Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Ο πρόσφυγας από την Αν. Θράκη που άλλαξε τη Λήμνο

    Αθανάσιος Κουντουράς. Στα 100 του ζει, ενδιαφέρεται, συμβουλεύει. Ευθυτενής, καλοντυμένος και γλυκύτατος απολαμβάνει καθημερινά το καφεδάκι του στο καφενείο του "Κουντουρά", επαναλαμβάνοντας ότι η Λήμνος ήταν και μπορεί να ξαναγίνει αυτάρκης.
Και εξιστορεί την πολυτάραχη ζωή του. Απ' την προσφυγιά της Ανατολικής Θράκης και όλους τους τελευταίους πολέμους, στη σημερινή πραγματικότητα.
Λίγο πολύ είναι γνωστά τα δραματικά γεγονότα της καταστροφής του 1922. Κυριολεκτικά άγνωστα, όμως, παραμένουν τα γεγονότα της εγκατάλειψης και εκκένωσης της Ανατολικής Θράκης.
Η θρακική καταστροφή παραμένει άγνωστη, ανεξήγητη και ουσιαστικά αδικαιολόγητη. Η απόφαση της απόδοσης της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία πάρθηκε τελικά στις 9-9-1922. Η εκκένωση της Αν. Θράκης σήμαινε τη βίαιη μετακίνηση 260.000 Θρακών προσφύγων με τις οικοσκευές τους. 
Μαζί με τους Έλληνες σήμανε και την αναχώρηση των υπόλοιπων μειονοτήτων και 70.000 στρατιωτών της Στρατιάς της Θράκης. 
Συνολικά μετακινήθηκαν δυτικά περίπου 450.000 άτομα. Η μετακίνησή τους έγινε με κάθε μέσον. Τρένα, πλοία και καΐκια. 
Ο πρωταγωνιστής μας γεννήθηκε το 1914 στην Περίσταση (σημερινό Surikoi), κωμόπολη στις ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά. Βίωσε παιδί τον ξεριζωμό και τη ζωή του πρόσφυγα. Έζησε τέσσερις πολέμους. Τον Α' Παγκόσμιο παιδί πέντε χρόνων, τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Β' Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο.
Η θητεία του στο στρατό κράτησε οκτώ χρόνια (!). Η ταλαιπωρία του ίδιου και της υπόλοιπης οικογένειας αρχίζει, όταν ο πατέρας του, κυνηγημένος απ' τους νεότουρκους που συνελάμβαναν και έστελναν στο στρατό όλους τους άντρες ελληνικής καταγωγής, έφυγε νύχτα πέντε χρόνια πριν απ' το σπίτι. Επέστρεψε ένα βράδυ πέντε χρόνια αργότερα. Πήραν αυτόν και τον αδερφό του με τη μητέρα του στους ώμους τους και έφυγαν προς την παραλία, όπου τους περίμενε ναυλωμένο καΐκι, μαζί με άλλες πέντε οικογένειες, στο οποίο επιβιβάστηκαν και τους μετέφερε στο Κάστρο της Λήμνου.
Από τότε έχασαν κάθε επαφή με συγγενείς, γνωστούς καιφ ίλους. Οι Περιστασιώτες διαμοιράστηκαν σε όλη την Ελλάδα με κάθε μέσον. Βγήκαν απ' το καΐκι και έστησαν τα νοικοκυριά τους στο λιμάνι του Κάστρου για πολύ καιρό.
Αργότερα με την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Τούρκοι της Λήμνου εγκατέλειψαν το νησί και το κράτος τους παραχώρησε ένα δωμάτιο σε κάποιο σπίτι Τούρκων. Μετά από ένα χρόνο βρήκαν κάποιο άλλο σπίτι και μετακόμισαν. Ο πατέρας του, δραστήριος Μικρασιάτης, αγόρασε απ' το ελληνικό Δημόσιο μια μικρή επιχείρηση που άφισαν πίσω τους οι Τούρκοι. Η επιχείρηση παρασκεύαζε ταχίνι, σαμόλαδο και χαλβά. Τη μεγάλωσε, την εκσυγχρόνισε και αύξησε την παραγωγή της με τη συμβολή όλης της οικογένειας. Η πρόοδος της επιχείρησης του έδωσε την ευκαιρία αργότερα να σπουδάσει και να πάρει το πτυχίο του γεωπόνου. Επέστρεψε στη Λήμνο το 1932 και ασχολήθηκε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του με την επιστήμη του.

Παρακάτω, σας παραθέτουμε ένα δημοσίευμα του protagon.gr, το οποίο αναφέρεται στον Αθανάσιο Κουντουρά, συμπληρώνοντας το πορτρέτο ενός ευσυνείδητου, δραστήριου και διορατικού ανθρώπου, μιας ξεχωριστής προσωπικότητας που μας έδειξε από τα πολύ παλιά χρόνια τι σημαίνει να είσαι ενεργός πολίτης. 


Ένας επαρχιακός γεωπόνος





  Ο Αθανάσιος Κουντουράς στέκεται μπροστά μου και κρατάει το πρωτότυπο της σχεδόν 70χρονης επιστολής του για να τους φωτογραφήσω με το τηλέφωνό μου.




Βασίλειον της Ελλάδος                                                                               Αθήνα 8-4-47
Επαρχία Γεωπονίας Λήμνου                                                              
Αριθμ. Δ.Υ.                                                                      

                                                                                       Προς
                                                                          Το Ινστιτούτον Οίνου
                                                                           Κάντζαν Αττικήν
                                                                                    Ενταύθα


«Περί καλλιεργείας της αμπέλου και παραγωγής οίνου εν τη Επαρχία Λήμνου»
Εις εκτέλεσιν εντολής του Δ/ντού Γεωργίας Λέσβου, λαμβάνω την τιμήν να υποβάλω υμίν σημείωμα σχετικώς με την παραγωγήν σταφυλών και οίνου εν τη επαρχία Λήμνου.
Η καλλιεργούμενη δι’ αμπέλου…
(Λυπάμαι που δεν μπορώ να αποτυπώσω τους τόνους, τα πνεύματα, τις υπογεγραμμένες)

Να πώς έχει η ιστορία.
Στα τέλη Ιουλίου επικοινώνησα με την ΕΑΣ Λήμνου για να γράψω μια παρουσίαση για το Μοσχάτο Αλεξανδρείας στους bostanistas. Μεταξύ των αρχείων που μου έδωσε η ΕΑΣ περιλαμβανόταν και ένα word με τίτλο: «ΓΕΩΠΟΝΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΑΣ». Αυτό διάλεξα να ανοίξω πρώτο. Ήταν μια υπηρεσιακή αναφορά του 1947 ενός επαρχιακού γεωπόνου, ενός δημοσίου υπαλλήλου, λειτουργού, πείτε τον όπως θέλετε, για την κατάσταση της αμπελοκαλλιέργειας και της οινοποιίας  στη Λήμνο. Τότε, όταν μαινόταν ο εμφύλιος. Τη διάβασα μονορούφι. Εξακόσιες τέσσερις λέξεις, αλλά ούτε μια περιττή. Συμπαγής πληρότητα τεκμηριωμένη με αριθμούς. Στρέμματα, είδη αμπελιών, ασθένειες, αποδόσεις, περιγραφή των πρωτόγονων μεθόδων οινοποίησης, ποιότητες, αγορές, τιμές και, το σημαντικότερο, προτάσεις. Αφού η ιδιωτική πρωτοβουλία αδιαφορεί, γράφει ο Αθανάσιος Κουντουράς, να γίνει ένα συνεταιριστικό οινοποιείο, με επικεφαλής οινολόγο. Το κρασί (Μοσχάτο Αλεξανδρείας) είναι καλό, αν εμφιαλωθεί θα πιάσει καλές τιμές στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Σκεφτείτε, μιλάμε για το 1947!
«Διάβασα την αναφορά Κουντουρά, του 1947. Πρέπει να ήταν πολύ αξιόλογος και διορατικός άνθρωπος» λέω στον οικονομικό υπεύθυνο της ΕΑΣ. «Είναι, θέλετε να πείτε», με διορθώνει. «Ζει και βασιλεύει! Μπορείτε να τον συναντήσετε κάθε πρωί έντεκα με μία στο καφενείο Αιγαίον». Έτσι κι έγινε.
Έξω, μπροστά από το λιμανάκι στη Μύρινα, ο ήλιος «σκοτώνει». Καθόμαστε μέσα, στο παλιό καφενείο με το κλασικό ασπρόμαυρο δάπεδο-σκάκι. Χαμηλός φωτισμός, ανεμιστήρες, τραπέζια μικρά και χαρτοπαιξίας, ξύλινες επενδύσεις, ντόπιοι θαμώνες. «Την έγραψα στην Αθήνα, στο επιτελείο. Είχα επιστρατευθεί λόγω Εμφυλίου. Πήρα απολυτήριο το ’50. Έκανα έξι χρόνια στρατιωτικό, έφεδρος αξιωματικός. Τρία χρόνια 1937-40, τρία χρόνια 1947-50. Την έγραψα σταδιακά, περιμένοντας το φύλλο πορείας, γι’ αυτό και βλέπεις διαφορετικά μελάνια. Είμαι πρόσφυγας. Διορίστηκα γεωπόνος το 1936 στον Οργανισμό Βάμβακος. Μετά, επαρχιακός γεωπόνος στη Λήμνο. Παντρεύτηκα και έμεινα στου Ρωμανού».
Πρόσωπο καθαρό, ευθυτενής, μιλάει χαμηλόφωνα χωρίς εξάρσεις, όπως γράφει, σκέφτομαι, με μια ψυχρότητα που εκπέμπει γνώση και ειλικρίνεια.
«Τους έκλεβαν τότε τους αγρότες. Ερχόταν ένας από Αλεξανδρούπολη να πάρει σταφύλια. Δεν τους άφηνε ούτε να πλησιάσουν την πλάστιγγα. Τόσο είναι, αυτά θα πάρεις! Τσιμουδιά αυτοί. Τί θα τα έκαναν αν δεν τα έπαιρνε αυτός; Η κατάσταση ήταν όπως την περιγράφω στην επιστολή. Ένα μεγάλο μέρος του μούστου γινόταν ξίδι ή πήγαινε για πέταμα. Μίλησα με τον διευθυντή Γεωργίας στη Λέσβο. Μου είπε: Γράψε τα! Έτσι έκανα την αναφορά». Τι κάνατε σαν γεωπόνος τότε; ρωτάω.
«Ήμασταν δύο στο Πρόγραμμα Γεωργικών Εφαρμογών. Εγώ στου Ρωμανού και ένας ακόμη στη Μύρινα. Κάποια στιγμή ο άλλος έφυγε. Δουλεύαμε με βάση το αμερικανικό σύστημα με μηνιαίους προγραμματισμούς και απολογισμούς. Κάθε μήνα έπρεπε να διατυπώσεις εγγράφως τι θα έκανες τον επόμενο και να αιτιολογήσεις τι και γιατί δεν είχες πραγματοποιήσει με βάση τον προγραμματισμό τον προηγούμενο. Δεν υπήρχε ωράριο. Από τις εξήμισι το πρωί κάποιοι αγρότες θα ήταν κάτω από την πόρτα του σπιτιού μου με φύλλα και άλλα δείγματα. Έπρεπε να τα δω για να τους δώσω τα φάρμακα και συμβουλές. Μετά έπρεπε να πάω στα χωριά, πρακτικώς χωρίς συγκοινωνίες, αλλά εγώ είχα πάρει ένα γαϊδουράκι για να μετακινούμαι αυτόνομα. Το βράδια είχαμε συγκεντρώσεις για ενημερώσεις στα χωριά. Δεν υπήρχε ωράριο και συχνά η δουλειά τελείωνε τα μεσάνυχτα».   
Τι φταίει για τη σημερινή εγκατάλειψη των καλλιεργειών και τον μαρασμό της αγροτικής οικονομίας;
«Οι επιδοτήσεις», μου λέει αβίαστα, «και ο τρόπος που τις διαχειριστήκαμε. Τα χωράφια στη Λήμνο πέρασαν σε χρόνια αγρανάπαυση και τελικά κατέληξαν χέρσα. Γιατί να τα καλλιεργήσουν αφού, ούτως ή άλλως, θα έπαιρναν επιδότηση; Οι κρατικοί γεωπόνοι κατάντησαν καταμετρητές. Τώρα όμως που τελείωσαν τι θα κάνουμε; Παλιά και μέχρι το 1970 καλλιεργούνταν στο νησί 50.000 στρέμματα βαμβάκι. Μισά ξερικά, μισά αρδευόμενα. Μέχρι το 1950 είχαν ανοιχτεί 3.500 πηγάδια. Υπολογίζω ότι η συνολική έκταση που μπορεί να καλλιεργηθεί στη Λήμνο είναι 150.000 στρέμματα. Ελάχιστη από αυτήν καλλιεργείται σήμερα. Ακόμη εκκρεμούν οι αναδασμοί σε πολλές περιοχές. Όσο ήμουν στην υπηρεσία είχα καταφέρει να ολοκληρωθούν στην Πλάκα, στον Μούδρο, την Τσιμάνδρια και τον Κοντιά». 
Ο Αθανάσιος Κουντουράς, συνταξιούχος επαρχιακός γεωπόνος της Λήμνου από το 1977, διανύοντας τη δέκατη δεκαετία της ζωής του εξακολουθεί να είναι δραστήριος. Γράφει και συμβουλεύει ακόμη και μέσω Διαδικτύου. Καλεί τον κόσμο και τους νέους να ξαναγυρίσουν στη γη για να ξαναγεμίσουν τα χωράφια με τις εξαιρετικές τοπικές ποικιλίες σταριού Μαυραγάνι και Λήμνος, με σουσάμι, αμπέλια, οπωροκηπευτικά, ελιές, αμυγδαλιές, να αυγατίσει η κτηνοτροφία και τα ξεχωριστά τυροκομικά προϊόντα. Υπήρξε ένας ευσυνείδητος και διορατικός δημόσιος υπάλληλος του 1936 και εξακολουθεί να είναι ένας ενεργός πολίτης. Το οινοποιείο που οραματίστηκε και πρότεινε το 1947 άρχισε να κτίζεται το 1959 και λειτούργησε τη δεκαετία του ’60.
«Αυτό που κέρδισα, είναι η εκτίμηση του κόσμου. Μόνον αυτό». Η φωνή του τσακίζει και μου φάνηκε ότι προσπάθησε να μη δακρύσει.

Δείτε εδώ την επιστολή του 1947.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου