Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Μια ματωμένη Καθαρή Δευτέρα



Η περιοχή όπου εκτυλίχθηκε το τραγικό περιστατικό

Του κ. Γιώργου Χρήστου

ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ που έρχεται η Καθαρή Δευτέρα,ο νους μου γυρνά πίσω σ’ ένα φοβερό περιστατικό που έγινε στο χωριό μου πριν 60 τόσα χρόνια. Ήταν αρχές της δεκαετίας του 50 και οι πληγές της γερμανικής κατοχής δεν είχαν κλείσει ακόμα.Αλλά πώς να κλείσουν ,αφού αμέσως μετά τον πόλεμο,ενώ τα άλλα κράτη,έπεσαν με τα μούτρα στην ανοικοδόμηση και στην πρόοδο,εμείς μπλέξαμε στη δίνη του εμφυλίου;
Η ΠΛΗΓΗ στο χωριό μου την Καλλιόπη,ήταν ένα απέραντο γερμανικό ναρκοπέδιο,στην τοποθεσία «ΑΜΔΕΣ»σήμερα ο κόσμος το λέει ΚΕΡΟΣ.Χιλιάδες μεγάλες νάρκες εναντίον τανκς,τα λέγαμε «ταβάδες»,και πολλές μικρότερες εναντίον προσωπικού.Οι τελευταίες είχαν μέσα γυαλιστερές μπίλιες, τις οποίες παίζαμε αντί για βώλους.Πού τις βρίσκαμε;Υπήρχαν «ειδικοί» που τις εξουδετέρωναν,έβγαζαν το υλικό-μπαρούτι που είχαν μέσα που το ήθελαν για τροπίλια (δυναμίτες),και τις μπίλιες τις έδιναν σε μας τα παιδιά για να παίζουμε.

ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ λοιπόν και μεις τρια μικρά παιδιά 7 και 8 χρονών ,κυνηγιόμαστε για να βάψει ο ένας τον άλλο.Μιμούμαστε τους μεγάλους που την Καθαρή Δευτέρα τα παληκάρια κυνηγούσαν τα κορίτσια για να τα βάψουν με μαύρη μπογιά.Έτσι ήταν το έθιμο.

Ο ΠΙΟ ΞΥΠΝΙΟΣ της μικρής παρέας,μας πρότεινε να πάμε για μπίλιες.Χωρίς δεύτερη κουβέντα αποφασίσαμε να πάμε χωρίς να έχουμε αντιληφθεί τον κίνδυνο μιας τέτοιας ιδέας.Ας σημειωθεί πως κανένας δεν μας είχε φοβίσει ,ούτε μας είχε συμβουλεύσει να μην μπαίνουμε μέσα στο ναρκοπέδιο. ΠΗΡΑΜΕ ΛΟΙΠΟΝ το δρόμο για το Βουνοχώρι τρία τέταρτα περίπου δρόμο απ’ το χωριό ,από όπου θα μας οδηγούσε ο ειδικός της παρέας στις μπίλιες δηλ. στις νάρκες.Σαν κοντεύαμε να φτάσουμε,είμαστε στη Λένα ,300 μέτρα από το Βουνοχώρι,κάποιος από την παρέα γύρισε πίσω το κεφάλι του και είδε να έρχεται ο ξάδερφός μου Σώζων. «Ν α του Σωζί» φώναξε και τότε σταματήσαμε για να τον περιμένουμε.Ό ταν μας έφτασε μας ρώτησε πού πηγαίναμε,και όταν του είπαμε το σκοπό της βόλτας,πιο μεγάλος αυτός ,κατάλαβε αμέσως τον κίνδυνο που διέτρεχα και αμέσως μου λέει. «Εσύ μαζί μου.»Δεν του έφερα αντίρρηση και τον ακολούθησα.Ο καημένος ο Σώζος δεν σκέφθηκε να παρακάμψει λίγο τη διαδρομή του και να ειδοποιήσει τον πατέρα του ενός από τα άλλα παιδιά στη μάντρα του οποίου πήγαιναν.Αλλά τι να περιμένεις από ένα παιδί δώδεκα χρονών που ήταν ο Σώζος.

ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑ και πήγαμε για την μάντρα τους όπου θα καθαρίζαμε το σταβλο τους και μετά θα με πήγαινε στο μπαχτσέ τους λέει να μου δώσει πράσα.Την ώρα όμως που καθαρίζαμε το σταβλο ακούσαμε τη φοβερή έκρηξη της νάρκας.Τί είχε γίνει;Τα άλλα δυο παιδιά ύστερα από το χωρισμό μας μπήκαν στο ναρκοπέδιο και βρήκαν μια νάρκα την οποία είχε επισημάνει πιο πριν ο ένας απ’ τους δυο,ο οποίος ήταν και ο πιο «ειδικός» σαν να πούμε,την τράβηξε προς το μέρος τους και άρχισε να τη κτυπάει με μια πέτρα για να την ανοίξει.Προφανώς εμιμείτο μεγαλύτερους τους οποίους έβλεπε να τη κτυπούν για να την ανοίξουν,με σφυρί ή με σκεπάρνι.Το παιδάκι δεν ήξερε όμως ότι έπρεπε πρώτα να αφαιρεθεί ο πυροκροτητής,όπως έκαναν αυτοί που ήξεραν και καθώς τη κτυπούσε πυροδοτήθηκε ο μηχανισμός με συνέπεια να γίνει έκρηξη και να διαμελισθούν και τα δυο παιδιά.Η αδελφή μου ήταν στα ΒΝΑΡΙΑ και καθώς άκουσε την έκρηξη έστρεψε το βλέμμα της προς τις ΑΜΔΕΣ, όπου έγινε η έκρηξη και εξακολουθεί και τώρα να λέει πως είδε δυο αντικείμενα στον αέρα,σαν δυο πουλάκια και καπνό.

ΣΑΝ ΑΣΤΡΑΠΗ διαδόθηκε στο χωριό πως την έκρηξη της νάρκας ήταν παιδιά.Όλοι μας εκείνη τη μέρα είμαστε σκορπισμένοι.Έτσι η αγωνία των μανάδων μας ήταν πολύ μεγάλη.Η δικιά μου η μάνα έτρεχε με την ψυχή στο στόμα προς τη θάλασσα,γιατί οι πληροφορίες έλεγαν πως ήμουν κι εγώ μαζί.Ο ξάδερφός μου ο ΦΩΤΗΣ μου έχει πει πως τη θυμάται αλλόφρον να τρέχει προς τη θάλασσα.Απ’ ότι έλεγε ύστερα τα πόδια της ήταν βαριά σαν μολύβια.Το ΣΤΑΥΡΟΥΛΙ τη συνάντησε στα μισά της διαδρομής και της είπε «ΜΑΡΙΝΑΚ’ δεν ήνταν ου Γιώργους μαζί» και ηρέμησε ,αλλά η στενοχώρια της πάλι επανήλθε γιατί ο ένας από τα παιδιά τα άλλα ήταν γυιος της ανηψιάς της της Μαρίκας.

ΘΡΗΝΟΣ ΚΑΙ οδυρμός στο χωριό για τα δυο μικρά αγγελούδια που χάθηκαν τόσο άδικα και απρόσμενα.Η δικιά μου λύπη για τα δυο παιδιά,τους παιδικούς μου φίλους,ήταν και είναι μέχρι σήμερα μεγάλη .Η πληγή όμως που έγινε στην τρυφερή μου ηλικία και ποτέ της δεν θεραπεύτηκε,ήταν ο χαμός του Κώστα γυιου της ξαδέρφης μου της Μαρίκας που τον είχε μονάκριβο και μοσχαναθρεμένο.Ήταν η στενή μου παρέα, πιο μεγάλος ένα χρόνο,έξυπνος ,καλός και τον ακολουθούσα πάντα. ΣΕ ΕΝΑ ΜΕ δυο χρόνια από το χαμό των παιδιών ,ήρθαν ειδικά συνεργεία ναρκαλιευτών του στρατού και καθάρισαν το ναρκοπέδιο.Για τα δυο παιδιά και για τις μανάδες όμως ήταν πια αργά.

Η ΞΑΔΕΡΦΗ μου η Μαρίκα δεν μπορούσε να μείνει άλλο στο σπίτι της ,το πούλησε και αγόρασε άλλο στο Κοντοπούλι.Εξακολουθούσε να έχει σχέση μαζί μας να έρχεται να μας βοηθά όταν σκαλίζαμε τα χωράφια της,τα είχε ο πατέρας μου,και πάντα μας καλομιλούσε και μας έφερνε καραμέλες και γλυκά,χωρίς να μιλάμε ποτέ για το μονάκριβό της τον Κώστα.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΑΣΑΝ και πρόπερσι πήγα να τη δω,γιατί την αγαπούσα .Για πρώτη φορά στη ζωή μου άρχισα την κουβέντα για τον Κώστα και θέλησα να μου πει τι είχε προηγηθεί εκείνη τη μέρα μέχρι να με συναντήσει ο Κώστας.Πήγαν στο Κοντοπούλι στον πατέρα της και ο Κώστας παρά την πίεσή της ,επέμενε να έρθει να με βρει, μου είπε.ΕΚΛΑΙΓΑ όσο μου μιλούσε που ΕΓΩ που έχω αντιμετωπίσει πολύ σκληρές καταστάσεις στη ζωή μου χωρίς να χύσω ένα δάκρυ.Βλέπετε εκείνη την ώρα ένοιωθα πως ήμουν ένα τρομαγμένο παιδάκι που πριν από λίγο είχαν σκοτωθεί οι φίλοι του.Εκείνη τη στιγμή της είπα πως ο Θεός έπρεπε να πάρει μένα που η μάνα μου είχε κι άλλα παιδιά και με μάλωσε για την κουβέντα που είπα.

ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ όμως ήταν ,όπου και πάλι δε συγκράτησα τα δάκρυά μου,όταν μου είπε τα παρακάτω. -Πριν λίγο καιρό ήρθαν δυο κουρτσούδια με έφεραν λουλούδια, για τη γιορτή της μάνας.Εγώ τα ευχαρίστησα πήρα τα λουλούδια λέγοντάς τους όμως, «ΙΓΩ ΗΜΟΥΝ ΜΑΝΟΥΛΑ , ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΕΙΜΙ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου