Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

ΟΙ ΔΥΟ ΧΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ


Του Γ. Φίκαρη

μπαρμπα-Μιχάλης κοντά στα 90, Χιώτης, ζωέμπορος σε όλη του τη ζωή, περνά τα στερνά χρόνια φορώντας τις παντούφλες του και την τραγιάσκα του στραβά, όπως πάντα, με τα χέρια πίσω και το κεφάλι του κάτω, χωρίς τα αγαπημένα «εργαλεία» μιας ολόκληρης ζωής. Το τσιγάρο και το πιοτό. Τα είχε συντροφιά σε όλη του τη ζωή, προπαντός την ώρα της δουλειάς, του ήταν εντελώς απαραίτητα. Τώρα, του τα έχουν απαγορεύσει ο γιατρός και η γυναίκα του η κυρά-Φωτεινή. Πάει κι έρχεται απ το σπίτι στην άλλη γωνιά της αυλής, που ήταν η ταβέρνα του γαμπρού του. Κάθεται και σηκώνεται ανήσυχος, ψάχνοντας τον κατάλληλο άνθρωπο να μιλήσει. Να πει τον πόνο του, να του εκμυστηρευθεί αυτά που πέρασε στην πολυτάραχη ζωή του, και δεν τον βρίσκει.

Φαίνεται, με θεωρούσε κατάλληλο πρόσωπο για τις εκμυστηρεύσεις του. Πέρα απ’ αυτό ήξερε ότι κοντά μου θα απολάμβανε ένα τσιγαράκι κι ένα ουζάκι, που τα είχε ανάγκη. Ήξερε ότι κοντά σε μένα δεν θα του χαλούσε το χατίρι η κα. Φωτεινή. Για λόγους συγγένειας και συναισθημάτων που με έδεναν μαζί του.

Μετά τις καθιερωμένες ερωτήσεις για τις δουλειές και την υγεία της οικογένειας, ρουφώντας το τσιγάρο και το ουζάκι που του είχα παραγγείλει, άρχιζε να μου λέει παλιές ιστορίες και περιπέτειες της πολυτάραχης ζωής του, που ξεκινούσαν απ’ τις προπολεμικές πτωχεύσεις και έφταναν μέσα απ’ τον πόλεμο σε άλλες και μετά στη μεταπολεμική Ελλάδα, στο ένα και μοναδικό μπάρκο του που κράτησε τέσσερα χρόνια, στην προσπάθειά του να ξαναρχίσει τη δουλειά του και κατέληγαν στην απόσυρσή του και τα γεράματα.

Το ούζο, το κρασί και το τσιγάρο ήταν τα απαραίτητα εργαλεία για το παζάρι και την ευνοϊκή συμφωνία της αγοράς των ζώων απ’ τον κεχαγιά. Έπρεπε να ποτίσουν τον αμάθητο αλλά παμπόνηρο κεχαγιά λίγο παραπάνω ποτό, για να μπορέσουν να τον τουμπάρουν και να αγοράσουν τα ζώα του, στην τιμή που αυτοί ήθελαν και είχαν προϋπολογίσει. Γιατί τότε δεν υπήρχαν ζυγαριές και πλάστιγγες για το ζύγισμα των ζώων. Ήταν, επομένως, το ούζο, το κρασί και το τσιγάρο καθημερινή συνήθεια ολόκληρης της ζωής του, που ήλθαν και την έκοψαν με το μαχαίρι. Σαν έξυπνος τζαμπάσης, έπρεπε να βρέι τρόπους να τα απολαμβάνει καμιά φορά. 

Ένας τρόπος, λοιπόν, ήταν και ο ερχομός μου. Οι ζωέμποροι εκείνης της εποχής ήταν ζορμπάδες, μπερμπάντες και παιδιά της πιάτσας. Πανέξυπνοι και πονηροί το πάλευαν που λένε, όπως τα εύρισκαν. Και με τους καλούς καλοί και με τους σκάρτους, χειρότεροι. Η ζωή τους ήταν ένα μίγμα συνεχούς δουλειάς και διασκέδασης. Κυνηγοί του κέρδους και ο,τιδήποτε ήθελε προκύψει, ήταν πασίγνωστοι και γλυκοαίματοι σε όλους τους ντόπιους στα καφενεία της εποχής. Είχαν και μεγάλο κεμέρι με λίρες και κερνούσαν όποιον εύρισκαν στα τότε καφενεία. Τότε που τα χρήματα ήταν δύσκολα και σπάνια. Γλέντια, καμιά φορά πολυήμερα, με τραγούδια και χορούς, ξημερώνονταν όπου βρίσκονταν. Κοιμούνταν στα σπίτια των ανθρώπων της παρέας ή όπου εύρισκαν κατάλληλο μέρος. Καμιά φορά και στην ύπαιθρο, κάτω από τον ήλιο ή το φεγγάρι. Αγώνας, περιπέτειες και ταλαιπωρία να μαζέψουν, να τακτοποιήσουν, να φορτώσουν και να ταξιδέψουν με καΐκια της εποχής. Αργοναύτες, πάλευαν με τα στοιχεία της φύσης. Απώτερος σκοπός η επιστροφή στο νησί οτυς, τη Χίο, για την πώληση των αγορών τους και το κέρδος.

Ήταν δύο οι συνέταιροι χιώτες ζωέμποροι που έφτασαν μαζί στη Λήμνο το 1939. Ο Μιχάλης, ο μεγαλύτερος και ο Κωνσταντής, ο μικρότερος. Ξαδέλφια, δυο αδελφών παιδιά, αλλά πραγματικά αδέλφια στη ζωή και στον θάνατο. Ήλθαν άγνωστοι, αλλά ευπρόσιτοι στις γνωριμίες με τους ανθρώπους, έφτιαξαν σχέσεις με πολλούς Λημνιούς, έκαναν στέκια και μύησαν Λημνιούς σε κάποια μυστικά της δουλειάς τους και τους έκαναν συνεργάτες και δούλεψαν πολλά χρόνια μαζί τους. 

Το επάγγελμα των ζωεμπόρων και των χασάπηδων ήταν σχεδόν καινούριο επάγγελμα για τη Λήμνο. Βρήκαν, λοιπόν, «παρθένα αγορά» και αυγάτισαν. Έκαναν πολλά ταξίδια, έγιναν πασίγνωστοι σαν οι δυο «Χιώτες» και αφού περιπλανήθηκαν σε όλα τα χωριά της Λήμνου, διάλεξαν το χωριό Αγκαρυώνες, όπου και εγκαταστάθηκαν. Εκεί βρήκαν και τις γυναίκες που παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένειες.

Ο μπαρμπα-Μιχάλης, άρχιζε τις περιπλανήσεις-αφηγήσεις του απ’ το μακρύ παρελθόν και ήταν καλός αφηγητής. Ταξίδια, δυσκολίες και προβλήματα στη θάλασσα και τη στεριά, κατορθώματα, καμώματα και σοφίσματα για να ξεγελάσουν τον πωλητή, καλοπιάσματα και μικροπαρεξηγήσεις. Το πιοτό και το τσιγάρο ήταν τα όπλα τους. Πολλές φορές πολύωρες συζητήσεις, μέχρι να καταλήξουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Στην αγορά, που το ύψος της έπρεπε να έχουν προϋπολογίσει. Υπολόγιζαν το καθαρό βάρος του ζώου με τα σημάδια του ζώου που ήξεραν και το ψαχούλεμα κάποιων σημείων του σώματός του και τον έλεγχο των δοντιών του. Και δεν έπεφταν έξω στους υπολογισμούς τους, παρά ελάχιστες οκάδες. Αυτή, εξάλλου, ήταν η τέχνη που κατείχαν. Να μπορούν να υπολογίζουν το βάρος του ζώου για να υπολογίζουν την τιμή του. Είχαν όμως συνέπεια και μπέσα ο λόγος και η υπόσχεσή τους. Αυτό ήταν ακόμη ένα όπλο που διέθεταν. Ήταν που λέγανε «λίρα χρυσή» στις συναλλαγές τους.

Μου έλεγε ο μπαρμπα-Μιχάλης πολλές ιστορίες και γεγονότα, αλλά πάντα κατέληγε σε μια χιλιοειπωμένη ιστορία. Ήταν, προφανώς, η ιστορία που είχε καρφωθεί στο ταλαιπωρημένο του μυαλό, ίσως γιατί είχε σχέση με πρόσωπο αγαπημένο και στους δυο μας. Άρχιζε πάντα χωρίς χρόνο αρχής και τέλους, προφανώς σκόπιμα για να διατηρήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του ακροατή και να μη φανερώσει γνωστά ιστορικά γεγονότα.

«Επήραμε, που λες Γιώργη, με το συγχωρεμένο τον πατέρα σου 20 “βούδια”, 10 μουσχάρια, 10 αλόγατα, 4 μουλάρια και 5 γαδούρους και γαδάρες. Επήγαμέ τα στο Διαπόρι, φορτώσαμέ τα στο καΐκι του Τσούκα και περιμέναμε τον καιρό να ξεκινήσουμε για τη Χίο. Το καΐκι επήγαινε με τα πανιά. Είχε και μια παλιομηχανή, που δούλευε όταν αυτή ήθελε. Μποδίζαμε από καιρούς και άπνοιες κάθε λίγο. Εξαναξεκινούσαμε και καμιά φορά ηφτάναμε στο μόνιμο προορισμό μας. Πολλές φορές σε ένα μήνα. 

Φτάνοντας στη Χιο, ηβάλαμε τα “βούδια” και τα Μουσχάρια στο χάνι, ηπληρώσμαε κάποιον να τα ταγίζει και ηπήραμε όλα τα άλλα μαζί μας και ηφύγαμε. Πιάσαμε τα βουνά και τα λαγκάδια, τα μαντριά και τους μπαξέδες, να βρούμε ανθρώπους που θα τα πουλούσαμε. Αρχίσαμε να ψιλοτραβάμε στις τιμές- έτσι άρχιζε πάντα το παζάρι- και μαζέψαμε πολλά λεφτά. Όποια τιμή τους ζητούσαμε, μας την πλήρωναν αμέσως. Στον επόμενο ακόμα περισσότερα. Η ίδια ανταπόκριση. Διπλάσια τιμή «εντάξει», τριπλάσια επίσης. Πουλώντας όλα τα ζώα δεν είχαμε μέρος να βάλουμε τα χρήματα που είχαμε μαζέψει. “Βρε Κωστή”, λέω του πατέρα σου, “τα χρήματα που έχουμε μαζέψει δεν τα ‘χουν ούτε οι τράπεζες, το ξέρεις;”. Εκείνος δεν απάντησε. Λέω του: “Βρε πάμε να φύγουμε. Να αφήσουμε τα βούδια στο χάνι και να πάμε στη Λήμνο να ξαναγοράσουμε ζώα. Φαίνεται βρήκαμε την τύχη μας”. Ο μακαρίτης ο κύρης σου είχε πιάσει το πιοτό και τα τραγούδια και δεν μου ‘δινε σημασία. 

Αναγκάστηκα να φύγω μόνος μου. Ηπήρα τα μισά λεφτά- 25 εκατομμύρια προπολεμικά, γερά λεφτά- βρήκα μέσον και εγύρισα στη Λήμνο. Την επαύριο το χάραμα πήρα το άλογο και γραμμή για Προπούλι, που είχα επισημάνει κάτι γερά βούδια και δεν μπόρεσα να τα συμφωνήσω στο προηγούμενο ταξίδι. 

Αλλά φτου να πάρει ο διάολος. Ο κεχαγιάς μετάνιωσε, δεν τα πουλούσε. Ούτε ο επόμενος, ούτε κι ο άλλος. Κανείς δεν μου πουλούσε τίποτα. Να μη στα πολυλογώ, αφού το σκέφτηκα πολύ, έδωσα τα 25 εκατομμύρια, γερά χιλιάρικα και πρόλαβα να πάρω μόνο ένα βαρέλι ταχίνι.

Εκεί σταματούσε και η εξιστόρηση του μπαρμπα-Μιχάλη. Έβγαζε την τραγιάσκα του και την ξανάβαζε, έσκυβε και δεν έλεγε λέξη παραπάνω. Κουνούσε το κεφάλι του και σιγομουρμούριζε ακατανόητες ελληνικές λέξεις, ανακατεμένες με τούρκικες. Ήξερα ότι στα πιο μικρά τους χρόνια ταξίδευαν στη Μικρά Ασία. Τους έπαιρνε μαζί του ο πατέρας του Κωσταντή- ο παππούς μου- όπου είχε κοπάδια ζώων και τα φύλαγαν τούρκοι τσοπάνηδες. Από εκεί τα κουβαλούσαν λίγα-λίγα με καΐκια στη Λαγκάδα και τη Συκιάδα, γιατί ψυγεία τότε δεν υπήρχαν και κάθε ζώο έπρεπε να καταναλωθεί αυθημερόν. Εκεί έμαθαν και τα τούρκικα, που τα θυμόταν σε στιγμές εξοργισμού και αδιεξόδου.

Συμπέρασμα: Οι Γερμανοί είχαν εισβάλει και είχαν επιβάλει την πληρωμή των δαπανών κατοχής στο ελληνικό κράτος, δημιουργώντας τεράστιες πληθωριστικές τάσεις, που οδήγησαν σε μία, χωρίς προηγούμενο, υποτίμηση του νομίσματος. Η χρυσή δραχμή που αντιστοιχούσε σε 375 δραχμές, ξεπέρασε στο τέλος του 1940 τα 8 εκατομμύρια. Οι ήρωές μας, ριγμένοι με τα μούτρα στο κυνήγημα του κέρδους και απομακρυσμένοι στα βουνά και στα λαγκάδια των ψηλών βουνών της Χίου, δεν είχαν πάρει είδηση ούτε τον πόλεμο, ούτε τις συνέπειές του. Η ενημέρωση ήλθε πολύ καθυστερημένα, με αποτέλεσμα να χάσουν όλα τα λεφτά τους. Όπως κι ο υπόλοιπος κόσμος, που από πλούσιοι έγιναν φτωχοί και από φτωχοί άφραγκοι. Οι μεγαλύτεροι καταθέτες των τραπεζών ζητιάνευαν ένα τσιγάρο. Μπαούλα και τσουβάλια τα προπολεμικά χιλιάρικα και μετά τα εκατομμύρια του Τσολάκογλου.

Το βάρος των χρημάτων ήταν μεγαλύτερο από το εμπόρευμα που αγόραζες. Και μετά η πείνα. Ούτε ένα κομμάτι ψωμί, ούτε λίγο λάδι. Κι όμως άντεξαν παλεύοντας όλη την κατοχή και έχοντας εναντίον του τους Γερμανούς, τους προδότες και τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Κι όταν έφυγαν οι Γερμανοί και έσπειραν οι αγρότες, γύρισαν όλο το Αιγαίο για να κουβαλήσουν τα απαραίτητα αγαθά στον τόπο τους και τις οικογένειές τους. Ο κόσμος, όμως, είχε αλλάξει. Η μικρή παραγωγή πήγαινε κατ’ ευθείαν στην οικογενειακή κατανάλωση. Ο κόσμος δούλευε για να τρώει. Δεν περίσσευε παραγωγή για πούλημα. Έτσι έφτασαν στο «μη παρέκει», απελπίστηκαν και αναγκάστηκαν στα 45 τους χρόνια να ξενιτευτούν, για να συνεχίσουν αργότερα την τέχνη που έμαθαν από τα γεννοφάσκια τους. 

Σαρανταπεντάρηδες, τζόβενα σε ποντοπόρα πλοία, κι ο Θεός βοηθός. Ταξίδεψαν ο ένας τέσσερα κι ο άλλος πέντε χρόνια συνεχόμενα. Και γύρισαν να συνεχίσουν. Ο ένας, ο μπαρμπα Μιχάλης τα κατάφερε και συνέχισε μέχρι τα γεράματά του. Ο άλλος, ο Κωσταντής, όχι. Έφυγε στα 47 του χρόνια από απερισκεψία του με τη βοήθεια των γιατρών και του νοσοκομείου Λήμνου. Τότε ήταν πολύ σύνηθες να πεθαίνει ο άνθρωπος από διάτρηση στομάχου ή σκωληκοειδίτιδα. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου