές, τις ασφάλειες ή το αμερικανικό δημόσιο; Λένε πως τα φορτία τα καλύπτουν πλήρως οι ασφάλειες. Τέλειωσε η εκφόρτωση και χωρίς επιπλέον διατυπώσεις και προβλήματα, πήραμε την κατηφόρα, πιάσαμε άλλα τόσα μικρά και μεγάλα λιμάνια και φτάσαμε στο Μόντεραλ. Εκεί έγιναν πάλι όλες οι δουλειές και οι διατυπώσεις και ξανανοιχτήκαμε στον βόρειο παγωμένο Ατλαντικό, με τον ίδιο τρόπο και προσοχή που ήλθαμε. Έλεγχος του πάγου, μετά κομμάτια πάγου, παγόβουνα και ο άγριος Βόρειος Ατλαντικός. Πορεία τόξου. Λιμάνι προορισμού Γλασκώβη. Εκεί θα ξεφορτώναμε τα εμπορεύματα της Αμερικής και θα ξαναφορτώναμε για τον ίδιο προορισμό.

Το Fredrik Ragne, παρόλο το μικρό μέγεθός του, δεν μας ταλαιπώρησε πολύ. Κι ας ήταν ένα απ’ τα πιο δύσκολα ταξίδια. Καλοφτιαγμένο και καλοσυντηρημένο απ’ τους Σουηδούς, κατηγορίας Α, που σημαίνει ειδική χοντρή λαμαρίνα, διπλοκαρφωμένο, με σύστημα ψύξεως μηχανής κλειστού κυκλώματος και ό,τι άλλο προέβλεπαν οι κανονισμοί για τις παγωμένες θάλασσες.

Αργότερα, θυμάμαι το Anthony, που όταν μπήκαμε στους πάγους της βόρειας θάλασσας έκανε κοιλιές και έτριζε και λύγιζε, αναγκάζοντας τους ανθρώπους της μηχανής να ανεβαίνουν τη γραδελάδα για να είναι έτοιμοι στο «ό,τι ήθελε προκύψει».

Προσπαθώ πάντα να επισημάνω ότι ο Έλληνας ναυτικός κινδύνεψε, υπέφερε και πρόσφερε τον καλύτερό του εαυτό, για να φτιαχτεί το θαύμα της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας. Δεν του έπρεπε η τύχη που του επιφύλαξαν οι εφοπλιστές και οι κυβερνώντες. Το πιο πλούσιο ταμείο, το ΝΑΤ, του πήραν τα λεφτά και τα διέθεταν όπου αυτοί ήθελαν, του φόρτωσαν 25.000 πρόσφυγες του Πόντου για συνταξιοδότηση και τελικά το κατάντησαν ένα απ’ τα πιο φτωχά ταμεία. Κι ο ναυτικός πλήρωνε τεράστια ποσά, που τα συμπλήρωνε κι ο πλοιοκτήτης. Κρατήσεις που έφταναν και ξεπερνούσαν ένα μέσο μισθό δημοσίου υπαλλήλου. Τώρα οι άνεργοι και άστεγοι έχουν κατακλύσει την ακτή Μιαούλη και που με τους άλλους ανέργους ξεπερνούν το 1,5 εκατομμύριο, οι έλληνες εφοπλιστές θα μπορούσαν να απορροφήσουν 200.000 που υπολογίζονται οι ναυτικοί που εργάζονται στα ελληνόκτητα πλοία. Αποξενωμένοι απ’ την παράδοση των προγόνων τους, που έζησαν στα βαπόρια κι έχοντας χάσει σχεδόν όλα τα ιδεώδη και χαρακτηριστικά του Έλληνα ζουν σε έναν άλλο κόσμο. Στον κόσμο των μπίζνεσμαν και του αφελληνισμού. Οι κυβερνώντες δεν τους χαλούν χατήρι. Ισχυριζόμενοι ότι απειλούν να αποσύρουν την ελληνική σημαία και θα μας λείψει το συνάλλαγμα που εισάγουν, τους κάνουν όλα τα χατίρια και όλες τις διευκολύνσεις.

Ακόμη και απ’ τον ΕΝΦΙΑ τους έχουν απαλλάξει. Η αλήθεια όμως είναι ότι 4.800 ελληνόκτητα πλοία έχουν ξένη σημαία και επανδρώνονται από περίπου 150.000-200.000 ξένους ναυτικούς. Τα δε υπό ελληνική σημαία ποντοπόρα πλησιάζουν τα 700.

Η συμπαιγνία κυβερνώντων και εφοπλιστών έχει φτάσει στο απροχώρητο. Ένας αφάνταστος πλούτος δημιουργημένος απ’ τους έλληνες ναυτικούς, με την καθοδήγηση των δεύτερων, δεν ανήκει και δεν προσφέρει πια στην πατρίδα το παραμικρό. Γιατί πέρασε η εποχή που εφοπλιστές και ναυτεργάτες εθεωρούντο συνεργάτες.

Τώρα θεωρούν τους εαυτούς τους millioners και τους ναυτικούς παραγιούς και κούληδες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου